Το «Charles de Gaulle» είναι οι 42.500 «τόνοι διπλωματίας» της Γαλλίας που φτάνει στην Ανατολική Μεσόγειο και κατέχει τρεις πρωτιές. Είναι το πρώτο πυρηνοκίνητο πολεμικό πλοίο επιφανείας της Γαλλίας, το πρώτο πυρηνοκίνητο αεροπλανοφόρο που κατασκευάστηκε ποτέ στην Ευρώπη και το μοναδικό πυρηνοκίνητο που κατασκευάστηκε εκτός ΗΠΑ.
Με μήκος 260 μέτρα, πλάτος 64 μέτρα, ύψος 75 μέτρα και πλήρες εκτόπισμα 42.500 τόνων, το «Charles de Gaulle» και τεράστιους χώρους αποθήκευσής για εκατομμύρια ανταλλακτικά επιτρέπουν μια τεράστια αυτονομία.
Ο πυρηνικός αντιδραστήρας του διασφαλίζει, εκτός από την ενεργειακή αυτονομία άνω των επτά ετών, ταχύτητα σχεδόν 50 χιλιομέτρων ανά ώρα (περίπου 27 κόμβων), η οποία, παρόλο που είναι μικρότερη από παλαιότερα γαλλικά αεροπλανοφόρα αλλά εξασφαλίζει την προσνήωση και απονήωση βαρύτερων πολεμικών αεροσκαφών.
Και αυτό ακριβώς είναι το σημαντικότερο πλεονέκτημα αυτής της πλωτής πολιτείας, αφού το «Charles de Gaulle», με πλήρωμα 2.000 ανδρών και γυναικών, μπορεί να φιλοξενήσει έως και 40 πολεμικά αεροσκάφη στο κατάστρωμα, συνολικής επιφάνειας 12.000 τετραγωνικών μέτρων.
Εκτός από τα πολεμικά ελικόπτερα AS565 Panther και AS365 Dauphin, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε πολλές και ποικίλες αποστολές, και τα αεροσκάφη επιτήρησης E-2C Hawkeye, η ναυαρχίδα του γαλλικού στόλου μπορεί να μεταφέρει περισσότερα από 36 μαχητικά Rafale M, τα εμβληματικά πολεμικά αεροπλάνα της Γαλλίας, τα οποία χαρακτηρίζονται διπλωματικό όπλο πυρηνικής αποτροπής.
Παρόλο που, όπως υποστηρίζουν γαλλικές στρατιωτικές πηγές, το «Charles de Gaulle» θα κατευθυνθεί στην Ανατολική Μεσόγειο σε «ετοιμότητα μάχης», δηλαδή με πλήρες πολεμικό φορτίο που περιλαμβάνει κατευθυνόμενους πυραύλους εδάφους – αέρος Aster 15 μέγιστης ακτίνας δράσης (50χλμ), πυραύλους Mistral μικρής εμβέλειας, πυροβόλα F2 20 mm, ανθυποβρυχιακό οπλοστάσιο και εξελιγμένα ηλεκτρονικά συστήματα εντοπισμού, στόχευσης και ηλεκτρονικών παρεμβολών, η ναυαρχίδα του γαλλικού στόλου θα συνοδεύεται και από άγνωστο αριθμό πολεμικών πλοίων επιφανείας και υποβρυχίων.
Κληρονόμος μιας μακράς σειράς γαλλικών αεροπλανοφόρων που ξεκίνησε με τα «Béarn» της δεκαετίας του 1930 και έφτασε στα «Clémenceau» και τα «Foch», τα οποία παροπλίστηκαν στα τέλη του 20ού αιώνα, το κύτος του «Charles de Gaulle» ξεκίνησε να κατασκευάζεται στα ναυπηγεία της Βρέστης στη Βρετάνη το 1989 και ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1994.
Με εκτόπισμα άνω των 42.500 τόνων, το αεροπλανοφόρο του γαλλικού Πολεμικού Ναυτικού ήταν το μεγαλύτερο πλοίο που είχε ναυπηγηθεί έως τότε στην Ευρώπη. Ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν σκόπευε να ονομάσει το πλοίο «Richelieu», προς τιμήν του καρδινάλιου Αρμάν Ζαν ντι Πλεσί ντε Ρισελιέ, ωστόσο μετά από παρέμβαση του γκολιστή πρωθυπουργού της χώρας Ζακ Σιράκ η ναυαρχίδα του στόλου έλαβε το όνομα του στρατηγού Σαρλ ντε Γκολ, του ηγέτη των γαλλικών δυνάμεων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πρώτου προέδρου της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας.
Η κατασκευή του πρώτου πυρηνοκίνητου πολεμικού πλοίου της Γαλλίας, το κόστος του οποίου ξεπέρασε τα 3 δισ. ευρώ, συνάντησε πολλές δυσκολίες λόγω της οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του 1990 και διάφορων τεχνικών προβλημάτων, με αποτέλεσμα οι εργασίες να διακοπούν τουλάχιστον τρεις φορές.
Το 1993 η βρετανική εφημερίδα «Guardian» δημοσίευσε ένα ρεπορτάζ που προκάλεσε σάλο στη χώρα, καθώς υποστήριζε ότι μια ομάδα μηχανικών, πυρηνικών φυσικών και ναυπηγών που εργάζονταν στα ναυπηγεία της Βρέστης είχε στρατολογηθεί από τη βρετανική Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών (MI6), με σκοπό να υποκλέψει τεχνικές λεπτομέρειες του «Charles de Gaulle».
Το 1999 το γαλλικό αεροπλανοφόρο ξεκίνησε τις πρώτες δοκιμές στη θάλασσα και αμέσως διαπιστώθηκαν ορισμένες σημαντικές ελλείψεις. Το κατάστρωμά του δεν είχε το απαραίτητο μήκος για την απονήωση και την προσνήωση των αεροσκαφών E-2C Hawkeye, με αποτέλεσμα να χρειαστούν επιπλέον κονδύλια για την επέκτασή του κατά 4,4 μέτρα.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε σειρά αρνητικών δημοσιευμάτων στα μέσα ενημέρωσης της Γαλλίας. Οι «παιδικές ασθένειες» αυτού του γίγαντα του Πολεμικού Ναυτικού, όμως, δεν τελείωσαν εκεί, καθώς τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Νοεμβρίου του 2000, όταν το «Charles de Gaulle» βρισκόταν στον Δυτικό Ατλαντικό Ωκεανό, ως μέρος της 14ης και τελευταίας θαλάσσιας δοκιμής του, έσπασε ένας από τους έλικες του πλοίου, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να επιστρέψει στο λιμάνι της Τουλόν για επισκευή.
Η άμεση λύση ήταν να χρησιμοποιηθούν οι λιγότερο σύγχρονοι, εφεδρικοί, έλικες του αεροπλανοφόρου «Clemenceau», με αποτέλεσμα το «Charles de Gaulle» να πλέει με μικρότερη ταχύτητα από την προβλεπόμενη (αντικαταστάθηκε αργότερα η προπέλα). Στις 18 Μαΐου του 2001, πέντε χρόνια μετά την προβλεπόμενη προθεσμία παράδοσης, το «Charles de Gaulle» έκανε το παρθενικό του ταξίδι και από τον Οκτώβριο του ίδιου έτους και σχεδόν για τις επόμενες δύο δεκαετίες η ναυαρχίδα του γαλλικού στόλου συμμετείχε σε αποστολές σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Στις αρχές του περασμένου Απριλίου 40 μέλη του πληρώματός του βρέθηκαν θετικά στον COVID-19, με αποτέλεσμα το αεροπλανοφόρο να επιστρέψει στο λιμάνι της Τουλόν νωρίτερα από το προβλεπόμενο.
Στις 19 του ίδιου μήνα έγινε γνωστό ότι 1.081 μέλη του πληρώματος, ποσοστό άνω του 60%, βρέθηκαν θετικά στον SARS-CoV-2 και το γαλλικό Πολεμικό Ναυτικό αναγκάστηκε να στερηθεί για τους επόμενους μήνες το μοναδικό του αεροπλανοφόρο. Τόσο η υπουργός Αμυνας της χώρας Φλοράνς Παρλί όσο και ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Φρανσουά Λεκουάντρ, δήλωσαν ότι παρόλο που η υγεία του πληρώματος αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο η χώρα πρέπει επίσης να συμμετάσχει σε επιχειρήσεις οι οποίες δεν σταματούν λόγω του κορωνοϊού.
Η απουσία του από την ενεργό δράση λόγω του κορωνοϊού είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει και πάλι στη Γαλλία ο διάλογος για την ανάγκη κατασκευής ενός καινούριου αεροπλανοφόρου που θα διαδεχθεί το «Charles de Gaulle» το 2040. Λόγω του κόστους που υπολογίζεται στα 3-5 δισ. ευρώ, η ναυπήγηση ενός νέου και ισχυρότερου πλοίου είχε σχεδόν ξεχαστεί στο Παρίσι.
Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά ακόμα χρόνια μέχρι η νυν υπουργός Αμυνας Φλοράνς Παρλί να ανακοινώσει επισήμως την έναρξη μελέτης για τη ναυπήγηση του αντικαταστάτη του «Charles de Gaulle», προκειμένου η Γαλλία να μπορεί να χρησιμοποιεί και στο μέλλον τη «διπλωματία των χιλιάδων τόνων».
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι δηλώσεις του αρχηγού του γαλλικού Πολεμικού Ναυτικού, ναυάρχου Κριστόφ Πραζούκ, με αφορμή την καθέλκυση του βρετανικού αεροπλανοφόρου «HMS Queen Elizabeth», του πρώτου που κατασκευάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο εδώ και 40 χρόνια. Σύμφωνα με τον ίδιο, η προσπάθεια συνεργασίας ανάμεσα σε Παρίσι και Λονδίνο για την ασφάλεια της Ευρώπης ισοδυναμεί με μια εξαρτημένη Γαλλία και καθώς μετά την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ε.Ε. η Γαλλία διατηρεί τις ισχυρότερες ένοπλες δυνάμεις, θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στον ρόλο της, χωρίς να βασίζεται αποκλειστικά στους γείτονές της πέρα από τη Μάγχη, τα συμφέροντα των οποίων για την Ευρώπη δεν συμβαδίζουν πάντα με αυτά των Παρισίων.