Κατάπτυστο άρθρο της γερμανικής εφημερίδας FAZ δημοσιεύεται σήμερα για τη συμφωνία των Πρεσπών. Στο άρθρο αυτό που εξυμνεί τον Αλέξη Τσίπρα και το Νίκο Κοτζιά για την επίλυση της διαμάχης με τους Σκοπιανούς, γίνεται αναφορά στην εκδίωξη των “Μακεδόνων” της Βορείου Ελλάδας για πολιτικούς λόγους.
Οι Γερμανοί υιοθετούν την γραμμή του σκοπιανού “Ουράνιου Τόξου” και προσπαθούν να ξαναγράψουν την ιστορία. Η γερμανική εφημερίδα δεν κάνει καμία κριτική την στον ρόλο των σλαβόφωνων κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, στη Βουλγαρική κατοχή επί της (πραγματικής) Μακεδονίας και την ταύτισή των “αποκαλούμενων Μακεδόνων” με τους ΝΑΖΙ.
Προφανώς λόγω των κολακειών που εμπεριέχει το άρθρο για τον Πρωθυπουργό, η Ελληνική κυβέρνηση δεν έχει μέχρι τώρα απαντήσει στις προκλητικές αναφορές σχετικά με τους “κατατρεγμένους Μακεδόνες” της Βορείου Ελλάδας οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τους “κακούς Έλληνες”…
Δυστυχώς, η Ελληνική κυβέρνηση, αυτές τις ώρες σπέρνει ανέμους…
Μακάρι η Χώρα να μην θερίσει -πολύ σύντομα- θύελλες…
Γράφει η FAZ:
“Πριν από ένα χρόνο ακόμα, σχεδόν κανείς δεν πίστευε ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θα κατάφερνε όντως να επιλύσει μία από τις παλαιότερες διαμάχες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης: την υποδαυλιζόμενη από την Ελλάδα ονοματολογική διένεξη με τη Μακεδονία, η οποία από τώρα και στο εξής θα ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία. Η διαμάχη κατέστη γενικώς ορατή το 1991, όταν, κατά τη διάρκεια της κατάρρευσης της Γιουγκοσλαβίας, και η νοτιότερη δημοκρατία αυτής κήρυξε την ανεξαρτησία της.
Ωστόσο, η διαμάχη αυτή ήταν ‘τοξική’ τουλάχιστον από την εποχή του ελληνικού, εμφυλίου πολέμου από το 1944 έως το 1949. Τότε, στα βόρεια της Ελλάδας διαβιούσαν ακόμη πολλοί σλάβοι Μακεδόνες – ή σλαβόφωνοι Έλληνες, ανάλογα με την οπτική γωνία που το βλέπει κανείς.
Οι περισσότεροι πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων κομμουνιστών. Αρχικά, υποστηρίχθηκαν με όπλα και πολεμοφόδια από τη Σοβιετική Ένωση και τη Γιουγκοσλαβία, αργότερα μόνον από το Βελιγράδι.
Ακριβώς όπως η Βουλγαρία, η Σερβία επιχειρούσε από την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων κατά τα έτη 1912/13 να αποκτήσει τον έλεγχο επί του νοτίου τμήματος της ιστορικής περιοχής της Μακεδονίας με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Στο πλαίσιο μίας βραχύβιας συμφωνίας με τη Γερμανία του Hitler, οι επιτελείς του στρατού στο Βελιγράδι το 1941 επιβεβαίωσαν μάλιστα εγγράφως ότι μεταπολεμικά η πόλη της Θεσσαλονίκης και το επίνειό της θα περιέλθουν στη Γιουγκοσλαβία.
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι, αλλά κατά τον ελληνικό εμφύλιο η Γιουγκοσλαβία επεχείρησε για τρίτη φορά, στηριζόμενη σε σλάβους κατοίκους της βόρειας Ελλάδας, να επιβάλει την κυριαρχία της στην περιοχή και το σημαντικό της λιμάνι. Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε ήταν ότι αποτελούσε προσπάθεια απελευθέρωσης των Μακεδόνων από τον ‘ελληνικό ζυγό’.
Στο αποκορύφωμα του εμφυλίου πολέμου, πολλοί ήταν εκείνοι οι Έλληνες πολίτες από τους 25.000 μαχητές και πλέον στις γραμμές των κομμουνιστών, που δεν είχαν ως μητρική γλώσσα τα ελληνικά. Ωστόσο, οι κομμουνιστές ηττήθηκαν.
Οι σλάβοι Μακεδόνες της Ελλάδας, οι οποίοι είχαν αγωνιστεί σχηματίζοντας δικές τους ενότητες, το ‘σλαβο – μακεδονικό, λαϊκό, απελευθερωτικό μέτωπο’, βγήκαν διπλά χαμένοι. Στην καταγραφή της Ιστορίας από τους νικητές, οι λέξεις ‘Κομμουνιστής’ και ‘Σλάβος’ χρησιμοποιούνταν στο εξής συχνά ως συνώνυμες. Ο εμφύλιος πόλεμος επανερμηνεύθηκε ως ‘σλαβοκομμουνιστικός συμμοριτοπόλεμος’ εναντίον της Ελλάδας.
Αυτό ήταν πολύ πρακτικό για την επίτευξη συμφιλίωσης εντός της πλειονότητας που αποτέλεσε την ελληνική κοινωνία, διότι έτσι μπορούσε κάθε κακό του πρόσφατου πολέμου να το ξεφορτωθεί και ταυτόχρονα να το καταλογίσει σε μία εθνοτική και γλωσσική μειονότητα.
Δεκάδες χιλιάδες ‘Σλαβόφωνοι’ έφυγαν κυνηγημένοι από την Ελλάδα, οι υπόλοιποι υπέστησαν ταλαιπωρίες και εξαναγκάστηκαν να εξελληνιστούν με ‘μέτρα για την εκρίζωση της διγλωσσίας’.
Ακόμη και σήμερα μπορεί κανείς συχνά να συναντήσει παιδιά και εγγόνια εκτοπισμένων από την πατρίδα τους, των οποίων τα προγονικά χωριά στην Ελλάδα είναι γνωστά μόνον μέσω διηγήσεων.
Η Ευρώπη δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα από αυτό το σκοτεινό (ιστορικό) κεφάλαιο.
Κανένα μνημείο, κανένα ενθύμημα στην Ελλάδα δεν παραπέμπει σε αυτό το άδικο, που υπέστη ένα τμήμα του ελληνικού πληθυσμού μετά το 1949.
Έως σήμερα όμως, εθνικιστές έλληνες πολιτικοί προτιμούν να τεκμηριώνουν την ‘ονοματολογική διένεξη’ με τον Μέγα Αλέξανδρο.
Το τι έπραξαν οι πατεράδες και οι παππούδες τους στη βόρεια Ελλάδα αποσιωπάται.
Η επίκληση της αρχαιότητας, η οποία χαρακτήρισε επί δεκαετίες την επιχειρηματολογία της Αθήνας στο θέμα της ‘ονοματολογικής διένεξης’, έχει στόχο να αποσπάσει την προσοχή από τις ουδέποτε επεξεργασθείσες απαρχές της ‘ονοματολογικής διένεξης’ στη σύγχρονη ιστορία και τις ρίζες της στον ελληνικό εμφύλιο. Κι αυτό πέτυχε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Μόνον ο Τσίπρας και ο πρώην ΥΠΕΞ του, Νίκος Κοτζιάς, βρήκαν το θάρρος να υπερβούν με πραγματισμό αυτήν επιλεκτική ερμηνεία της Ιστορίας. Αντιπαρατάχθηκαν σε μία ισχυρή φάλαγγα εθνικιστών πολιτικών, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων, κληρικών και άλλων αντιπάλων, που είχαν εντοιχίσει την Ελλάδα σε μία κατανόηση της Ιστορίας, από την οποία, φαινομενικά, δεν υπήρχε καμία οδός διαφυγής.
Κι όμως, με τη στήριξη του Τσίπρα, ο Κοτζιάς ακολούθησε το σύνθημά του, ότι η Ιστορία πρέπει να είναι σχολείο, και όχι φυλακή. Εκπόνησε ένα σχέδιο καλά σταθμισμένου οδικού χάρτη για μία λύση, ο οποίος δεν ήταν απαλλαγμένος κινδύνων. Tο σχέδιο ευοδώθηκε, επειδή η Αθήνα βρήκε στο πρόσωπο του επικεφαλής της κυβέρνησης της Μακεδονίας (από τώρα και στο εξής: Βόρειας Μακεδονίας), Zoran Zaev, και στον ΥΠΕΞ του, Nikola Dimitrov, εποικοδομητικούς εταίρους για μία από κοινού απόπειρα ‘απόδρασης’ από τη φυλακή της Ιστορίας.
Και ναι μεν και στο μέλλον θα εξακολουθήσουν να ακούγονται καμιά φορά τα περί ‘ονοματολογικής διένεξης’, όμως οι δημόσιες συζητήσεις θα διεξάγονται στο εξής στο πλαίσιο που ανήκουν: σε σεμινάρια ιστορίας και σε εθνικιστικά συλλαλητήρια.
Δεν θα υποφέρουν πλέον ολόκληροι λαοί εξαιτίας του γεγονότος ότι εθνικιστές θερμοκέφαλοι αρέσκονται σε μία θολή αντίληψη της Ιστορίας που λησμονά το παρόν. Η Βόρεια Μακεδονία θα εισέλθει σύντομα στο ΝΑΤΟ και θα μπορέσει επίσης να διευθετήσει και την προσέγγισή της προς την ΕΕ, κάτι που δεν είναι απαραίτητο να σημαίνει την πλήρη ένταξή της.
Αυτή η επιτυχής κατάληξη οφείλεται ουσιαστικά στον Αλέξη Τσίπρα. Περισσότερα από τα δύο τρίτα των Ελλήνων απορρίπτουν μία ‘απόδραση’ από τη φυλακή της Ιστορίας, αλλά παρά ταύτα, ο Πρωθυπουργός παρέμεινε ακλόνητος στο σημαντικότερο σχέδιο εξωτερικής πολιτικής και το επέβαλε παρά τις πάμπολλες αντιδράσεις. Αυτό το θάρρος δεν το είχαν οι προκάτοχοί του”.