Αυτή την εποχή του χρόνου τιμώνται δυο σημαντικοί επέτειοι της σύγχρονης στρατιωτικής ιστορίας της πατρίδα μας. Η Ναυμαχία της Έλλης (3 Δεκεμβρίου) και η Ναυμαχία της Λήμνου (5 Ιανουαρίου), που είχαν ως αποτέλεσμα την μετατροπή του Αιγαίου σε «ελληνική λίμνη».
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913) υπήρξαν μια από τις κορυφαίες στιγμές του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Μολονότι τα λάθη δεν αποφεύχθηκαν, η πολιτικοδιπλωματική και στρατιωτική στρατηγική της χώρας αποδείχθηκαν αποτελεσματικότατες.
Η Ελλάδα τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων ευρισκόταν σε εποχή ανάκαμψης, εκσυγχρονισμού και αναδημιουργίας. Αυτή η κατάσταση ήταν απόρροια προσπαθειών πολλών ετών. Η πρώτη προσπάθεια ανασύνταξης του Πολεμικού Ναυτικού γίνεται στα χρόνια διακυβέρνησης του Κουμουνδούρου και ενώ είχε φανεί στη μεγάλη Κρητική Επανάσταση (1866) η μαχητική του αδυναμία.
Μεγάλη προσπάθεια όμως στο θέμα του εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων πραγματοποιήθηκε στην περίοδο της διακυβέρνησης της Χώρας από τους Χαρίλαο Τρικούπη και Ελευθέριο Βενιζέλο. Οι χαρισματικοί πολιτικοί άνδρες είχαν βάλει ως κέντρο της μεταρρυθμιστικής τους προσπάθειας την δημιουργία ικανών Ενόπλων Δυνάμεων με σκοπό την εμπέδωση αισθήματος ασφαλείας στη Χώρα και την επίτευξη του πατριωτικού οράματος της «Μεγάλης Ιδέας». Η Ελλάδα πολλές φορές είχε κακοπάθει στο παρελθόν με συμμετοχή σε πολεμικές περιπέτειες με απαράσκευες δυνάμεις.
Το Ναυτικό είχε οργανωθεί σε θέματα υλικού (οι ναυπηγήσεις ναυτικών μονάδων ξεκίνησε ουσιαστικά το 1878 με το καταδρομικό Ναύαρχος Μιαούλης και συνεχίστηκαν μέχρι και μετά την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου) και σε θέματα εκπαίδευσης.
Κορωνίδα του εξοπλιστικού προγράμματος του Ναυτικού υπήρξε αναμφίβολα το θωρακισμένο καταδρομικό «Γεώργιος Αβέρωφ», το οποίο και έγειρε αποφασιστικά τη πλάστιγγα στη μάχη για την κυριαρχία στο Αιγαίο εναντίον του οθωμανικού ναυτικού. Αυτό όμως δεν πρέπει να παρερμηνευθεί.
Η νίκη του Ελληνικού Ναυτικού ήταν η συνισταμένη ενός άρτια εκπαιδευμένου προσωπικού, υψηλού ηθικού, σωστών εξοπλιστικών κινήσεων και ενός θαρραλέου αρχηγού (Παύλος Κουντουριώτης).
Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν στις 5 Οκτωβρίου 1912 και ήδη μέσα στον Οκτώβριο το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό είχε αποκτήσει τον θαλάσσιο έλεγχο τόσο του Αιγαίου, όσο και του Ιονίου. Ενώ στο Ιόνιο ο ελληνικός θαλάσσιος έλεγχος ουδέποτε αμφισβητήθηκε σοβαρά, στο Αιγαίο επισφραγίστηκε μόνο κατόπιν των Ναυμαχιών της Έλλης και της Λήμνου, που από στρατηγικής απόψεως επρόκειτο για συντριπτικές νίκες.
Ο τουρκικός στόλος δεν ξαναβγήκε στο Αιγαίο για αρκετά χρόνια, καθώς θα παρέμεινε κλεισμένος στα στενά των Δαρδανελίων και ως εκ τούτου η ελληνική κυριαρχία στην θάλασσα δεν αμφισβητήθηκε μέχρι το τέλος του πολέμου.
Η απόκτηση του θαλάσσιου ελέγχου από το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό είχε τρεις πολύ σημαντικές συνέπειες: α) την απελευθέρωση των νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου (με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα, που καταλήφθηκαν το 1912 από τους Ιταλούς), β) την παρεμπόδιση της μεταφοράς τουρκικών ενισχύσεων στα πολεμικά θέατρα της Μακεδονίας και της Ηπείρου και γ) την ανεμπόδιστη διενέργεια ελληνικών αποβατικών επιχειρήσεων σε ηπειρωτικά εδάφη.
Με τους Βαλκανικούς Πολέμους, η Ελλάδα υπερδιπλασίασε τα εδάφη της, ενίσχυσε την οικονομία της με την προσάρτηση νέων περιοχών και κατέστη υπολογίσιμος παράγοντας στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.
Το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό υπήρξε ένας ισχυρός στρατηγικός καταλύτης στο εξαιρετικό μείγμα στρατιωτικής ισχύος, διπλωματικής δεξιοτεχνίας και αποτελεσματικής εκμετάλλευσης ευνοϊκών συγκυριών που κατέδειξε η Ελλάδα την περίοδο 1912-13.
Οι δυο αυτές μεγάλες νίκες του Ελληνικού Στόλου μπορούν να μας διδάξουν πολλά για την ιστορική συγκυρία που βιώνουμε σήμερα, με το απόγειο της τουρκικής επιθετικότητας και προκλητικότητας στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο.
Δυστυχώς, την τελευταία δεκαπενταετία λόγω αδιαφορίας της πολιτικής ηγεσίας του τόπου και της οικονομικής κρίσης, ο άλλοτε πανίσχυρος Ελληνικός Στόλος έχει εγκαταλειφθεί στην μοίρα του. Στο σημερινό γεωστρατηγικό περιβάλλον, το Πολεμικό Ναυτικό είναι πλέον γερασμένο και φαίνεται αδύναμο, αφού στερείται του στρατηγικού σκοπού και των αναγκαίων πόρων για την αποτελεσματική εφαρμογή των ελληνικών συμφερόντων στο ζωτικό θαλάσσιο χώρο που περιλαμβάνει πλέον όχι μόνον το Αιγαίο, αλλά και την Ανατολική Μεσόγειο με τα πλούσια κοιτάσματα ορυκτών πλούτων.
Ανά τακτά χρονικά διαστήματα ακούμε από την εκάστοτε κυβέρνηση να κάνει επίκληση στο διεθνές δίκαιο και την δικαιοσύνη, για τις διαφορές που έχει η χώρα μας με την ισλαμοφασιστική Τουρκία. Και είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα από την σκοπιά του διεθνούς δικαίου έχει απόλυτο δίκαιο.
Όμως, λησμονείται ο ιστορικός Θουκυδίδης και ο περίφημος διάλογος Αθηναίων και Μηλίων κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και που έχει μείνει στην ιστορία ως η αντιπαράθεση του δικαίου έναντι της ισχύος. Το περιστατικό συνέβη το 416 π.χ. Οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στην Μήλο, μια μικρή, Λακεδαιμονική αποικία, με σκοπό να την αναγκάσουν να ενταχθεί στην Αθηναϊκή συμμαχία. Οι Μήλιοι ζήτησαν να γίνει σεβαστή η ανεξαρτησία τους και να παραμείνουν ουδέτεροι στη σύγκρουση. Οι Αθηναίοι τους απάντησαν ότι «οι δυνατοί κάνουν ότι τους επιτρέπει η δύναμη τους κι οι αδύναμοι υποχωρούν κι αποδέχονται».
Τελικά, οι Αθηναίοι εκμεταλλευόμενοι την τεράστια στρατιωτική τους υπεροχή καταλαμβάνουν το νησί, εκτελούν όλους τους ενήλικες άρρενες και εξαδραποδίζουν τις γυναίκες και τα παιδιά.
Δυστυχώς, έτσι κι η σημερινή Τουρκία δεν έχει καμία αίσθηση του δικαίου, καθώς είναι αναθεωρητική και επιθετική δύναμη. Μια αναθεωρητική δύναμη που φιλοδοξεί να ανατρέψει την υπάρχουσα κατάσταση πραμάτων (status quo) όπου φυσιολογικά, εδράζεται πάνω σε διεθνείς συνθήκες που πηγάζουν από το Διεθνές Δίκαιο. Στις μέρες μας, φαίνεται ότι η γειτονική χώρα να βρίσκεται στο τελικό στάδιο της αναθεώρησης (υπέρ της) των ελληνοτουρκικών σχέσεων, διαταράσσοντας την ισορροπία ισχύος και προωθώντας έναν ιδιότυπο πόλεμο. Μεταξύ άλλων, χρησιμοποιεί και τις ναυτικές της δυνάμεις ως εργαλεία της διπλωματίας και ειδικά ως μέσα καταναγκασμού και κατατριβής του Ελληνικού Στόλου.
Φυσικά, το ένδοξο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό παραμένει αξιόμαχο, χάρη στις θυσίες και το φιλότιμο του στρατιωτικού προσωπικού που το επανδρώνει. Το περασμένο καλοκαίρι, με τις παράνομες έρευνες του τουρκικού Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, τα ελληνικά πλοία έστησαν ένα πλωτό θαλάσσιο τείχος και κατάφεραν να προασπίσουν τα συμφέροντα της Χώρας.
Εξάλλου, δεν ξεχνιέται το περιστατικό με την επακούμβηση της Φρεγάτας Λήμνου -παλαιού τύπου S- με την ναυαρχίδα και το πιο σύγχρονο πολεμικό πλοίο των Τούρκων Κεμάλ Ρέις και τις τεράστιες ζημιές που υπέστη η τελευταία…
Η ναυτική στρατηγική της χώρας μας πρέπει να είναι προσανατολισμένη, ώστε οι δυνάμεις του Ελληνικού Στόλου, να μπορούν να προωθούν τα συμφέροντα του Ελληνισμού σε ένα περιφερειακό περιβάλλον ασφάλειας που χαρακτηρίζεται από αστάθεια, πολυπλοκότητα, μεταβολές και στρατιωτικές προκλήσεις.
Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου οφείλουν να αντιληφθούν την κρισιμότητα των περιστάσεων και να παραμερίσουν την εξοπλιστική διπλωματία, με την αγορά «αλουμινένιων» Φρεγατών (MMSC),ώστε να «αγοράσουμε» προστασία από την υπερδύναμη.
Είναι αδήριτη ανάγκη να κατανοήσουμε τα διδάγματα της ιστορίας και να μελετήσουμε την πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου στους Βαλκανικούς Πολέμους, για να συνεχίσει το Πολεμικό Ναυτικό να προασπίζει αποτελεσματικά τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της πατρίδα μας στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο.
Του Θάνου Κάλλη, Δικηγόρου – Ιστορικού