Ο πυροσβέστης Νίκος Ρουκούδης σε συνέντευξή του διηγείται όλα όσα έζησα τη μοιραία μέρα στο Μάτι καθώς και τα συναισθήματά του εκ των υστέρων.
Μετά τη μάχη με τη φωτιά στο Μάτι, ο πυροσβέστης είχε γράψει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι θα αγκαλιάζει τους δικούς του όπως ποτέ ξανά και στην συνέντευξη του στο περιοδικό Down Town περιγράφει τα συναισθήματα που ένιωσε όταν επέστρεψε στο σπίτι του και αντίκρισε την κόρη του.
Συγκεκριμένα αναφέρει:
«Ήταν Δευτέρα απόγευμα και ήμουν σε επιφυλακή. Την ώρα που χτύπησε το τηλέφωνο και με ειδοποίησαν να φύγω για το Μάτι, γιόρταζα τα γενέθλιά μου. Φτάνοντας εκεί, αντίκρισα εικόνες αποκάλυψης. Δεν υπάρχουν λόγια να τις περιγράψουν. Καιγόντουσαν σπίτια, υπήρχαν νεκροί, αγνοούμενοι και εγκλωβισμένοι. Μια τραγωδία. Δεν θα μου έκανε εντύπωση, αν λόγω των υψηλών θερμοκρασιών, έλιωσαν ακόμη και οι πυροσβεστικές στολές των συναδέλφων που ρίχνονταν στη μάχη με τις φλόγες. Η μία τραγική εικόνα διαδεχόταν την άλλη. Δεν μπορούσες να λιγοψυχήσεις. Εκείνες τις ώρες υπήρχαν άνθρωποι που βασίζονταν πάνω μας. Είχαν την ανάγκη μας. Δεν μπορούσαμε λοιπόν, να τα παρατήσουμε και να φύγουμε.
Εκ των υστέρων, μας είπαν “ήρωες”. Προσωπικά, δεν το ένιωσα αυτό. Έκανα το καθήκον μου και ότι όριζε ως σωστό, η συνείδησή μου. Χωρίς φανφάρες. Μου έφτανε ένα «μπράβο». Ρωτούσαμε, δυο μέρες μετά, τον κόσμο αν είναι καλά. Και μας απαντούσαν: “πώς να είμαστε καλά; Χάσαμε γείτονες, συγγενείς. Καταστράφηκαν οι περιουσίες μας”. Υπήρχε φρίκη στα πρόσωπά τους.
Απορούσαν όλοι για τη δύναμη της φωτιάς. Μα, ο άνεμος είναι λάδι για τη φωτιά, την τροφοδοτεί συνέχεια με οξυγόνο και την δυναμώνει. Εκείνη τη μαύρη μέρα υπήρχαν οχτώ με εννιά μποφόρ. Δεν μπορούσες να σταθείς όρθιος από την ένταση του αέρα. Επίσης το Μάτι ήταν γεμάτο πεύκα, τα οποία είναι πολύ εύφλεκτα δέντρα.
Όταν πια, επέστρεψα στο σπίτι η γυναίκα μου με περίμενε με αγωνία στην πόρτα. Το μόνο που ήθελα ήταν να μπω μέσα στο δωμάτιο της δυόμισι χρονών κόρης μου και να βεβαιωθώ ότι είναι καλά. Αυτή τη στιγμή περίμενα όσες μέρες ήμουν μακριά της. Ύστερα αγκαλιάστηκα με τη γυναίκα μου, έκανα ένα μπάνιο και προσπάθησα να κοιμηθώ. Δεν μπορούσα όμως, λόγω της έντασης. Την επόμενη μέρα έδειχνε στις ειδήσεις πλάνα από τις φωτιές, η κόρη μου φώναζε “άλλο, άλλο”. Ήθελε να αλλάξουμε κανάλι. Κάποια στιγμή κοιτάχτηκα στον καθρέπτη. Είδα τον εαυτό μου, το πρόσωπό μου, τα μάτια μου. Το βλέμμα μου είχε αλλάξει εξαιτίας όλης αυτής της φρίκης που έζησα. Και τότε, δάκρυσα…».