Ο πρόεδρος του Κόμματος Ενωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – ΚΕΑΔ, Βαγγέλης Ντούλες, σε συνέντευξη Τύπου το μεσημέρι της Παρασκευής στην αλβανική πρωτεύουσα, εξέφρασε έντονη διαμαρτυρία για τις ανακρίσεις-ϕάρσα κατά δεκάδων μελών της εθνικής ελληνικής μειονότητας για τρομοκρατία.
Η καταγγελία Ντούλε έχει ως εξής:
«Τις τελευταίες μέρες η Εισαγγελία Βαρέων Εγκλημάτων καλεί δεκάδες πολίτες, μέλη της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας υπό την ιδιότητα των ατόμων έναντι των οποίων διεξάγονται ανακρίσεις για το ποινικό αδίκημα που προβλέπεται από το άρθρο 50
(τρομοκρατικές ενέργειες κατά των εκπροσώπων του κράτους και του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας είτε κατά άλλων ατόμων εξαιτίας της κρατικής ή κοινωνικής δράσης τους και του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα, Νόμος αρ. 5591 ημερομηνίας 15.06.1977, τροποποιημένου δια του Νόμου αρ. 6300 ημερομηνίας 27.03.1981, σε σχέση με την ποινική δίωξη αρ. 26 του έτους 2019»).
Το περιεχόμενο, η μορφή, καθώς και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται ξυπνούν στη μνήμη όλων μας τον επαίσχυντο Φάκελο «LOTUS», εμπνεύσεως Γκαζιντέντε του 1994, το ανακριτικό πογκρόμ των εκατοντάδων μελών της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας και τη Δίκη –ϕάρσα κατά των πέντε ηγετών της ΟΜΟΝΟΙΑΣ.
Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι το παραισθησιογόνο δημιούργημα «LOTUS» κατέρρευσε στο Κοινοβούλιο, στο Δικαστήριο, στην εγχώρια και διεθνή κοινή γνώμη, δεν μπορεί να αγνοήσουμε τα τραύματα που άϕησε πίσω στις γραμμές των μελών της ΕΕΜ, στην εικόνα της χώρας στο διεθνή στίβο και, ϕυσικά, στις σχέσεις με τους δυτικούς συμμάχους.
Δεν πρέπει να λησμονήσουμε ότι χρειάστηκε και η διαμεσολάβηση του Λευκού Οίκου μέσω ειδικού απεσταλμένου για τη διαλεύκανση της αλήθειας και την ομαλοποίηση της κατάστασης.
Η ανακύκλωση αυτής της υπόθεσης υπηρετώντας ανάγκες καθημερινής πολιτικής κατανάλωσης περιέχει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι υπάρχουν άτομα και ομάδες, στο χώρο της πολιτικής και, δυστυχώς, και στη δικαιοσύνη που στοχεύουν να διατηρήσουν ζωντανά στερεότυπα και προκαταλήψεις – υπολείμματα του ολοκληρωτικού καθεστώτος έναντι των μελών της ΕΕΜ, να δημιουργήσουν κλίμα διώξεων κι ανασϕάλειας στις γραμμές της, να καλλιεργούν τεχνητά πνοή εθνικής αντιπαλότητας, πλήττοντας την αρμονική συμβίωση.
Η έκκλησή μας κινείται σε αντίθετη ροπή:
την επανεξέταση των πολιτικών εγγύησης και σεβασμού των δικαιωμάτων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, την συμπλήρωση από πλευράς της κυβέρνησης του εϕαρμοστικού νομικού καθεστώτος για το οποίο έχει υποσχεθεί στην Ευρωπαϊκής Ένωση και στο Συμβούλιο της Ευρώπης, αλλά που, χωρίς κανένα λόγο, κωλυσιεργεί εδώ και άνω τους ενός χρόνου, την αύξηση των συστηματικών προσπαθειών για τη δημιουργία κοινής γνώμης ευρωπαϊκής πνοής σε σχέση με το σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.
Ειδικά, απευθυνόμαστε στη Δικαιοσύνη, η οποία δεν πρέπει να γίνεται μέρος των πολιτικών παιγνιδιών και να είναι θεσμικά πιο προσεχτική έναντι της γλώσσας και των πράξεων εθνικού παροξυσμού που εκδηλώνονται από μεμονωμένα άτομα έως και πολιτικές δυνάμεις και ΜΜΕ, έναντι των οποίων μέχρι σήμερα έχει επιδείξει απαράδεκτη ανοχή».