Τουλάχιστον 60.000 άνθρωποι, εκ των οποίων οι περισσότεροι Ροχίνγκια, έφθασαν στο Μπανγκλαντές διαφεύγοντας από τις μάχες στη βορειοδυτική Μιανμάρ, όπου τουλάχιστον 250.000 άνθρωποι στερούνται τροφίμων χάριν των συνεχιζόμενων συγκρούσεων μεταξύ του κυβερνητικού στρατού και της εξέγερσης των Ροχίνγκια.
Οι βιαιότητες άρχισαν πριν από οκτώ ημέρες με την επίθεση σε περίπου τριάντα αστυνομικά τμήματα που πραγματοποίησε η καινούρια ανταρτική οργάνωση Arakan Rohingya Salvation Army (ARSA, Στρατός Σωτηρίας Αρακάν Ροχίνγκια), που δηλώνει ότι θέλει να υπερασπιστεί τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας των Ροχίνγκια. Έκτοτε ο στρατός της Μιανμάρ έχει εξαπολύσει μια εκταταμένη επιχείρηση σ’ αυτή την πολύ φτωχή και απομακρυσμένη περιοχή, εξαναγκάζοντας δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να πάρουν τους δρόμους με κίνδυνο να ξεσπάσει μια ανθρωπιστική κρίση.
Από τις 25 Αυγούστου, ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν καταφύγει στο γειτονικό Μπανγκλαντές «είναι 58.600 σύμφωνα με διάφορες ανθρωπιστικές υπηρεσίες και θα συνεχίσει να αυξάνεται», δήλωσε σήμερα στο Γαλλικό Πρακτορείο η εκπρόσωπος της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες Βίβιαν Ταν. Χθες ο ΟΗΕ είχε κάνει λόγο για 38.000 πρόσφυγες που έφθασαν στο Μπανγκλαντές μέσα σε διάστημα μιας εβδομάδας, στη διάρκεια της οποίας οι μάχες προκάλεσαν περισσότερους από 400 νεκρούς.
Δεκάδες χιλιάδες άλλοι άνθρωποι, σχεδόν όλοι Ροχίνγκια, βρίσκονται αποκλεισμένοι στα σύνορα, καθώς το Μπανγκλαντές λέει πως δεν μπορεί να υποδεχθεί περισσότερους. Και 12.000 βουδιστές της εθνότητας Ραχίν έχουν επίσης εκτοπισθεί, σύμφωνα με την ECHO, την υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι αρμόδια για τις ανθρωπιστικές επιχειρήσεις.
Για όσους έχουν παραμείνει στη Μιανμάρ, η ανθρωπιστική κατάσταση είναι τεταμένη: οι διανομές του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος έχουν διακοπεί εξαιτίας των μαχών.
Σ’ αυτή την περιοχή, περίπου 120.000 Ροχίνγκια ζουν σε καταυλισμούς στο Σίτουε μετά τις διαθρησκευτικές βιαιότητες του 2012. Δεν έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας και οι μετακινήσεις τους είναι περιορισμένες, κάτι που τους καθιστά εξαρτημένους από τη βοήθεια σε τρόφιμα.
Η κυβέρνηση της Μιανμάρ, της οποίας ηγείται ντε φάκτο η πρώην διαφωνούσα Αούνγκ Σαν Σού Κι, υποπτεύεται ότι οι ανθρωπιστικές οργανώσεις μεροληπτούν υπέρ των Ροχίνγκια και υποστηρίζει πως μερίδες από τη βοήθεια που παρέχουν σε τρόφιμα βρέθηκαν σε καταυλισμούς ανταρτών.