Το T-55A ήταν ένα σοβιετικό άρμα μάχης της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου. Η παραγωγή του ξεκίνησε λίγο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και σταμάτησε το 1981. Το 1944 η ΕΣΣΔ αποφάσισε ότι ήταν καιρός να βελτιώσει το πιο φημισμένο άρμα της, το εξαιρετικό Τ-34.
Δημιουργήθηκε, έτσι, το T-44 και στη συνέχεια, μεταξύ του 1945 και του 1949, ακολούθησαν δύο πιο εξελιγμένες εκδόσεις, το T-54 και έπειτα το T-55. Οι σημαντικότερες καινοτομίες σε σχέση με το T-34 αφορούσαν τη χρήση της ανάρτησης με αντιστρεπτικές ράβδους και την τοποθέτηση ενός νέου κινητήρα σε εγκάρσια θέση. Κατά τα άλλα, το T-55 διατήρησε την παραδοσιακή διαρρύθμιση των σοβιετικών αρμάτων με τον κινητήρα στο πίσω μέρος και τον πυργίσκο στο κέντρο του σκάφους. Ο κινητήρας ήταν ένας 12κύλινδρος V των 580 ίππων.
Ο πυργίσκος ήταν χυτευτός και φιλοξενούσε τον αρχηγό στο κέντρο, τον σκοπευτή στα αριστερά και τον πυροβολητή στα δεξιά, σε έναν αρκετά περιορισμένο χώρο, χαρακτηριστικό όλων των σοβιετικών αρμάτων.
Ο βασικός οπλισμός περιλάμβανε ένα πυροβόλο D-10T2S των 100 χλστ. με αντιαρματικά διατρητικά βλήματα κινητικής ενέργειας και κοίλης γόμωσης, που μπορούσαν να διαπεράσουν θωράκιση ομοιογενούς χάλυβα πάχους έως 380 χλστ.
Η ταχυβολία έφτανε τα τέσσερα βλήματα το λεπτό. Ως δευτερεύοντα οπλισμό, το T-55 διέθετε ένα συζυγές πολυβόλο των 7,62 χλστ. Οι ερπύστριες ήταν εξ ολοκλήρου μεταλλικές, χωρίς ελαστικά πέλματα.
Το T-55 χρησιμοποιήθηκε σε πολλές χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας αλλά και αδέσμευτων, και αναβαθμίστηκε στην Αίγυπτο, τη Φινλανδία, την Ινδία, το Ιράκ και το Ισραήλ. Στη Ρωσία κυκλοφόρησαν μοντέλα με νέο κινητήρα, πρόσθετη θωράκιση και καλύτερο σύστημα ελέγχου πυρός, το οποίο επέτρεπε την εκτόξευση αντιαρματικών πυραύλων Bastion μέσα από το πυροβόλο.