Στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας αναβιώνει σήμερα η στυγερή δολοφονία του 30χρονου ενεχυροδανειστή στη Δάφνη -μια ανθρωποκτονία που είχε «πολιτογραφηθεί» ως «έγκλημα μέσω Facebook».
Το αποτρόπαιο έγκλημα είχε λάβει χώρα τον Απρίλιο του 2013 και όταν αποκαλύφθηκε είχε σοκάρει, λόγω της αγριότητάς του, την κοινή γνώμη. Ο νεαρός άνδρας είχε βρεθεί από τους γονείς του ημίγυμνος, φιμωμένος και δεμένο με μονωτική ταινία στο λαιμό, τα χέρια και τα πόδια του μέσα στο σπίτι τους στη Δάφνη. Από το σπίτι είχαν αφαιρεθεί επίσης 139.000 ευρώ και δυο κιλά χρυσαφικά.
Οι αρχές κατάφεραν να ρίξουν φως στην συγκεκριμένη υπόθεση. Τέσσερα άτομα οδηγήθηκαν ενώπιον της Δικαιοσύνης καταδικάσθηκαν σε ισόβια για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συναυτουργία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Επίσης επιβλήθηκε και 12 έτη κάθειρξη στο καθέναν για ληστεία κατά συναυτουργία.
Δυο όμως, εκ των καταδικασθέντων, η 31χρονη γυναίκα που «ψάρεψε» το θύμα μέσω Facebook και ένας εκ των συγκατηγορουμένων της κατέθεσαν στον Άρειο Πάγο αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης του Εφετείου. Η αίτησή τους έγινε εν μέρει δεκτή από τους αρεοπαγίτες και η απόφαση που εκδόθηκε από το Ανώτατο Ποινικό Δικαστήριο της χώρας, δεν αποκλείεται να ανατρέψει σημαντικά τα έως τώρα δεδομένα της υπόθεσης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στις ποινές των ισοβίων που επιβλήθηκαν.
Ειδικότερα, με απόφασή του το Ζ΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, εξετάζοντας την αίτηση αναίρεσης της 31χρονης την έκανε εν μέρει δεκτή. Οι αεροπαγίτες έκριναν ότι το Εφετείο «εσφαλμένα» χαρακτήρισε τη συμμετοχή της κατηγορουμένης στην πράξη της ανθρωποκτονίας «ως συναυτουργία». Σύμφωνα με τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της συμμετοχή της κατηγορουμένης στο έγκλημα θα πρέπει να είναι «απλή συνέργεια στην πράξης της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συναυτουργία». Και αυτό διότι η συνδρομή της στο έγκλημα ήταν «η διευκόλυνση της εισόδου των συγκατηγορουμένων της στο διαμέρισμα του θύματος (άφησε αρχικά ανοικτή την θύρα της κεντρικής εισόδου της οικοδομής, στην οποία διέμενε ο παθών και στη συνέχεια ειδοποίησε τηλεφωνικά τους συγκατηγορούμενούς της να ανέβουν στο διαμέρισμα) και η φυσική παρουσία της κατά τη διενέργεια των πράξεων των αυτουργών (οι οποίοι προέβησαν σε ακινητοποίηση με κτυπήματα, δέσιμο και φίμωση του θύματος, που είχαν ως αποτέλεσμα την επέλευση του θανάτου του)».
Με το σκεπτικό αυτό, ο Άρειος Πάγος ανέπεμψε την υπόθεση για νέα κρίση στο Εφετείο ώστε η 31χρονη να δικαστεί για απλή συνέργεια στην πράξη της ανθρωποκτονίας. Αν το Εφετείο δεχθεί ότι η κατηγορουμένη τέλεσε το συγκεκριμένο αδίκημα και όχι αυτό της ανθρωποκτονίας, τότε η ποινή που μπορεί να της επιβληθεί σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα είναι κάθειρξη από 5 έως 15 έτη.
Σε ό,τι αφορά στους υπόλοιπους καταδικασθέντες, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου κατά το μέρος που αφορά στην επιμέτρηση των ποινών τους, καθώς «οι διατάξεις των άρθρων 299 παρ. 1 και 380 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019), για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, είναι επιεικέστερες έναντι των αντίστοιχων διατάξεων του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα». Συγκεκριμένα, ο ισχύων Ποινικός Κώδικας για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας προβλέπει ισόβια κάθειρξη ή τουλάχιστον ποινή φυλάκισης δέκα ετών. Μάλιστα, η απόφαση βρίσκει εφαρμογή, ως προς το θέμα της επιμέτρησης της ποινής, και στους άλλους δυο καταδικασθέντες στην υπόθεση, μολονότι αυτοί δεν κατέθεσαν αίτηση αναίρεσης στον Άρειο Πάγο.
Επιπλέον, οι αρεοπαγίτες δεν παρέλειπαν να σημειώσουν πως θα πρέπει να απαλειφθεί και η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, που είχε επιβληθεί στους καταδικασθέντες, και η οποία προβλέπονταν από τον προγενέστερο Ποινικό Κώδικα, αλλά με το νέο καταργήθηκε.
Έτσι μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου η συγκεκριμένη υπόθεση εκδικάζεται εκ νέου σήμερα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας.
Το φρικτό έγκλημα
Το σκηνικό του εγκλήματος περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια στο σώμα της απόφασης του Αρείου Πάγου. Όπως αναφέρεται, ο άτυχος άνδρας που δυσκολεύονταν στη δημιουργία κοινωνικών σχέσεων, είχε γνωρίσει έναν από τους θύτες του, παλαιοπώλη στο επάγγελμα, στο ενεχυροδανειστήριο του πατέρα του. Συζητούσε μαζί του και του είχε εκμυστηρευτεί ότι είχε «ιδιαίτερη προτίμηση στις εύσωμες γυναίκες». Μέσα από τις συζητήσεις αυτές με το θύμα ο παλαιοπώλης κατάλαβε ότι η οικογένεια του 30χρονου είχε οικονομική επιφάνεια. Έτσι, κατέστρωσε μαζί με τους συγκατηγορούμενούς του ένα αποτρόπαιο σχέδιο, το οποίο κατέληξε στη δολοφονία του άτυχου νέου.
Από κοινού και οι τέσσερις καταδικασθέντες «αποφάσισαν να αξιοποιήσουν τις ανωτέρω πληροφορίες, προκειμένου να εισέλθουν στην οικία της οικογένειας και να αφαιρέσουν χρήματα και τιμαλφή που φυλάσσονταν εντός αυτής», αναφέρει η απόφαση. Για να επιτύχουν τους σκοπούς τους επιστράτευσαν την 30χρονη, η οποία «ήταν εύσωμη και ο σωματότυπός της ανταποκρινόταν στις αισθητικές προτιμήσεις του θύματος».
Η γυναίκα – αράχνη «θα προσέγγιζε μέσω διαδικτύου και τηλεφωνικά αυτόν (σ.σ. το θύμα) και θα επεδίωκε να συνάψει μαζί του ερωτικό δεσμό, ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στην οικία της οικογένειάς του και μέσω αυτής να εισέλθουν και οι λοιποί κατηγορούμενοι».
Πράγματι, η 30χρονη προσέγγισε το θύμα και από τις συζητήσεις που είχε μαζί του «επιβεβαίωσε την καλή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του και ότι εντός της οικίας φυλάσσονταν χρήματα και τιμαλφή». Πουλώντας έρωτα στον άτυχο άνδρα, η καταδικασθείσα κανόνισε να συναντηθούν οι δυο τους στο σπίτι του, «προκειμένου να συνευρεθούν». Όμως σε εκείνο το ραντεβού η καταδικασθείσα σε ισόβια δεν πήγε μόνη της. «Στις 13-4-2013 και ώρα 12.00 όλοι οι κατηγορούμενοι με το αυτοκίνητο του τρίτου εξ αυτών, μετέβησαν έξω από την οικία του θύματος, το οποίο περίμενε την 31χρονη και της άνοιξε την πόρτα. «Αυτή ανεβαίνοντας άφησε ανοικτή την θύρα της κεντρικής εισόδου της οικοδομής, προκειμένου να εισέλθουν οι συγκατηγορούμενοί της», αναφέρει η απόφαση.
Στην συνέχεια, ο άτυχος άνδρας «μετέβη στο δωμάτιό του, όπου έβγαλε τα ενδύματα του και έμεινε με το εσώρουχο, ώστε να συνευρεθεί με την κατηγορουμένη. Η τελευταία, βρίσκοντας κάποια πρόφαση, απομακρύνθηκε για λίγο από το δωμάτιο, τηλεφώνησε από το κινητό της τηλέφωνο στο κινητό τηλέφωνο του πρώτου κατηγορουμένου και του είπε να ανέβουν όλοι στο διαμέρισμα, το οποίο αυτοί έπραξαν, αφού προηγουμένως τους άνοιξε και την πόρτα του διαμερίσματος.
Οι κατηγορούμενοι εισήλθαν στο διαμέρισμα φορώντας στα χέρια τους, ο μεν πρώτος γάντια, οι δε τρίτος και τέταρτος κάλτσες και έχοντας μαζί τους μονωτική ταινία, την οποία είχαν αγοράσει καθ’ οδόν».
Σύμφωνα με την απόφαση, το θύμα αντέδρασε μόλις τους είδε και έγινε συμπλοκή. Οι δράστες «τον κτύπησαν στο πρόσωπο και τελικά κατάφεραν να τον ακινητοποιήσουν στο πάτωμα, τον φίμωσαν και έδεσαν τα χέρια, τα πόδια και τον λαιμό του με την μονωτική ταινία που έφεραν μαζί τους». Ακολούθως «οι κατηγορούμενοι αφού έψαξαν όλο το διαμέρισμα, έσπασαν την πόρτα του υπνοδωματίου των γονέων του θύματος και αφαίρεσαν από το εκεί υπάρχον χρηματοκιβώτιο το ποσό των 139.000 ευρώ και δύο κιλά χρυσαφικά και τράπηκαν σε φυγή, χωρίς να βεβαιωθούν ότι το θύμα, που κατά τη γνώμη τους είχε λιποθυμήσει, είχε την δυνατότητα επιβιώσεως και χωρίς να ειδοποιήσουν το ασθενοφόρο για να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες».
Ο άτυχος νέος έχασε τη μάχη για τη ζωή μόνος και βαριά κακοποιημένος μέσα στο πατρικό του σπίτι. Εκεί τον βρήκε ο πατέρας του «με κολλητική ταινία κατά τις άκρες χείρες και άκρους πόδες, καθώς και με ισχυρή περίσφιξη πέριξ της τραχηλικής χώρας». Σύμφωνα τα ευρήματα της νεκροψίας – νεκροτομής «ο θάνατος επήλθε από ασφυκτικό μηχανισμό, συνεπεία περισφίξεως τραχηλικής χώρας».
Μετά το έγκλημά τους οι κατηγορούμενοι μοίρασαν τα κλοπιμαία ενώ η 31χρονη και ένας εκ των συγκατηγορουμένων της «διέφυγαν στην Γερμανία και επέστρεψαν στην Ελλάδα στις 4-5-2013, πιστεύοντας ότι θα είχε κοπάσει ο θόρυβος σχετικά με το συμβάν και θα είχαν ατονήσει οι αστυνομικές έρευνες για την αποκάλυψη των δραστών».