Ανατριχιαστικές λεπτομέρειες έχουν δει το φως της δημοσιότητας στην υπόθεση της δολοφονίας του 64χρονου Ιωάννη Βλαντίκα στο Χαλάνδρι. Σοκάρουν οι περιγραφές της 57χρονης Γερμανίδας.
Σοκάρουν οι αποκαλύψεις για την 57χρονη Γερμανίδα που φέρεται να δολοφόνησε τον 64χρονο σύντροφο της Ιωάννη Βλαντίκα μέσα στο σπίτι τους στο Χαλάνδρι και στην συνέχεια, επί 15 ημέρες, φρόντιζε το πτώμα σαν ήταν ζωντανός άνθρωπος, μετατρέποντας την γνωστή ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ «Ψυχώ» σε πραγματικότητα.
Η 57χρονη που συνελήφθη για το έγκλημα στο Χαλάνδρι ήταν αποκαλυπτική στην ομολογία της ενώπιον των αστυνομικών του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, καθώς ξεκίνησε από την στιγμή που γνωρίστηκαν με τον άτυχο 64χρονο, στην εταιρεία που εργάζονταν και οι δυο.
Αρχικά, όπως λέει η ίδια η 57χρονη, το θύμα άρχισε να την φλερτάρει έντονα, αλλά επειδή ήξερε ότι ήταν παντρεμένος δεν ήθελε κάτι παραπάνω: «…γιατί εμένα δεν μου αρέσουν αυτά τα πράγματα», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στην ομολογία της, η 57χρονη είπε πως δεν άκουγε καλά πράγματα για τον Γιάννη. «Από άλλους ανθρώπους όμως είχα ακούσει άσχημα πράγματα για τον Γιάννη, ότι δηλαδή γύριζε με άλλες γυναίκες και χαλούσε αλλού λεφτά. Αυτά μου τα έλεγαν άνθρωποι που ήξερα από την πρώτη εταιρεία που σας είπα ότι είχα γνωρίσει τον Γιάννη.Μου έλεγαν ότι ο Γιάννης την πέφτει σε όλες τις γυναίκες αλλά εγώ το έπαιρνα για αστείο».
«(…) Επειδή ο Γιάννης ήταν βαρύς και μεγάλος, δεν μπορούσα να τον κουνήσω για να καθαρίσω κάτι υγρά που είχε πίσω από το κεφάλι του. Έτσι του έβαλα μια σακούλα για να πηγαίνουν τα υγρά. Όμως, μετά από λίγες μέρες άρχισε να μυρίζει πολύ (…) για να καθαρίσω, σήκωσα από τη μια πλευρά το στρώμα του κρεβατιού και ο Γιάννης έπεσε στο πάτωμα. Όπως έπεσε τυλίχθηκε με τα σεντόνια που ήταν σκεπασμένος»
Αναφερόμενη στην σχέση της με τον Ιωάννη Βλαντίκα είπε χαρακτηριστικά: «Ο Γιάννης ήταν άρρωστος με το χρήμα. Πολλές φορές, μου το έφερνε πλάγια-πλάγια, να του δώσω κάποια χρήματα από τα δικά μου, ένα πιο μεγάλο ποσό για να κάνει τις δουλειές του, αλλά εγώ δεν του έδινα. Όταν φτάσαμε στα Χριστούγεννα του 2018, κανονίσαμε με τον Γιάννη να πάμε να περάσουμε τις γιορτές στην Γερμανία. Ο Γιάννης εκείνη την περίοδο μου ζήτησε 4.000 ευρώ να του δώσω, αλλά δεν του έδωσα. Ήθελε, όπως μου είπε, να πληρώσει κάτι λογαριασμούς που είχε στη Γερμανία και να μπορέσει να νοικιάσει αμάξι όταν θα πηγαίναμε στη Γερμανία».
Όσον αφορά στην μέρα θανάτου, η 57χρονη ανέφερε ότι: «Εγώ έβαλα 5 ή 6 χάπια σε ένα ποτήρι που είχα βάλει μέσα μπλε πορτοκαλάδα FANTA χωρίς ανθρακικό και τα διέλυσα στην πορτοκαλάδα με ένα κουτάλι. Μετά του πήγα το ποτήρι αυτό με την πορτοκαλάδα και ο Γιάννης την ήπιε. Αυτά τα χάπια ήταν άσπρα και ήταν πεταμένα μέσα στο συρτάρι στο σαλόνι. Αυτά τα χάπια, από ό,τι μου είχε πει ο Γιάννης, ήταν χάπια που έπαιρνε για να ηρεμήσει. Εγώ κοιμήθηκα λίγες ώρες στο σαλόνι και λίγες στο κρεβάτι μαζί με τον Γιάννη. Όταν ξύπνησα στις 19 Δεκεμβρίου το πρωί, επειδή είχα ανησυχήσει πολύ πια από την κατάσταση του Γιάννη, πήγα τον ψηλάφισα και κατάλαβα ότι ήταν κανονικά νεκρός. Δεν είχε παλμούς, δεν ακουγόταν η καρδιά του και φαινόταν στο πρόσωπο του ότι ήταν νεκρός. Εμένα με έπιασε πανικός, δεν ήξερα τι να κάνω. Άρχισα να του μιλάω και δεν ήξερα τι να κάνω. Είχα καταλάβει ότι πέθανε αλλά δεν το πίστευα και μου άρεσε να είμαι δίπλα του. Το χρειαζόμουν. Από τότε, τις επόμενες 10 μέρες ξάπλωνα και κοιμόμουν δίπλα του, γιατί ένιωθα ότι ήταν ακόμα κοντά μου. Αυτές τις 10 μέρες που σας λέω, ζούσα σαν να ήταν μαζί μου, πήγαινα σούπερ μάρκετ,του μιλούσα, μαγείρευα και για τους δυο μας. Εμένα με ανησυχούσε μην έρθει και τον ψάξει κανένας».
Επίσης η 57χρονη αναφέρθηκε και στις προσπάθειές της να ξεφορτωθεί τελικά το πτώμα όταν πια άρχισε η δυσοσμία να είναι αφόρητη: «Η κατάσταση αυτή έφτασε μέχρι 17 Ιανουαρίου και ήταν ανυπόφορη. Δεν μπορούσα να καθαρίσω, μύριζε πάρα πολύ και ήθελα να τον ξεφορτωθώ από το σπίτι… Έπρεπε να τον βγάλω από το σπίτι. Επειδή δεν ήθελα να τον πιάσω από κάποιο σημείο του σώματος του μετά από τόσο καιρό που είχε περάσει, πήρα μια ταινία που κολλάει και τον τύλιξα γύρω γύρω. Πήρα ακόμη κάτι σκοινιά από το μηχανάκι του, που το είχε παρκαρισμένο απέξω, και τον τύλιξα και με αυτά. Αυτά τα έκανα για να έχω από κάπου να πιάνω για να μπορέσω να τον μετακινήσω. Βέβαια δεν τον μετακίνησα γιατί δεν μπορούσα να τον κουνήσω».