Μια συγκλονιστική μαρτυρία δημοσίευσε σήμερα ο Guardian.
Μια νεαρή δημοσιογράφος, που κρύβεται για να διαφύγει από τους Ταλιμπάν, καθώς εκείνοι καταλαμβάνουν την μια πόλη του Αφγανιστάν μετά την άλλη, αφηγήθηκε την ιστορία της στον δημοσιογράφο Χικμάτ Νουρί.
«Πριν δυο μέρες αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το σπίτι και τη ζωή μου στο βόρειο Αφγανιστάν, αφότου οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την πόλη μου. Εξακολουθώ να κρύβομαι. Δεν υπάρχει κανένα ασφαλές μέρος για εμένα.
Την περασμένη εβδομάδα ήμουν δημοσιογράφος. Σήμερα δεν μπορώ να γράψω με το όνομά μου, να πω από πού κατάγομαι ή πού βρίσκομαι. Όλη μου η ζωή χάθηκε μέσα σε λίγες μέρες.
Φοβάμαι πολύ και δεν ξέρω τι θα μου συμβεί. Θα γυρίσω ποτέ στο σπίτι μου; Θα ξαναδώ τους γονείς μου; Πού θα πάω; Η λεωφόρος είναι κλειστή και από τις δυο πλευρές. Πώς θα επιβιώσω;
Η απόφαση να εγκαταλείψω το σπίτι και τη ζωή μου δεν ήταν στα σχέδιά μου. Συνέβη πολύ ξαφνικά. Τις τελευταίες ημέρες, ολόκληρη η επαρχία στην οποία ζω έπεσε στα χέρια των Ταλιμπάν. Τα μόνα μέρη που ελέγχει ακόμη η κυβέρνηση είναι το αεροδρόμιο και μερικά αστυνομικά τμήματα.
Δεν είμαι ασφαλής, επειδή είμαι μια 22χρονη γυναίκα και ξέρω ότι οι Ταλιμπάν αναγκάζουν τις οικογένειες να τους δώσουν τις κόρες τους για συζύγους των μαχητών τους. Επίσης, δεν είμαι ασφαλής γιατί είμαι δημοσιογράφος και ξέρω ότι οι Ταλιμπάν θα ψάξουν για εμένα και όλους τους συναδέλφους μου.
Οι Ταλιμπάν ήδη ψάχνουν ανθρώπους για να τους θέσουν στο στόχαστρο. Το Σαββατοκύριακο, ο διευθυντής μου με κάλεσε και μου είπε να μην απαντάω σε άγνωστους αριθμούς. Μου είπε ότι, ειδικά οι γυναίκες θα πρέπει να κρυφτούμε και αν μπορούμε να δραπετεύσουμε έξω από την πόλη.
Καθώς μάζευα τα πράγματά μου, μπορούσα να ακούσω τις σφαίρες και τις ρουκέτες. Αεροπλάνα και ελικόπτερα πετούσαν χαμηλά πάνω από τα κεφάλια μας. Γίνονταν μάχες στο δρόμο ακριβώς έξω από το σπίτι μου. Ο θείος μου προσφέρθηκε να με βοηθήσει να πάω σε ένα ασφαλές μέρος, οπότε άρπαξα το κινητό μου και μια μπούρκα και έφυγα. Οι γονείς μου δεν έφευγαν, παρά το γεγονός ότι το σπίτι μας βρισκόταν στο επίκεντρο της μάχης στην πόλη. Καθώς οι ρίψεις πυραύλων εντείνονταν, με παρακάλεσαν να φύγω επειδή ήξεραν ότι σύντομα οι διέξοδοι από την πόλη θα ήταν κλειστές.
Έτσι έφυγα και τους άφησα πίσω μου, δραπετεύοντας με τον θείο μου.
Δεν τους έχω μιλήσει έκτοτε, γιατί τα τηλέφωνα στην πόλη δεν λειτουργούν.
Έξω από το σπίτι επικρατούσε χάος. Ήμουν μια από τις τελευταίες γυναίκες που είχαν μείνει στη γειτονιά. Μπορούσα να δω τους μαχητές των Ταλιμπάν έξω απ΄΄ο το σπίτι μου, στο δρόμο. Ήταν παντού. Δόξα τω Θεώ, είχα τη μπούρκα μου, όμως ακόμη και έτσι φοβόμουν ότι θα με σταματούσαν ή θα με αναγνώριζαν. Έτρεμα ενώ περπατούσα, όμως προσπαθούσα να μην φαίνομαι φοβισμένη.
Μόλις φύγαμε, ένας πύραυλος έπεσε ακριβώς δίπλα μας. Θυμάμαι ουρλιαχτά και κλάματα, γυναίκες και παιδιά να τρέχουν γύρω μου προς κάθε κατεύθυνση. Ένιωσα ότι όλοι μας ήμασταν εγκλωβισμένοι σε μια βάρκα και γύρω μας μαινόταν μια τεράστια καταιγίδα.
Καταφέραμε να φτάσουμε στο αυτοκίνητο του θείου μου και αρχίσαμε να οδηγούμε προς το σπίτι του, που απέχει 30 λεπτά από την πόλη. Στη διαδρομή, μας σταμάτησαν Ταλιμπάν για έλεγχο. Ήταν η πιο τρομακτική στιγμή της ζωής μου. Φορούσα τη μπούρκα μου και με αγνόησαν, όμως ανέκριναν τον θείο μου, ρωτώντας τον πού πηγαίναμε. Εκείνος τους είπε ότι επισκεφθήκαμε ένα κέντρο υγείας στην πόλη και επιστρέφαμε προς το σπίτι.
Ακόμη και την ώρα της ανάκρισης, πύραυλοι εκτοξεύονταν και προσγειώνονταν κοντά στο σημείο ελέγχου. Επιτέλους, μας άφησαν να φύγουμε.
Ακόμη και όταν φτάσαμε στο χωριό του θείου μου, δεν ήμουν ασφαλής. Το χωριό του βρίσκεται στον έλεγχο των Ταλιμπάν και πολλές οικογένειες είναι φίλα κείμενες προς αυτούς. Λίγες ώρες αφού φτάσαμε, μας είπαν ότι κάποιοι γείτονες είχαν ανακαλύψει ότι με είχαν φυγαδεύσει από την πόλη και ότι αν έρθουν στο χωριό και με βρουν εδώ, θα τους σκοτώσουν όλους.
Βρήκαμε ένα άλλο μέρος για να κρυφτώ, το σπίτι ενός μακρινού συγγενή. Αναγκαστήκαμε να περπατήσουμε επί ολόκληρες ώρες, εγώ φορώντας τη μπούρκα μου, και αποφεύγοντας τους κεντρικούς δρόμους όπου θα μπορούσαν να υπάρχουν Ταλιμπάν. Εδώ είμαι τώρα. Σε μια επαρχιακή περιοχή όπου δεν υπάρχει τίποτα. Το κινητό μου ίσα που έχει σήμα και είμαι αποκομμένη από τον κόσμο.
Οι περισσότερες γυναίκες και κορίτσια που ξέρω έχουν επίσης εγκαταλείψει την πόλη και προσπαθούν να βρουν ένα ασφαλές μέρος. Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τις φίλες μου και να ανησυχώ, τις γειτόνισσές μου, τις συμμαθήτριές μου, όλες τις γυναίκες του Αφγανιστάν.
Όλες μου οι συνάδελφοι από τον χώρο των ΜΜΕ είναι τρομοκρατημένες. Οι περισσότερες έχουν καταφέρει να το σκάσουν από την πόλη και προσπαθούν να βρουν τρόπο να βγουν από την περιφέρεια, όμως είμαστε εντελώς περικυκλωμένοι. Όλες μας έχουμε μιλήσει ανοιχτά εναντίον των Ταλιμπάν και τους έχουμε κάνει να θυμώσουν μέσα από τη δημοσιογραφική δουλειά μας.
Αυτή τη στιγμή, όλα είναι τεταμένα., Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να συνεχίσω να τρέχω και να ελπίζω ότι θα βρω σύντομα τρόπο να βγω από την περιφέρεια. Σας παρακαλώ, προσευχηθείτε για μένα».