Με τα φορτηγά της Αστυνομίας μεταφέρονται άρον άρον από τις διάφορες υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ οι ατζέντες που περιλαμβάνουν χάρτη που αναγράφει τη FYROM ως Μακεδονία ενώ ο ίδιος χάρτης αναφέρει το ψευδοκράτος της Κύπρου ως Βόρεια Κύπρο.
Την ίδια ώρα, πολλοί αστυνομικοί δηλώνουν πως δεν θα προμηθευτούν τις επίσημες ατζέντες της Ελληνικής Αστυνομίας έτους 2019 για το γεγονός αναγραφής των Σκοπίων ως κράτος με το όνομα «Μακεδονία».
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι “μιλάμε” για χιλιάδες έτοιμες ατζέντες – περισσότερες από 60.000, καθώς περίπου 55.000 είναι η δύναμη της Αστυνομίας – ενώ οι συνδικαλιστές αναρωτιούνται ποιοι θα πληρώσουν το κόστος της ζημιάς που ανέρχεται σε πολλές χιλιάδες ευρώ.
Μάλιστα, λένε ότι η αρμόδια Υπηρεσία του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας φέρει ευθύνες για το γεγονός αυτό και δημιουργούνται εύλογα ερωτηματικά για τη σκοπιμότητα αυτής της ενέργειας από επίσημο δημόσιο Οργανισμό της χώρας μας και ειδικά από το Σώμα Ασφαλείας της Αστυνομίας.
«Εάν η Ελληνική Αστυνομία αναγραφεί Μακεδονία το γειτονικό κράτος μας, την εντύπωση βγαίνει επίσημα προς το εξωτερικό για τη θέση της Ελλάδας;» επισημαίνουν. Σε δημόσια έγγραφα της ΕΛ.ΑΣ και ειδικά αυτά που προωθούνται σε πολίτες ελέγχονται.
Υπάρχει και τυπογραφείο της ΕΛ.ΑΣ όμως αναρωτιούνται γιατί δεν τυπώθηκαν εκεί. Μετά τον θόρυβο που προκλήθηκε, η ηγεσία της αστυνομίας διέταξε τη διεξαγωγή ένορκης διοικητικής εξέτασης (ΕΔΕ), τονίζοντας ωστόσο, ότι τα ημερολόγια εκτυπώθηκαν από «ιδιωτική εταιρεία» ενώ τρέχουν να τα μαζέψουν άρον άρον.
Την απόφαση να ανακληθούν όλα τα ημερολόγια που περιέχουν χάρτη με τα Σκόπια ως «Μακεδονία» και αναφέρουν τα κατεχόμενα ως «Βόρεια Κύπρο» ανακοίνωσε η Ελληνική Αστυνομία.
Ο αντιπρόεδρος Δ.Σ της ΠΟΑΣΥ Θεόφιλος Παπαδάκης μιλώντας στο protothema.gr τονίζει πως: “Ειδικά εμάς τους αστυνομικούς που καταγόμαστε και υπηρετούμε στη Βόρεια Ελλάδα μας ενόχλησε.
Είναι ένα ιδιαίτερα λεπτό θέμα που δεν έπρεπε να προκύψει στην Αστυνομία που πρεσβεύει τη νομιμότητα, λειτουργεί για την ασφάλεια των Ελλήνων και υπηρετεί το σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα αναφορικά με το κόστος επανέκδοσης των ημερολογίων ενώ πρέπει αυτή τη φορά στην ΕΔΕ η απόδοση ευθυνών να μην περιοριστεί στα χαμηλά κλιμάκια”.