Το άρθρο με τίτλο «Χρειάζεται η Ελλάδα τους ρωσικούς S-300 στην Κρήτη;» ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα αποστέλλει εξοπλισμό στο Κίεβο για να τον χρησιμοποιήσει κόντρα στη Ρωσία, με αναφορά και στα ελληνοτουρκικά, με αφορμή την άρνηση της Αθήνας να μεταφέρει τα ρωσικά συστήματα S-300 στην Ουκρανία.
Αναφέρεται στο ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης Ελλάδας-Τουρκίας και σχολιάζει ακόμα και τις ελληνορωσικές σχέσεις.
«Στις αρχές Ιουνίου, ο Έλληνας υπουργός Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν ξεκάθαρος όταν τόνισε ότι η χώρα του δεν θα μεταφέρει στην Ουκρανία τα ρωσικά πυραυλικά συστήματα αεράμυνας S-300 μεγάλου βεληνεκούς που είναι αποθηκευμένα στο νησί της Κρήτης. ‘
Δεν θα παρέχουμε αντιαεροπορικούς πυραύλους από τα νησιά μας ή πυραύλους κατά πλοίων, όσο κι αν μας το ζητήσουν, γιατί αντιμετωπίζουμε πραγματική απειλή’, είπε.
‘Η Ελλάδα δεν θα στείλει το οπλικό σύστημα S-300’, τόνισε. ‘Ό,τι χρειαζόμαστε, ό,τι είναι χρήσιμο και κυρίως λειτουργικά ενεργό, δεν σκοπεύουμε να το απελευθερώσουμε’», τονίζεται στο ξεκίνημα του άρθρου.
Το άρθρο σημειώνει επίσης ότι ο ισχυρισμός του Έλληνα ΥΕΘΑ ότι η χώρα μας χρειάζεται τους S-300PMU-1 στην Κρήτη «είναι ενδιαφέρων».
«Άλλωστε, σε αντίθεση με την πρόσφατη αμφισβητούμενη απόκτηση S-400 από την Τουρκία από τη Μόσχα και την προηγούμενη προμήθεια από την Ελλάδα ρωσικών συστημάτων μικρότερης εμβέλειας 9K33 Osa και Tor-M1, η Αθήνα δεν αναζήτησε αυτά τα S-300 για τον εαυτό της.
Ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία που παρήγγειλε αρχικά αυτά τα συστήματα –που είναι τώρα στην Κρήτη- στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990. Η μοιραία αγορά της Λευκωσίας πυροδότησε αμέσως μια κρίση με την Τουρκία, η οποία απείλησε να βομβαρδίσει τα συστήματα σε ένα προληπτικό χτύπημα τη στιγμή που προσγειώθηκαν στο διαιρεμένο νησί.
Η Αθήνα συμφώνησε τελικά να πάρει τα συστήματα για να εκτονώσει αυτή την κρίση και να αποτρέψει έναν πιθανό πόλεμο. Τα αποθήκευσε στην Κρήτη, όπου κάθονταν αχρησιμοποίητα για πάνω από μια δεκαετία».
Το δημοσίευμα του Forbes επισημαίνει ότι, οι παρατηρήσεις του Νίκου Παναγιωτόπουλου «εγείρουν ερωτήματα σχετικά με τα πιθανά σχέδια έκτακτης ανάγκης που έχουν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις για να θέσουν αυτούς τους προηγμένους ρωσικούς πυραύλους σε λειτουργία. Η ‘πραγματική απειλή’ στην οποία αναφέρθηκε ο Παναγιωτόπουλος ήταν αναμφίβολα η Τουρκία. Οι εντάσεις είναι επί του παρόντος αρκετά υψηλές μεταξύ αυτών των δύο γειτόνων, αν και ο πόλεμος παραμένει απίθανος».
Το άρθρο εξετάζει επίσης το ζήτημα των συστημάτων S-300:
«Σχεδιασμένοι όπως ήταν για να αντιμετωπίσουν πολεμικά αεροσκάφη και πυραύλους του ΝΑΤΟ, οι ελληνικοί S-300 θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποτελέσουν σοβαρή απειλή για τα τουρκικά F-16 σε μεγάλες εκτάσεις του Αιγαίου.
Εάν η Ελλάδα αναπτύξει τους S-300 και βάλει τα ισχυρά ραντάρ τους να σαρώνουν ενεργά τον εναέριο χώρο του Αιγαίου και να… ζωγραφίζουν τα εισερχόμενα τουρκικά αεροσκάφη, αυτό αναμφίβολα θα αντιπροσώπευε μια μεγάλη κλιμάκωση των εντάσεων.
Εάν η Τουρκία ανταποκρινόταν αναπτύσσοντας τους S-400 στη δυτική της ακτή, θα βλέπαμε να εκτυλίσσεται ένα εντελώς γελοίο σενάριο στο οποίο, μέλη του ΝΑΤΟ στοχεύουν τους προηγμένους ρωσικούς πυραύλους τους ο ένας στα αμερικανικής κατασκευής μαχητικά αεροσκάφη του άλλου».
Σημειώνεται επίσης ότι ένα τέτοιο σενάριο είναι ακραία υποθετικό και παραμένει εξαιρετικά απίθανο.
«Ο Παναγιωτόπουλος είπε επίσης ότι η Ελλάδα ‘δεν πρόκειται να στείλει όπλα για τα οποία δεν έχουμε φροντίσει για την αντικατάστασή τους’.
Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Αθήνα θα ήταν ανοιχτή στη μεταφορά των S-300 της στην Ουκρανία σε αντάλλαγμα για αντικαταστάσεις από τη Δύση και εγγυήσεις ασφαλείας, όπως έκανε η Σλοβακία με τη μοναδική της μπαταρία S-300 τον Απρίλιο.
Η Ελλάδα θα μπορούσε επίσης να είναι απρόθυμη να μεταφέρει όπλα, από φόβο μήπως υποστεί άμεσα την οργή της Μόσχας, αν και αυτό είναι πολύ λιγότερο πιθανό».
«Μια σχετική ελληνοαμερικανική συμφωνία ανταλλαγής όπλων μπορεί να είναι θεωρητικά εφικτή, αλλά φαίνεται περίπλοκη σε σχέση με τους πυραύλους Patriot», δήλωσε στο περιοδικό ο Γιώργος Τζογόπουλος, ανώτερος συνεργάτης στο Centre International de Formation Européenne.
«Στο παρελθόν, η Τουρκία είχε ζητήσει από τις ΗΠΑ πυραύλους Patriot. Η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει επομένως να λάβει αποφάσεις που δεν θα προσθέσουν επιπλέον βάρος στην τεταμένη κατάσταση των σχέσεών της με την Τουρκία».
Παράλληλα, τονίζεται ότι οι ελληνορωσικές σχέσεις έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο που «δεν υπάρχει ελπίδα»:
«Οι ελληνορωσικές σχέσεις έχουν φτάσει στο χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών – και δεν υπάρχει ελπίδα για το τέλος της διμερούς κρίσης βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα».
«Η ελληνική κυβέρνηση έχει λάβει μια ξεκάθαρη στρατηγική απόφαση να σταθεί στο πλευρό των ΗΠΑ – κάτι περισσότερο από την απλή ευθυγράμμιση με τις πολιτικές της ΕΕ – και αναμένεται να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αυτό σημαίνει ότι είναι έτοιμη να στείλει περισσότερα όπλα στην Ουκρανία σε στενό συντονισμό με τις ΗΠΑ».
«Σε αυτό το πλαίσιο, το κύριο μέλημα της Ελλάδας δεν είναι η οργή της Ρωσίας, η οποία θεωρείται δεδομένη και δεν φαίνεται να την εμποδίζει (την ελληνική κυβέρνηση) να στείλει νέα όπλα, αλλά ο αντίκτυπος των μελλοντικών της αποφάσεων στον στρατιωτικό συσχετισμό έναντι έναντι της Τουρκίας», πρόσθεσε.
Ωστόσο, ο ειδικός δεν πιστεύει στο ενδεχόμενο πραγματικής σύγκρουσης Ελλάδας-Τουρκίας προς το παρόν.
Παρά ταύτα, σημείωσε ότι «μπορεί να ξεσπάσουν συγκρούσεις ως συνέχεια μικροατυχημάτων, που δεν αποκλείονται στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο τους επόμενους μήνες».
«Η ελληνική κυβέρνηση παραμένει αισιόδοξη ότι η Ουάσιγκτον θα ενεργούσε προληπτικά για να αποτρέψει επικίνδυνα σενάρια, αλλά δεν κατάφερε να λάβει εγγυήσεις ασφαλείας από την Ουάσιγκτον προς αυτή την κατεύθυνση», είπε. «Η προεκλογική περίοδος τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία δεν ευνοεί την ηρεμία».
«Το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την προστασία της Νότιας Πτέρυγας του ΝΑΤΟ δημιουργεί κάποια αισιοδοξία», πρόσθεσε. «Ωστόσο, οι ΗΠΑ έχουν χάσει τον έλεγχο σε ορισμένες κρίσεις πρόσφατα (Συρία, Αφγανιστάν κ.λπ.) και στερούνται την ηγετική κυριαρχία των προηγούμενων δεκαετιών».
«Το πιο σημαντικό, είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε πώς ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα μπορούσε να ενεργήσει στην προσπάθεια για επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική (ή αντιληπτές επιτυχίες για το εσωτερικό κοινό) πυροδοτώντας την αμυντική απάντηση της Ελλάδας με κάθε δυνατό τρόπο».