Ο Χοακίν «Ελ Τσάπο» Γκουσμάν βασάνισε και στη συνέχεια πυροβόλησε εν ψυχρώ τουλάχιστον τρία μέλη αντίπαλων καρτέλ, συμπεριλαμβανομένου ενός άνδρα που έθαψε ζωντανό, κατέθεσε εχθές στο δικαστήριο του Μπρούκλιν ο πρώην σωματοφύλακας και πιλότος του «βαρόνου» ναρκωτικών.
Ο Ισάιας Βαλντέζ Ρίος περιέγραψε στους ενόρκους της πολύκροτης δίκης πώς ο «Ελ Τσάπο» πυροβόλησε ένα μέλος του καρτέλ Αρελλάνο-Φέλιξ το 2006, αφού του παραδόθηκε σε άθλια κατάσταση από τους απαγωγείς του.
Ο άνδρας είχε υποστεί πολύωρο βασανισμό από τα πρωτοπαλίκαρα του Γκουσμάν, με αποτέλεσμα το σώμα του «να είναι καλυμμένο με εγκαύματα και τα ρούχα του να έχουν γίνει ένα με το δέρμα του», είπε χαρακτηριστικά ο Βαλντέζ.
«Είπαμε στον κ. Χοακίν ότι αυτό το άτομο μύριζε άσχημα επειδή είχε αρχίσει να αποσυντίθεται, υπό μία έννοια» ανέφερε ο μάρτυρας. Όπως πρόσθεσε, ο «Ελ Τσάπο» διέταξε τον σωματοφύλακά του και μερικούς άλλους να σκάψουν έναν λάκκο σε κοντινό νεκροταφείο και να οδηγήσουν εκεί τον απαχθέντα. Εκεί, αφου ανέκρινε σύντομα τον πανικόβλητο άνδρα, τελικά τον πυροβόλησε αποκαλώντας τον «κ@θικι».
Το τραύμα του ωστόσο δεν ήταν θανάσιμο και ο άνδρας ανέπνεε ακόμη όταν τον έριξαν στον τάφο του και άρχισαν να ρίχνουν πάνω του φτυαριές με χώμα.
Το ίδιο διάστημα, αποκάλυψε ο Βαλντέζ, ο «Ελ Τσάπο» απήγαγε και σκότωσε δύο ακόμη άνδρες επειδή εργάζονταν για το αντίπαλο καρτέλ Ζέτας, παρά το γεγονός ότι κατάγοντας από την πόλη του Γκουσμάν, τη Σιναλόα.
Ο Γκουσμάν έβαλε τους άνδρες του να βασανίσουν τους αιχμαλώτους του και στη συνέχεια πήρε ένα μεγάλο μαδέρι και άρχισε να τους δέρνει ο ίδιος. Ο ξυλοδαρμός κράτησε περίπου τρεις ώρες, προτού οι δύο απαχθέντες αφήσουν την τελευταία τους πνοή. «Μετά από κάποιο σημείο οι δύο τους έμοιαζαν με πάνινες κούκλες. Τα κόκαλά τους είχαν θρυμματιστεί. Δεν μπορούσαν να κουνηθούν καθόλου», κατέθεσε ο μάρτυρας.
Μετά τον κτηνώδη βασανισμό, ο «βαρόνος» της κοκαϊνης πυροβόλησε τα θύματά του και έβαλε τους άνδρες του να τα θάψουν.
Ο πρώην σωματοφύλακας του «Ελ Τσάπο» κατέθεσε πως παραλίγο να είχε την ίδια τύχη με τους εχθρούς του αφεντικού του, όταν εκείνος πίστεψε ότι τον είχε προδώσει. Ο Γκουσμάν είχε δώσει στον Βαλντέζ 250.000 δολάρια για να αγοράσει μερικούς αεροδιαδρόμους στην Ονδούρα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για το λαθρεμπόριο ναρκωτικών.
Όταν όμως τα χρήματα θεωρήθηκαν λίγα και η συμφωνία ακυρώθηκε, κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο Βαλντέζ είχε σπαταλήσει μέρος των χρημάτων σε αυτοκίνητα, ρόλεξ και γυναίκες.
Το αποτέλεσμα ήταν να απαχθεί από άνδρες του Γκουσμάν και να βρεθεί στο χείλος του θανάτου. Τελικά, η πειθώς του τον βοήθησε να κερδίσει χρόνο με τον επίδοξο εκτελεστή του, ώσπου να καταφέρει να παρουσιάσει αποδείξεις ότι δεν άγγιξε τα χρήματα.