Για ένδειξη «εγκλήματος» από τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς επειδή «βρέθηκαν σε στρατιωτική περιοχή» κάνει λόγο το τουρκικό δικαστήριο Αδριανούπολης
Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, έπειτα από αξιοποίηση των στοιχείων στους φακέλους τους υποδεικνύουν την παρουσία ισχυρής υποψίας εγκλήματος με την είσοδό τους σε απαγορευμένη στρατιωτική ζώνη.
Ολόκληρη η απόφαση του δικαστηρίου
Η απόφαση του 2ου Ποινικού Δικαστηρίου της Αδριανούπολης επισημαίνει ότι οι δύο στρατιωτικοί θα εξακολουθήσουν να παραμένουν κρατούμενοι στις φυλακές υψίστης ασφαλείας.
Ειδικότερα, αναφέρει:
«Μετά την εξέταση των δηλώσεων των συνηγόρων των υπόπτων και των δηλώσεων και των φακέλων των ίδιων υπόπτων κατά την ακροαματική διαδικασία, αποφασίζεται η συνέχιση της κράτησης των υπόπτων, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους, έπειτα και από την αξιολόγηση των σχετικών εγγράφων, υποδεικνύουν την παρουσία ισχυρής υποψίας εγκλήματος με την είσοδό τους σε απαγορευμένη στρατιωτική ζώνη.
Λόγω του ότι δεν υπάρχει μόνιμη κατοικία τους στην Τουρκία, καθώς και το ότι είναι πολίτες μιας ξένης χώρας, στοιχειοθετούν βάσιμες υποψίες διαφυγής τους.
Παράλληλα, λόγω της εξέτασης ακόμη του ψηφιακού υλικού, είναι πιθανό να αλλάξει το αδίκημα, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι στρατιώτες διέπραξαν το αδίκημα εν ώρα υπηρεσίας.
Λόγω του γεγονότος ότι το ανώτατο όριο της ποινής που προβλέπεται για το συγκεκριμένο αδίκημα είναι 5 έτη, στην παρούσα φάση κρίνεται σκόπιμη η συνέχιση της κράτησής τους και οι όροι αυτής, κάνοντας αποδεκτό το αίτημα του εισαγγελέα της Αδριανούπολης».
Τι είπαν οι Μητρετώδης και Κούκλατζης και οι δικηγόροι τους
«Επαναλαμβάνω τις προηγούμενες δηλώσεις μας. Επαναλαμβάνω την παλιά μας υπεράσπιση. Δεν είχαμε σκοπό να διαπράξουμε κανένα έγκλημα», είπε στο δικαστήριο ο Άγγελος Μητρετώδης.
Ο Δημήτρης Κούκλατζης αντίστοιχα είπε ενώπιον του δικαστηρίου: «Επαναλαμβάνω την ίδια κατάθεσή μου. Δεν έχω να πω κάτι διαφορετικό γι’ αυτό το θέμα. Δεν είχαμε σκοπό να διαπράξουμε κανένα έγκλημα».
Ο δικηγόρος των Ελλήνων στρατιωτικών, Χακάν Γιαλτσιντούγ, δήλωσε αντίθετα ότι οι πελάτες του στόχο είχαν να διασφαλίσουν την ασφάλεια των συνόρων (της Ελλάδας).
«Έχοντας αυτό το σκοπό, ενώ βρίσκονταν εν υπηρεσία, πέρασαν κατά λάθος τα σύνορα και στη συνέχεια οι πελάτες μου παρέδωσαν τα όπλα τους στους Τούρκους στρατιώτες.
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν υπάρχει καμία υποψία ότι ήθελαν να διαφύγουν. Λαμβάνοντας υπόψη το αδίκημα που διέπραξαν, η απόφαση για συνέχιση της κράτησής τους από αυτή τη φάση και μετά, σημαίνει ότι η κράτησή τους μετατρέπεται σε ένα είδος τιμωρίας. Δεν υπάρχει υποψία διαφυγής ή παραποίησης στοιχείων. Λαμβάνοντας υπόψη την εγγύηση που έδωσε το ελληνικό κράτος, αιτούμαστε την αποφυλάκιση των πελατών».
Αντίστοιχα η συνήγορος Σελίν Οζέλ υποστήριξε ότι το μέτρο της κράτησής τους δεν συνάδει με το δίκαιο.
«Δεν υπάρχει υποψία διαφυγής ή παραποίησης στοιχείων. Aν ληφθεί υπόψη η χαμηλότερη ποινή που προβλέπεται για το αδίκημά τους, η διάρκειά της κράτησής τους έχει υπερβεί αυτό το όριο της ποινής που προβλέπεται.
Δεν μπορεί να προβάλλεται ακόμη ως λόγος για τη συνέχιση της κράτησής τους η εξέταση του ψηφιακού υλικού. Οι πελάτες δεν ευθύνονται για αυτό. Το έγκλημα για το οποίο κατηγορούνται δεν έχει διαπραχθεί. Είναι αδιανόητος ο λόγος της κατασκοπείας ώστε να συνεχίζεται η κράτησή τους. Οι πελάτες και οι οικογένειές τους έχουν πέσει θύματα. Προκειμένου να λήξει η θυματοποίησή τους ζητείται η άμεση αποφυλάκισή τους».
Μετά την απόφαση οι Έλληνες στρατιωτικοί κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας οδηγήθηκαν και πάλι στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Αδριανούπολης.