Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, λίγο πριν από το τέλος της θητείας του, ανακοίνωσε ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να εγγράψει τους σιίτες αντάρτες Χούθι της Υεμένης στον κατάλογο των ξένων τρομοκρατικών οργανώσεων.
Ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας εξήγησε ότι έδωσε εντολή στις υπηρεσίες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να ενημερώσει το Κογκρέσο για την απόφαση αυτή προκειμένου να ενισχυθεί «η αποτροπή των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων» των Χούθι και της «ανάμιξης του ιρανικού καθεστώτος». Το σιιτικό κίνημα Ανσαραλάχ των Χούθι υποστηρίζεται από το Ιράν στον πόλεμο εναντίον της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης, που υποστηρίζεται από μια στρατιωτική συμμαχία της οποίας ηγείται η Σαουδική Αραβία, στενός σύμμαχος της Ουάσινγκτον.
Τρία στελέχη του κινήματος θα εγγραφούν επίσης στη μαύρη λίστα, ανάμεσά τους ο ηγέτης του, ο Άμπντελ Μάλικ αλ Χούθι, σύμφωνα με τον Πομπέο.
Η κίνηση έχει σκοπό να καταστούν οι Χούθι «υπεύθυνοι» για τις «τρομοκρατικές ενέργειές τους, ιδίως τις διασυνοριακές επιθέσεις τους που απειλούν άμαχους πληθυσμούς, υποδομές και τις θαλάσσιες μεταφορές», αναφέρει ο Μάικ Πομπέο σε ανακοίνωση που δημοσιοποίησαν οι υπηρεσίες του.
Η απόφαση αυτή ήταν μάλλον αναμενόμενη μετά τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ. Αρκετές μη κυβερνητικές οργανώσεις και διεθνείς οργανισμοί φοβούνταν ότι ο πρόεδρος Τραμπ, αφού ηττήθηκε, θα επιδίωκε να καταφέρει κάποιο μεγάλο διπλωματικό πλήγμα στο Ιράν, ορκισμένο εχθρό του στη Μέση Ανατολή, πριν από την άφιξη στον Λευκό Οίκο, την 20ή Ιανουαρίου, του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν, ο οποίος θέλει να ξαναρχίσει ο διάλογος με την Τεχεράνη.
Σύμφωνα με τις πηγές αυτές, η απόφαση της κυβέρνησης του Τραμπ εγείρει τον κίνδυνο να παραλύσει η χορήγηση ανθρωπιστικής βοήθειας στην Υεμένη και να προκαλέσει λιμό στην εμπόλεμη χώρα.
«Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν πως υπάρχουν ανησυχίες για τον αντίκτυπο που θα έχουν αυτοί οι προσδιορισμοί στην ανθρωπιστική κατάσταση στην Υεμένη», σημείωσε στην ανακοίνωσή του ο Μάικ Πομπέο, προσθέτοντας ότι θα ληφθούν «μέτρα» για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να επηρεάσουν «ορισμένες» δραστηριότητες στην Υεμένη καθώς και «τις εισαγωγές ανθρωπιστικής βοήθειας».