Για αναγέννηση της Αλ Κάιντα έκανε λόγο ο Βρετανός υπουργός Ασφαλείας Μπεν Γουάλας σε χθεσινή συνέντευξή του στους Sunday Times, καθώς κορυφώνεται η αγωνία μετά το σοκ από την άγρια δολοφονία των δύο Σκανδιναβών τουριστριών στις βουνοκορφές του Άτλαντος στο Μαρόκο από ντόπιους τζιχαντιστές.
Κατέγραψαν, μάλιστα, το έγκλημά τους σε βίντεο: «Αυτό είναι για τη Συρία, αυτά είναι τα κεφάλια των θεών σας. Αυτό είναι αντίποινα για τα αδέλφια μας στο Χατζίν», φωνάζει ένας από τους δήμιους πριν προβεί στην αποτρόπαια πράξη του.
Θέλοντας να εκφράσουν την αντίθεσή τους στην τρομοκρατία, εκατοντάδες άνθρωποι σε πολλές πόλεις του Μαρόκου διαμαρτυρήθηκαν με πλακάτ, ενώ στην πρωτεύουσα Ραμπάτ, ο κόσμος συγκεντρώθηκε μπροστά από τις πρεσβείες της Δανίας και της Νορβηγίας για να τιμήσει τη μνήμη των άτυχων γυναικών.
Αυτή η τελευταία αποτρόπαια διπλή δολοφονία, όμως, έχει εξάψει την ανησυχία πολλών δυτικών μίντια, τα οποία επικεντρώνουν σε ένα επίφοβο σημείο: το Μαρόκο.
Το 2015 περισσότεροι από 1.500 Μαροκινοί εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για να ενταχθούν στις τάξεις του ISIS στο Ιράκ και στη Συρία. Κατόπιν κάποιοι από αυτούς επέστρεψαν στην πατρίδα τους, την οποία εγκαταλείπουν συντονισμένα με τη μέθοδο της μετανάστευσης προς την Ευρώπη. Μάλιστα ορισμένοι καθηγητές πανεπιστημίων επαυξάνουν, δηλώνοντας ωμά ότι «το Ραμπάτ εξάγει καμικάζι».
Και όλα αυτή τη στιγμή, που ο Βρετανός υπουργός Ασφαλείας Μπεν Γουάλας, με χθεσινή συνέντευξή του στους Sunday Times, προειδοποιεί για αναγέννηση της Αλ Κάιντα. Όπως λέει, η Αλ Κάιντα, που πραγματοποίησε τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ, εκτός από κτυπήματα καμικάζι σχεδιάζει, μεταξύ άλλων, να χρησιμοποιήσει ακόμη και drones παγιδευμένα με εκρηκτικά για να καταρρίψει επιβατικά αεροσκάφη, με στόχο να ξαναπάρει τα ηνία της παγκόσμιας ισλαμικής τρομοκρατίας.
Ο Βρετανός υπουργός Ασφάλειας είχε συναντηθεί με αξιωματούχους των μεγαλύτερων αεροδρομίων του Ηνωμένου Βασιλείου λίγες ημέρες πριν το χάος που προκάλεσε drone στο αεροδρόμιο Γκάτγουικ κι όπως είπε στη βρετανική εφημερίδα είναι υπαρκτός ο κίνδυνος «εσωτερικής τρομοκρατικής απειλής».
Παράλληλα, σαν κεραμίδα ήρθε η δήλωση-απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ για αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από την Συρία, με πρόσχημα την ήττα του Ισλαμικού Κράτους. Σ’ αυτούς που αντέδρασαν στην απόφαση για αποχώρηση των Αμερικανών ανήκει και ο πρώην υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις, ο οποίος δεν έκρυψε τον προβληματισμό του για το αν και κατά πόσο το Ισλαμικό Κράτος έχει ηττηθεί. Ειδικά όταν τα Ηνωμένα Έθνη ανέφεραν σε ειδική έκθεση τον περασμένο Αύγουστο ότι το Ισλαμικό Κράτος εξακολουθεί να έχει 20.000 έως 30.000 μαχητές στο Ιράκ και τη Συρία «εν υπνώσει».
Η ανησυχία που επικρατεί οφείλεται στο γεγονός πως όταν το Ισλαμικό Κράτος χάνει εδάφη και μαχητές στα πεδία των μαχών, επιστρέφει στην προσφιλή του τακτική: στην τρομοκρατία. Η Ευρώπη έχει αποδειχθεί η πιο ευάλωτη. Μετά την αιματηρή επίθεση στο Στρασβούργο, οι γερμανικές αρχές, μέσω πληροφοριών που έλαβαν από τις μυστικές υπηρεσίες του Μαρόκου για πιθανό χτύπημα σε αεροδρόμιο στην περιοχή των γαλλογερμανικών συνόρων, εντόπισαν από τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης τις ύποπτες κινήσεις τεσσάρων ατόμων.
Τελικά διαπιστώθηκε ότι ο ένας εξ αυτών βρίσκεται στον γερμανικό κατάλογο με τους επικίνδυνους ισλαμιστές ενώ οι άλλοι δύο, πατέρας και γιος, μαροκινής καταγωγής, φέρεται να διατηρούν σχέσεις με ισλαμιστικούς κύκλους της Γερμανίας. Το περιστατικό έθεσε σε συναγερμό τις αρχές ασφαλείας σε Γερμανία και Γαλλία, οι οποίες ενίσχυσαν τα μέτρα σε όλα τα αεροδρόμια ενώ αναζητούν τους υπόπτους.
Την ίδια ώρα, η υπηρεσία ηλεκτρονικού εγκλήματος στη Γαλλία, εντόπισε συνομιλίες στο διαδίκτυο από χρήστες με ισλαμικά ονόματα, που έκαναν λόγο για επιθέσεις σε αεροδρόμια τις ημέρες των Χριστουγέννων.
Και σαν κερασάκι στην τούρτα έρχεται να προστεθεί η προειδοποίηση αξιωματούχου της Ιντερπόλ ότι άτομα που έχουν καταδικαστεί για ήσσονος σημασίας αδικήματα, τα οποία όμως συνδέονται με την τρομοκρατία, θα αποφυλακιστούν τα επόμενα χρόνια. Κι αυτό γιατί σε πολλούς από τους καταδικασμένους για υποστήριξη τρομοκρατικών οργανώσεων ή για διασυνδέσεις με αυτές, επιβλήθηκαν μικρές ποινές φυλάκισης 2-5 ετών, ελλείψει επαρκών στοιχείων για να στηριχθεί κατηγορία συμμετοχής τους σε τρομοκρατικές επιθέσεις.