Δεκαπέντε μαχητικά αεροσκάφη Eurofighter Tranche 2 της Αυστριακής Αεροπορίας θέλει να αποκτήσει η Ινδονησία, σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε σήμερα η υπουργός Άμυνας Κλαούντια Τάνερ.
Η Ινδονησία ενημερώνεται τώρα ότι η πώληση υπόκειται σε νομικό έλεγχο και πρόκειται να επιδοθεί στην πρεσβεία της στη Βιέννη η αντίστοιχη επιστολή της Αυστριακής υπουργού Άμυνας η οποία και τονίζει ως δεδηλωμένο στόχο της, την έξοδο της Αυστρίας από το Σύστημα Eurofighter.
Σε επιστολή του στις 10 Ιουλίου, ο υπουργός Άμυνας της Ινδονησίας Πράμποβο Σουμπιάντο πρότεινε στην Αυστριακή ομόλογό του την αγορά από την χώρα του και των 15 Eurofighter, αναφέροντας ότι είναι σε γνώση των συνθηκών αγοράς των αεροσκαφών από την Αυστρία το 2003 και τις επιπτώσεις της έως σήμερα, ωστόσο εμφανιζόταν πεπεισμένος ότι η πρότασή του προσφέρει ευκαιρία και στις δύο πλευρές.
Σύμφωνα με εμπειρογνώμονες στη Βιέννη, κάτι τέτοιο δεν θα είναι τόσο εύκολο γιατί για μία πώληση των αεροσκαφών απαιτείται η έγκριση και των τεσσάρων χωρών παραγωγής (Γερμανία, Ιταλία, Βρετανία, Ισπανία) καθώς επίσης των ΗΠΑ, και γιατί, σύμφωνα με την σύμβασή της με την εταιρεία, η Αυστρία προφανώς δεν θα μπορούσε να προχωρήσει σε απευθείας πώληση, χωρίς την έγκριση της κατασκευάστριας εταιρείας των αεροσκαφών, την Airbus-EADS.
Ταυτόχρονα, επισημαίνουν ως πιθανόν η ίδια η εταιρεία να μπορεί να ενδιαφέρεται για μια τέτοια συμφωνία, καθώς θα έδινε στην Airbus πρόσβαση στην αγορά της νοτιοανατολικής Ασίας, ενώ η δική της έγκριση, που απαιτείται από την αρχική σύμβαση πώλησης, θα μπορούσε να συνδεθεί με την προϋπόθεση ότι η Αυστρία θα πρέπει να τερματίσει τις συνεχιζόμενες νομικές διαφορές με την εταιρεία.
Οι ειδικοί αναφέρουν ότι σύμφωνα με τη σύμβαση αγοράς, το υπουργείο Άμυνας της Αυστρίας «δεν μπορεί να καταστήσει τεχνικά και άλλα έγγραφα προσβάσιμα σε τρίτα μέρη χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της εταιρείας και δεν μπορεί να παραχωρήσει, ή να παραχωρήσει πρόσβαση, στο οπλικό σύστημα του Eurofighter».
Με τον τρόπο αυτό, η Αυστρία θα μπορούσε να (επανα) πωλήσει τα αεροσκάφη μόνο στην Airbus και η εταιρεία θα μπορούσε τότε να κάνει τις τεχνικές αναβαθμίσεις που θα χρειάζονταν και (ως η μόνη που μπορεί να το κάνει) να δώσει τις σχετικές πληροφορίες στην Ινδονησία.
Η προμήθεια των μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter από την Αυστρία προκαλεί ήδη εδώ και χρόνια έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις στη χώρα ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση.
Μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο, έπειτα από την παραδοχή της κατασκευάστριας εταιρείας για δωροδοκίες, το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Σοσιαλδημοκρατικό, είχε ζητήσει από την κυβέρνηση συνασπισμού του Λαϊκού Κόμματος του καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς και των Πρασίνων, την άμεση αποχώρηση της Αυστρίας από την σύμβαση αγοράς των αεροσκαφών.
Καλώντας τον καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς και την προερχόμενη επίσης από το Λαϊκό Κόμμα, υπουργό ‘Αμυνας Κλαούντια Τάνερ, να ενεργήσουν άμεσα σε αυτή την κατεύθυνση, οι Σοσιαλδημοκράτες επισήμαιναν πως με την παραδοχή της ενοχής από την Airbus, θα ήταν πλέον εφικτή η καταγγελία της σύμβασης και η αποχώρηση της Αυστρίας από αυτή.
Η σχετική ρήτρα στη σύμβαση παραπέμπει στους κανόνες συμπεριφοράς που προβλέπουν τόσο την καταγγελία της, όσο και την απαίτηση καταβολής αποζημίωσης στην περίπτωση δωροδοκίας στο πλαίσιο της αγοράς.
Η κατασκευάστρια εταιρεία Airbus είχε προχωρήσει στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου σε συμφωνίες με την γαλλική, την βρετανική και την αμερικανική δικαιοσύνη για την καταβολή προστίμων ύψους σχεδόν 3,6 δισεκατομμυρίων ευρώ, καθώς στο πλαίσιο των σχετικών ερευνών, παραδέχθηκε ότι είχε προβεί σε δωροδοκίες κατά τις συναλλαγές για τις πωλήσεις των αεροσκαφών της.
Στα σχετικά έγγραφα που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την αμερικανική δικαιοσύνη, η Airbus παραδέχεται και τις πληρωμές 55,1 εκατομμυρίων ευρώ σε μίζες κατά την πώληση των αεροσκαφών Eurofighter στην Αυστρία το 2003.
Η δικαιοσύνη των ΗΠΑ είχε ενδιαφερθεί για την υπόθεση της πώλησης στην Αυστρία, καθώς αυτή έπρεπε να έχει δηλωθεί στη βάση των κανονισμών για εξαγωγή εξοπλιστικού υλικού.
Η νυν υπουργός Άμυνας έχει θέσει θέμα αποζημιώσεων από την Airbus, χωρίς όμως να αναφέρει το ύψος τους, ενώ ήδη το 2017, ο τότε υπουργός ‘Αμυνας, ο προερχόμενος από τους Σοσιαλδημοκράτες Χανς Πέτερ Ντόσκοτσιλ, είχε καταθέσει μήνυση για απάτη εναντίον της Airbus.
Ο Ντόσκοτσιλ απαιτούσε αποζημίωση ύψους 183,4 εκατομμυρίων ευρώ, αλλά τον Σεπτέμβριο του 2017, σε επίσημη τοποθέτησή της απέναντι στην Εισαγγελία της Βιέννης, η εταιρεία είχε απορρίψει τις κατηγορίες για απάτη που της είχε προσάψει η Αυστριακή Δημοκρατία.
Η παραγγελία, αρχικά 24 Eurofighter, είχε γίνει το 2002 από την τότε κυβέρνηση συνασπισμού του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος του καγκελάριου Βόλφγκανγκ Σιούσελ και του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων του Γεργκ Χάιντερ, και ένα χρόνο αργότερα η παραγγελία μειώθηκε σε 18 αεροσκάφη, με την αξία τους να φθάνει τα δύο δισεκατομμύρια ευρώ.
Το 2012 ο νέος συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών και Λαϊκού Κόμματος που είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας τον Ιανουάριο του 2007, είχε ζητήσει αναθεώρηση της παραγγελίας υπό το φως των κατηγοριών για δωροδοκίες επί δεξιάς-ακροδεξιάς κυβέρνησης συνασπισμού, ενώ επιτροπή της Βουλής ανέλαβε τότε τη διερεύνηση της υπόθεσης χωρίς να καταλήξει σε αποτέλεσμα.
Τον Φεβρουάριο του 2017, παράλληλα με την έναρξη του έργου νέας Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός ‘Αμυνας Χανς Πέτερ Ντόσκοτσιλ κατηγόρησε τον ευρωπαϊκό αμυντικό κολοσσό Airbus, κατασκευαστή των Eurofighter, για εσκεμμένη παραπλάνηση και απάτη σε σχέση με την αρχική παραγγελία, καταθέτοντας μήνυση εναντίον του στην Εισαγγελία της Βιέννης.
Η παραπλάνηση και απάτη φέρεται να προξένησε ζημία ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων ευρώ στο αυστριακό κράτος, επειδή τα αεροσκάφη είναι πολύ δαπανηρά στη διάρκεια των επιχειρήσεων, κοστίζοντας στη χώρα ετησίως για τη λειτουργία τους πάνω από 80 εκατομμύρια ευρώ.