Το αεροδρόμιο του Άργους (νότια του Κουτσοποδίου) αποτέλεσε μια κρίσιμη από κάθε άποψη βάση της τότε Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας κατά την διάρκεια του Β’ ΠΠ.

Η τοποθεσία του ήταν ιδανική τόσο σαν επιχειρησιακή βάση όσο και σαν βάση εκπαίδευσης. Χρησιμοποιήθηκε εντατικά από τα τέλη Νοεμβρίου του 1940 έως και τις 17 Απριλίου του 1941, όταν αποφασίστηκε η εκκένωσή του λόγω της γερμανικής  εισβολής. 

Βρίσκεται στη δυτική πλευρά του νοµού, σε υψόµετρο 64 µέτρων, περίπου 4 χιλιόµετρα βορειοδυτικά της πόλεως του Άργους, κοντά στον ποταµό Ίναχο. ∆ιοικητικά υπάγεται στην κοινότητα Κουτσοποδίου, της οµώνυµης δηµοτικής ενότητας του ∆ήµου Άργους – Μυκηνών.

Αναφέρεται δε και ως νέος οικισµός και στο παρελθόν αποτέλεσε µέρος του καποδιστριακού δήµου Κουτσοποδίου.

Ως πεδίο αποπροσγειώσεως είχε αρχίσει να χρησιµοποιείται πολύ πιο νωρίς και µέχρι την έκρηξη του Β΄ΠΠ ήταν ενταγµένο στον σχεδιασµό της ΕΑ. Η ιταλική εισβολή τον Οκτώβριο του 1940, αποτέλεσε και την αιτία για την πιο εντατική του χρησιµοποίηση.

Η ΕΒΑ αναγκάσθηκε έτσι να λάβει µέτρα άµυνας, πολεµικής προετοιµασίας και διασποράς µέσων και προσωπικού.

Έτσι, διέταξε την αραίωση των αεροπλάνων της διά της µετακινήσεώς των στα προβλεπόµενα αεροδρόµια, από τα οποία θα ήταν δυνατή η δράση αλλά και η εξασφάλιση από µια  ενδεχόµενη αιφνιδιαστική αεροπορική προσβολή.

Στο πλαίσιο αυτό αποφασίστηκε και η ταχεία µετακίνηση της Σχολής Ικάρων η οποία βρισκόταν στο Τατόι σε άλλο αεροδρόµιο, καθώς υπήρχε µεγάλος κίνδυνος αεροπορικής επίθεσης εκεί από την ιταλική Αεροπορία.

Η εργώδης προσπάθεια της επανεκκίνησης  της εκπαίδευσης

Ως τέτοιο αεροδρόµιο ορίστηκε, από τα υπάρχοντα σχέδια, το αεροδρόµιο του Άργους. Ακριβής ηµεροµηνία για την µετακίνηση της Σχολής Ικάρων δεν υπάρχει αλλά αυτή θα πρέπει να ολοκληρώθηκε  σταδιακά  εντός του Νοεµβρίου του 1940. Όλο το προσωπικό και τα υλικά µεταφέρθηκαν µε κάθε µέσο και είδος συγκοινωνίας, ενώ τα εκπαιδευτικά αεροσκάφη τα πέταξαν έµπειροι εκπαιδευτές.

Σε ότι αφορά ιπτάµενο προσωπικό στο Άργος βρέθηκαν κυρίως δύο σειρές: Η ένατη και η δέκατη καθώς η όγδοη (τριτοετείς) είχε σχεδόν ολοκληρώσει την πτητική της εκπαίδευση και στα µέσα Νοεµβρίου θα γινόταν η ονοµασία των νέων  Ανθυποσµηναγών, έτοιµων να επανδρώσουν τις Μοίρες των αεροσκαφών ∆ίωξης και Βοµβαρδισµού της ΕΒΑ.

Οι δευτεροετείς όµως της 9ης απαιτείτο να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους ολοκληρώνοντας την πτητική τους εκπαίδευση στο Άργος.

Οι δε πρωτοετείς της 10ης (είχαν καταταγεί µόλις στις 15 Σεπτεµβρίου του 1940) είχαν µπροστά τους ένα δύσκολο έργο εκπαίδευσης η οποία δυστυχώς δεν έµελλε να ολοκληρωθεί στο Άργος αλλά στη µακρινή Ροδεσία. Το αεροδρόµιο του Άργους µόνο κατ΄ευφηµισµόν µπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοιο.

Ήταν ουσιαστικά ένα πεδίο αποπροσγείωσης µε χωµάτινο διάδροµο µήκους λιγότερο των 1.000 µέτρων και υποτυπώδεις έως ανύπαρκτες εγκαταστάσεις. Ήταν εποµένως αναπόφευκτο η µεταφορά της ΣΙ και η εγκατάστασή της να γίνει όπου αυτό ήταν εφικτό.

Χρησιµοποιήθηκαν έτσι σχολεία, δηµόσια κτίρια ακόµη και σπίτια  για την προσωρινή φιλοξενία του προσωπικού, γραφείων, υπηρεσιών, συνεργείων, αποθηκών κ.α. Το ∆ιοικητήριο εγκαταστάθηκε στο τότε δηµοτικό σχολείο Άργους. Η γύρω περιοχή κατακλύστηκε από τα υλικά της Σχολής, αναγκαία για την εκπαίδευση.

∆ιοικητής του εκπαιδευτικού Κέντρου ιπταµένων ήταν ο Σµήναρχος Γ. Φαλκονάκης. Οι πτήσεις άρχισαν εντατικά περί τα τέλη Νοεµβρίου, σ΄ ένα αεροδρόµιο, που όπως αναφέρθηκε είχε µεγάλες ελλείψεις. Ουσιαστικά, ήταν ένα ισοπεδωµένο χωράφι.

Η βελτίωση των εγκαταστάσεων ήταν δύσκολη, είτε γιατί δεν υπήρχαν κατάλληλοι δρόµοι, είτε γιατί έλειπαν µεταφορικά µέσα για να µεταφερθούν υλικά, κυριότερα όµως γιατί η χώρα ήταν τότε σε πόλεµο και προτεραιότητα είχαν οι µονάδες της πρώτης γραµµής.

Όλες οι ελλείψεις όµως και οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν και η εκπαίδευση – πτητική και θεωρητική- προχώρησε µε γρήγορους  ρυθµούς και προς το τέλος Μαρτίου είχε ήδη ολοκληρωθεί η  εκπαίδευση µεγάλου αριθµού εκπαιδευοµένων.

Ο φόρτος εργασίας τεράστιος καθώς οι εκπαιδευτές ήταν λίγοι και οι µαθητές πολλοί. Τα αεροσκάφη Avro 621 Tutor, Avro 626 και κάποια Breguet 19 πετούσαν συνέχεια και ακατάπαυστα, καιρού επιτρέποντος βέβαια.

Ο κάθε εκπαιδευτής είχε χρεωθεί έναν αριθµό µαθητών και όφειλε να τους ετοιµάσει όλους, να τους µάθει την πτητική τέχνη και  όλες τις ασκήσεις αέρος, προκειµένου όταν θα αναλάµβαναν επιχειρησιακά καθήκοντα, να ήταν όσο το ποιο δυνατό ετοιµοπόλεµοι.

∆εν θα ήταν καθόλου υπερβολή  να πούµε ότι ο ουρανός πάνω από την αργολική γη, από τα τέλη Νοεµβρίου του ΄40 έσφυζε κυριολεκτικά από τις πτήσεις των εκπαιδευτικών αεροσκαφών.

Οι αεροπόροι µαθητές ασκούνταν στην πτήση στην ευρύτερη νότια περιοχή προς τη θάλασσα και στην βορειοανατολική πλευρά. Τα αναγνωρίσιµα σηµεία ναυτιλίας ήταν ορατά, χρήσιµα για κάθε µαθητή, κυρίως στο αρχικό στάδιο πτήσης.

Εύκολος προσανατολισµός, ευρύτητα επίπεδης περιοχής. Έτσι, οι εκπαιδευτές µπορούσαν να παρακολουθήσουν βήµα προς βήµα την πρόοδο των Ικάρων.

Ένα ανεµούριο καθόριζε τη χρήση του διαδρόµου, ο οποίος όµως ως χωµάτινος δηµιουργούσε συνθήκες ακατάλληλες. Με τη βροχή γινόταν λασπότοπος µε καλές καιρικές συνθήκες η σκόνη που σηκωνόταν εµπόδιζε την ορατότητα.

Τον Ιανουάριο του 1941 το Εκπαιδευτικό Κέντρο Ιπταµένων Άργους, (ΕΚΙΑ) ενισχύθηκε µε νέους εκπαιδευτές προερχόµενους από την 31η Μοίρα βοµβαρδισµού η οποία επιχειρούσε µε Potez 633 B2 και οι οποίοι είχαν συµπληρώσει τον προβλεπόµενο κύκλο αποστολών στο ελληνο-ιταλικό µέτωπο.

Με την άφιξή τους στο αεροδρόµιο ξεκίνησε και η συγκέντρωση της µεγάλης διασποράς προσωπικού και υλικών απόρροια της αρχικής εσπευσµένης µεταφοράς της Σχολής.

Έτσι συγκέντρωσαν αρχικά τα καταλύµατα κοντά στο αεροδρόµιο προκειµένου να αντιµετωπιστεί το  πρόβληµα της διασποράς του προσωπικού αφού αυτό  είχε απλωθεί στα Φίχτια, στις Μυκήνες, στο Κουτσοπόδι και στο ίδιο το Άργος. Σειρά είχαν στη συνέχεια  τα διάφορα υλικά υποστήριξης τα οποία µεταφέρθηκαν σε πιο προσβάσιµα κτίρια.

Η διαταγή για αποχώρηση

Στα µέσα Μαρτίου η 9η σειρά θα ολοκληρώσει τη βασική της εκπαίδευση και µε την ∆εκάτη να βρίσκεται και αυτή κοντά στην ολοκλήρωση του.

Ο χρόνος όµως κυλούσε αντίστροφα. Στις 6 Απριλίου η Γερµανία εισβάλλει, το µέτωπο καταρρέει και η φυγή πρώτα στην Κρήτη και µετά στη Μέση Ανατολή µονόδροµος.

Το Υπουργείο Αεροπορίας προβαίνει σε µία επιβαλλόµενη από τα πράγµατα λύση και βγάζει  την από 13-4-1941 Α.Π. Γενική ∆ιαταγή, βάσει της οποίας το αεροδρόµιο του Άργους γίνεται κόµβος αποχώρησης, όχι µόνο των ελληνικών αλλά και των βρετανικών αεροπορικών δυνάµεων.

«Λαβόντες υπ’ όψιν την δηµιουργηθείσαν κατάστασιν, εντελλόµεθα τα κάτωθι: Αι Αεροπορικαί µονάδες, υπηρεσίαι και καταστήµατα παραλήπται της παρούσης να µεριµνώσι διά την εν καιρώ αχρήστευσιν παντός υλικού και εφοδίων, να καταστρέψωσιν τα µη µετακινούµενα αεροσκάφη. Άπαντες οι Αξιωµατικοί ιπτάµενοι και µηχανικοί υπαξιωµατικοί πλην των ορισθησοµένων υπό των ∆ιοικητών και ∆ιευθυντών θα αναχωρήσωσι δι’ Εκπαιδευτικόν Κέντρον Ιπταµένων Αεροδρόµιο Άργους».

Με βάση αυτή τη διαταγή άρχισε η σύµπτυξη των αεροπορικών Μονάδων, που κάτω από το συνεχές σφυροκόπηµα της Luftwaffe άρχισε να µετακινείται προς το αεροδρόµιο του Άργους.

Τα εναποµείναντα ελληνικά αεροσκάφη ∆ίωξης, που είχαν διασωθεί µετά και το έπος της ΕΒΑ στη  µεγάλη αεροµαχία των Τρικάλων στις 15 Απριλίου. Όσες δυνάµεις ή αεροσκάφη φτάνουν αυτόµατα µπαίνουν κάτω από τη ∆ιοίκηση του Σµηνάρχου Φίλιππα:

Και φτάνουµε στην διαταγή της 16ης Απριλίου (Μεγάλη Τετάρτη) όπου διατάσσεται η άµεση εκκένωση του ΕΚΙΑ. Προορισµός: Κρήτη.

«Αρ. πρωτ.2953/16-4-41

∆ΙΑΤΑΓΗ  

Τίθηµι υπό τας διαταγάς υµών άπαντας τους µετακινουµένους βάσει της υπ’ αριθ. 2952/∆/γης Υ.Α.

Οι ανωτέρω και άπαν το προσωπικόν του υφ’ υµάς κέντρου θέλουσι επιβιβασθεί  εις Ναύπλιον προς µεταφοράν.

∆ιά την επιβίβασαν ταύτην θέλετε διατάξει και ενεργήσει τα δέοντα συνεννοούµενοι προς τούτο µετά των υπό του Υπουργείου των Ναυτικών εντεταλµένων αξιωµατικών εις τρόπον ώστε να συντελεσθεί αυτή κατά το ταχύτερον και ασφαλέστερον τρόπον.

Εν περιπτώσει µη υπάρξεως επαρκών πλωτών µέσων, καθορίζω ως κατωτέρω την σειράν προτεραιότητος κατά την επιβίβασιν. α) Αξιωµατικοί β) Μαθηταί γ) Μηχανοσυνθέται δ) λοιπαί ειδικότητες ε) λοιπόν προσωπικόν.

Αποδέκται: Εκπαιδευτικόν Κέντρον.

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ  Π. ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΟΣ»

Η τελευταία αυτή διαταγή που καθόριζε τις προτεραιότητες, (πρώτα αξιωµατικοί, µετά µαθητές κ.ο.κ.) όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε ανησυχίες και ταραχές, ιδιαίτερα γιατί υπήρχε άγνοια για την διαθεσιµότητα  των πλωτών µέσων και ποιος τελικά θα έφευγε και µε τι.

Τελικά η µεταφορά του ΕΚΙΑ στην Κρήτη θα γίνει µε δύο πλοία, που βρίσκονταν στο Ναύπλιο. Τα εκπαιδευτικά αεροπλάνα Avro-621 και 626 θα καταστραφούν σε µια περίεργη  διαταγή µε την αιτιολογία της έλλειψης καυσίµων, σε ένα αεροδρόµιο όπου οι πτήσεις συνεχίζονταν µέχρι και τις πρώτες ηµέρες του Απριλίου. ∆εν δόθηκε ποτέ κάποια πειστική εξήγηση  για ποιο λόγο καταστράφηκαν τα αεροσκάφη.

Ίδια τύχη είχαν και έξι εκπαιδευτικά αεροσκάφη της Σχολής Πολυβολητών – Ασυρµατιστών η οποία έδρευσε στο αεροδρόµιο Χασανίου (Ελληνικό) το οποίο στη συνέχεια καταστράφηκε για να ανεγερθούν «µητροπολιτικοί» ουρανοξύστες, εµπορικά κέντρα και καφετέριες.

Έτσι, σε εφαρµογή διαταγής  του Υπουργείου Αεροπορίας, ο ∆ιοικητής της Μοίρας Σµηναγός Λουκίδης διέταξε την µεταφορά των έξι εκπαιδευτικών αεροσκαφών στο Άργος. Για τη µεταφορά αυτή ανταποκρίθηκαν πέντε υπαξιωµατικοί πιλότοι, οι Γαλανόπουλος ∆., Φράγκος Ν., Καβουρίνος Ν., Πολυµέρης ∆. και Παναγουλάκης Ηλ., και ο έφεδρος επισµηνίας Αδοσίδης.

Πέταξαν στο Άργος στις 17 Απριλίου (Μεγάλη Πέµπτη), για να προσγειωθούν την ώρα που στο αεροδρόµιο επικρατούσε χάος, καθώς καταστρέφονταν και καίγονταν υλικά από αποθήκες που δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια των Γερµανών.

Όταν προσγειώθηκαν στο αεροδρόµιο του Άργους, πληροφορηθήκαν ότι υπήρχε εντολή να καούν όσα αεροπλάνα δεν µπορούσαν να φτάσουν στην Κρήτη.

Τα αεροσκάφη µπορούσαν να φτάσουν (υπήρχαν αποθέµατα καυσίµου), αλλά καταστράφηκαν. Πάλι δεν δόθηκε ποτέ κάποια εξήγηση γιατί έγινε αυτό.

Ότι υλικό δεν µπορούσε να µεταφερθεί και δεν υπήρχα λόγος να καταστραφεί όπως κρεβάτια, στρώµατα, ιµατισµό και ό,τι στρατιωτικό υλικό υπήρχε αποφασίστηκε να µοιραστεί στους Αργείτες. Στην απόφαση αυτή οδηγήθηκε ο φρούραρχος της περιοχής να τα µοιραστούν καλύτερα οι Αργείτες παρά να τα κατασχέσουν και να τα χρησιµοποιήσουν οι Γερµανοί.

Σήµερα το αεροδρόµιο της Αργολίδας εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί που ήταν πριν από 80 και πλέον χρόνια σε µια έκταση 31,4 στρεµµάτων. Χρησιµοποιείται περιστασιακά από αεροσκάφη της  359 ΜΑΕ∆Υ. Κάποιες προσπάθειες για να χρησιµοποιηθεί από αερολέσχες συνάντησαν την αντίδραση των κατοίκων.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Με στοιχεία από «H σχολή Ικάρων στο αεροδρόµιο του Άργους στον πόλεµο του 1940» του Χαράλαµπου Μαυρίδη  Αξιωµατικού ΠΑ – «Αργειακή Γη», Επιστηµονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευµατικού Κέντρου του ∆ήµου Άργους, Τεύχος 3, ∆εκέµβριος 2005.