Χωρίς AMRAAM που πας; Αυτό είναι το «μήνυμα» που στέλνουν τουρκικοί και τουρκόφιλοι λογαριασμοί στο διαδίκτυο.
Οι Τούρκοι αναφέρουν πως η αιγυπτιακή Αεροπορία παρά το γεγονός ότι διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους στόλους μαχητικών F-16 στον κόσμο (έχει προμηθευτεί συνολικά 220 μαχητικά με αρκετά από αυτά από τουρκική γραμμή παραγωγής!), εντούτοις δεν διαθέτει ούτε ένα βλήμα BVR AIM-120 AMRAAM κάτι που όπως αναφέρουν, περιορίζει κατά πολύ τις δυνατότητές τους ή σχεδόν τις μηδενίζει σε αγώνα αεροπορικής υπεροχής πέραν του ορίζοντα.
Η μη προμήθεια των συγκεκριμένων βλημάτων από την EAF οφείλεται στο Ισραήλ, το οποίο είχε θέσει ως όρο στις ΗΠΑ για την πώληση των F-16 την μη αποδέσμευση των βλημάτων .
Έτσι τα αιγυπτιακά F-16 χρησιμοποιούν τους παλαιούς AIM-7P Sparrow, με αμφισβητήσιμο ποσοστό επιτυχίας εξαιτίας της ημιενεργού καθοδήγησης και αυτό κάτω των 70 χλμ.
Όπως αναφέρει η εφημερίδα A-Sharq Al Awsat ακόμη και το γειτονικό Σουδάν διαθέτει βλήματα R-77 με 110 χλμ. εμβέλεια και R-27ET ή ER με 120χλμ. ή 130 χλμ. αντίστοιχα.
https://twitter.com/EgyptDefReview/status/974905031613931520
https://twitter.com/EmirLouise/status/1275224443229548544
Όλα αυτά την ώρα που συγκλίνουσες πληροφορίες θέλουν την Τουρκία και τον GNA να ετοιμάζονται να ρισκάρουν ακόμη και το ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης με την Αίγυπτο του Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι και τις δυνάμεις του υποστηριζόμενου από το Κάιρο Λιβυκού Εθνικού Στρατού (LNA).
Ο Αιγύπτιος πρόεδρος έχει από την πλευρά του στείλει το μήνυμα ότι η Σύρτη (η οποία σήμερα ελέγχεται από δυνάμεις του Λιβυκού Εθνικού Στρατού υπό τον Χαλίφα Χάφταρ) αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για το Κάιρο, όπως άλλωστε και η επίσης ελεγχόμενη από τον LNA αεροπορική βάση της αλ Τζούφρα περίπου 300 χιλιόμετρα νοτίως της Σύρτης.
Ο ίδιος έχει μάλιστα απειλήσει ανοιχτά από τις 20 Ιουνίου, επικαλούμενος λόγους εθνικής ασφαλείας, ακόμη και με στρατιωτική επέμβαση της Αιγύπτου στη Λιβύη εάν οι υποστηριζόμενες από την Τουρκία δυνάμεις επιχειρήσουν να εισβάλουν σε Σύρτη και αλ Τζούφρα.
Σημειώνεται, άλλωστε, ότι είναι η Αίγυπτος – και όχι η Τουρκία – εκείνη που μοιράζεται κοινά σύνορα μήκους… 1.200 χιλιομέτρων με τη Λιβύη.
Ήταν η Αίγυπτος του Σίσι εκείνη που στις 6 Ιουνίου παρουσίασε την επονομαζόμενη Διακήρυξη του Καΐρου (Cairo Declaration): ένα πλάνο για την ειρήνευση και την πολιτική διευθέτηση της λιβυκής κρίσης, που χαιρετίστηκε μεν από όλους (Ρωσία, Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία, Ελλάδα, Κύπρο, Βρετανία, Γερμανία, χώρες του Συνδέσμου Αραβικών Κρατών)… πλην όμως όχι και από την Τουρκία.
Ο Ιμπραχίμ Καλίν, ως εκπρόσωπος του Τούρκου προέδρου Ερντογάν, έσπευσε να διαμηνύσει από την πλευρά του (επίσης στις 20 Ιουνίου) ότι για να μπορέσει να υπάρξει μια «βιώσιμη εκεχειρία» στη Λιβύη, θα πρέπει προηγουμένως… οι δυνάμεις του Λιβυκού Εθνικού Στρατού (LNA) να αποχωρήσουν από την πόλη-λιμάνι της Σύρτης και την αεροπορική βάση της αλ Τζούφρα. Ακριβώς το ίδιο είχε ζητήσει και ο υπουργός Εσωτερικών της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας (GNA), Φάτι Μπασάγκα, μιλώντας στο αμερικανικό πρακτορείο Bloomberg πίσω στα μέσα Ιουνίου.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, βέβαια, αντιδρούν αποφασιστικά όχι μόνο οι γείτονες Αιγύπτιοι – που δηλώνουν μάλιστα έτοιμοι ακόμη και να επέμβουν στρατιωτικά – αλλά και οι Ρώσοι, όπως άλλωστε και οι Γάλλοι, τα Εμιράτα κ.ά.
Η προγραμματισμένη για τις 14 Ιουνίου επίσκεψη των Ρώσων υπουργών Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, και Άμυνας, Σεργκέι Σοϊγκού, στην Κωνσταντινούπολη λέγεται πως αναβλήθηκε τελευταία στιγμή για ακριβώς αυτόν το λόγο: επειδή οι Τούρκοι εμφανίζονταν αποφασισμένοι να προχωρήσουν με την πολιορκία της Σύρτης σε πείσμα των ρωσικών εκκλήσεων για κατάπαυση του πυρός.
Εάν πιεστεί ο Σίσι, θα χτυπήσει
Καταξιωμένοι ακαδημαϊκοί με βαθιά γνώση του αιγυπτιακού τοπίου, όπως ο Γεζίντ Σαγίντ του «Carnegie Middle East Center» εκτιμούν ότι το ενδεχόμενο να δούμε μια αιγυπτιακή στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη, και μάλιστα με την ανοχή Αμερικανών και Ευρωπαίων, όντως «αυξάνεται», χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι οι Αιγύπτιοι θα χρειαστεί να φτάσουν έως και τη Σύρτη ή την αλ Τζούφρα.
Αυτό που θα μπορούσαν να κάνουν είναι σε πρώτη φάση να περάσουν τα ανατολικά σύνορα της Λιβύης τεστάροντας έτσι τις αντιδράσεις του αντιπάλου και εν συνεχεία να πορευθούν αναδιαμορφώνοντας τη στρατηγική τους ανάλογα με τις εξελίξεις στο έδαφος.
«Το πρωταρχικό ενδιαφέρον της Αιγύπτου στη Λιβύη είναι να προστατέψει τη δική της ασφάλεια στα σύνορα. Δεν εμπιστεύεται την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας και βλέπει την ανάμειξη της Τουρκίας ως σοβαρή απειλή», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Σαγίντ, απορρίπτοντας μάλιστα την άποψη ότι η Αίγυπτος απλώς εξυπηρετεί την ατζέντα των Εμιράτων ή της Σαουδικής Αραβίας με το επιχείρημα ότι οι Αιγύπτιοι επέλεξαν για παράδειγμα να μην εμπλακούν στον εμφύλιο της Υεμένης αν και τους είχε ζητηθεί.
Η Λιβύη ωστόσο δεν είναι Υεμένη, υπό την έννοια ότι βρίσκεται ακριβώς δίπλα στην Αίγυπτο. Αλλά και σε καθαρά (γεω)πολιτικό επίπεδο, εάν η Λιβύη περνούσε υπό τον έλεγχο της Τουρκίας και των υποστηριζόμενων από την Άγκυρα Αδελφών Μουσουλμάνων (που διατηρούν ισχυρή παρουσία και εντός της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας του Φαγέζ αλ Σάρατζ), οι κίνδυνοι για τον εχθρό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι αυτομάτως θα… πολλαπλασιάζονταν, χωρίς να συνυπολογίσει κανείς και τα κυκλωτικά απέναντι στην Αίγυπτο επεκτατικά ανοίγματα της Τουρκίας προς Σουδάν, Ερυθρά Θάλασσα, Αιθιοπία και Σομαλία.
Πηγές με βαθύτερη γνώση του παρασκηνίου υπογραμμίζουν ότι το Κάιρο προφανώς και δεν θα ήθελε, εάν είχε την επιλογή, να βρεθεί να πολεμά στο μέτωπο της Λιβύης ενάντια σε δυνάμεις υποστηριζόμενες από την Τουρκία. Ταυτόχρονα ωστόσο, λέγεται πως το Κάιρο όντως θα τολμούσε μια στρατιωτική κλιμάκωση… εάν έκρινε ότι ο αντίπαλος δεν του αφήνει άλλη επιλογή.
Σε μια τέτοια περίπτωση μάλιστα λέγεται ότι η Αίγυπτος ίσως να είχε και τη στήριξη μέρους των λιβυκών φυλών που έχουν αποδειχθεί περισσότερο ισχυρές στο έδαφος από όσο θα φανταζόταν ένας εξωτερικός παρατηρητής.
«Αξίζει επίσης να υπενθυμιστεί ότι στην επαρχία Ματρούχ, κοντά στα σύνορα με τη Λιβύη, υπάρχει μια μεγάλη αιγυπτιακή στρατιωτική βάση που έχει πάρει το όνομά της από τον πρώτο πρόεδρο της Αιγύπτου, Μοχάμεντ Ναγκίμπ», γράφει από την πλευρά του ο Ιβάν Μποχάροφ του «Russian International Affairs Council», προσθέτοντας άλλο ένα στοιχείο.