Τον δρόμο προς την φυλακή πήραν μέλη του δικτύου που είχε απλώσει τα δίχτυα του σε όλη την Ελλάδα εξαπατώντας ανυποψίαστους πολίτες.
Πρόκειται για τρεις βουλγαρικής καταγωγής άνδρες, ο ένας με κυπριακή υπηκοότητα, οι οποίοι εκτίουν ήδη πολυετείς ποινές κάθειρξης για παλιότερες υποθέσεις απάτης με την ίδια μέθοδο.
Αυτή τη φορά καταδικάστηκαν από το Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης σε ποινές κάθειρξης 5 και 6 ετών, ανάλογα με την περίπτωση, ο καθένας, με την αναγνώριση ελαφρυντικών. Η δικογραφία τούς καταλόγιζε 80 απάτες τετελεσμένες κι άλλες 260 σε απόπειρα, κατά το διάστημα 2014-17, με συνολική «λεία» 600.000 ευρώ, σε μετρητά και τιμαλφή.
Ελάχιστοι όμως ήταν οι παθόντες που προσήλθαν στο δικαστήριο να καταθέσουν ως μάρτυρες, την ώρα που κάποια από τα θύματα δεν υπέβαλαν εγκλήσεις με τις οποίες να επιθυμούν την τιμωρία των κατηγορουμένων, όπως απαιτεί πλέον ο ποινικός κώδικας για τα συγκεκριμένα αδικήματα.
«Είχα την εντύπωση πως έπαιζε ηχογραφημένη κασέτα» κατέθεσε στο δικαστήριο ένα από τα θύματα, προσθέτοντας ότι δεν έπαιρνε απάντηση σε όσα ρωτούσε. Με την ίδια απόφαση απηλλάγησαν ή αθωώθηκαν άλλα οκτώ άτομα, Έλληνες και Βούλγαροι, που ήταν κατηγορούμενα για την ίδια υπόθεση.
Η «κομπίνα» με τα ψευδή τροχαία ατυχήματα είναι από τις πιο συνηθισμένες μορφές απάτης και παρά τις ενημερωτικές καμπάνιες που διεξάγει κατά καιρούς η ΕΛ.ΑΣ. έχει εξελιχθεί σε μάστιγα.
Όπως η περίπτωση που απασχόλησε το δικαστήριο της Θεσσαλονίκης, επιτήδειοι καλούν σε ανυποψίαστους πολίτες, κατά βάση ηλικιωμένους, στους οποίους συστήνονται ως αστυνομικοί ή γιατροί, και προφασιζόμενοι ότι συγγενικά τους πρόσωπα, συνήθως τα παιδιά τους, έχουν εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα, αξιώνουν -και πολλές φορές παίρνουν- χρηματικά ποσά είτε για κάποιο υποτιθέμενο χειρουργείο είτε για να αποφύγουν τις δήθεν ποινικές συνέπειες.