Ένας άνδρας 93 ετών, ο οποίος υπήρξε φρουρός σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, καταδικάστηκε από γερμανικό δικαστήριο για εγκλήματα των Ναζί.
Σε μια από τις τελευταίες καταδίκες ανθρώπων που συμμετείχαν στη ναζιστική μηχανή, γερμανικό δικαστήριο έκρινε ένοχο 93χρονο Γερμανό για συμμετοχή σε 5.232 δολοφονίες κρατουμένων, κυρίως Εβραίων. Ο 93χρονος σήμερα, υπήρξε μέλος των SS και φρουρός του στρατοπέδου συγκέντρωσης Στούτχοφ κοντά στο Γκντάνσκ της σημερινής Πολωνία.
Ο 93χρονος κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε διετή φυλάκιση με αναστολή για τις δολοφονίες αυτές που έγιναν μεταξύ Αυγούστου 1944 και Απριλίου του 1945. Ο 93χρονος είχε παραδεχθεί ότι ήταν παρών στο στρατόπεδο, αλλά υποστήριξε ότι αυτό δεν ισοδυναμούσε με ενοχή.
Περίπου 65.000 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων πολλοί Εβραίοι, δολοφονήθηκαν ή πέθαναν στο Στούτχοφ, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του μουσείου. Οι εισαγγελείς είχαν δηλώσει ότι πολλοί είχαν πυροβοληθεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους ή εξοντώθηκαν με θανατηφόρο αέριο Zyklon B.
Καθώς ο Μπρούνο Ντ. ήταν μόλις 17 ή 18 ετών την εποχή των εγκλημάτων, κρίθηκε με βάση τη νομοθεσία που αφορά τις ποινές ανηλίκων. Οι εισαγγελείς είχαν ζητήσει τριετή φυλάκιση. Στην τελική του μαρτυρία προς το το δικαστήριο νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ο Μπρούνο Ντ. Ζήτησε συγγνώμη για τα βάσανα που υπέφεραν τα θύματα αλλά δεν ανέλαβε την ευθύνη, σύμφωνα με γερμανικά μέσα ενημέρωσης.
«Θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη από όλους τους ανθρώπους που βίωσαν αυτή την κόλαση παραφροσύνης και από τους συγγενείς και τους επιζώντες», είπε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα στο δικαστήριο, σύμφωνα με το δίκτυο NDR και άλλα μέσα ενημέρωσης.
Η εύθραυστη κατάσταση της υγείας του κατηγορουμένου είχε ως αποτέλεσμα οι συνεδριάσεις του δικαστηρίου να περιοριστούν σε δύο με τρεις ώρες την ημέρα. Αν και ο αριθμός των υπόπτων μειώνεται λόγω της μεγάλης ηλικίας τους, οι εισαγγελείς συνεχίζουν να προσπαθούν να φέρουν πρόσωπα ενώπιον της δικαιοσύνης. Μια καταδίκη-ορόσημο το 2011 άνοιξε τον δρόμο σε περισσότερες διώξεις, καθώς ήταν η πρώτη φορά που η εργασία σε στρατόπεδο αποτέλεσε επαρκή βάση για ενοχή, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία συγκεκριμένου εγκλήματος.