Το Ιράν κατηγόρησε σήμερα τις Ηνωμένες Πολιτείες για “ανάμιξη” στις εσωτερικές του υποθέσεις μετά τις επικρίσεις της Ουάσινγκτον, η οποία εξέφρασε τη λύπη της για έλλειψη “ελευθερίας” στην εκλογική διαδικασία των προεδρικών εκλογών που σημαδεύτηκε από αποχή ρεκόρ.
Ο υπερσυντηρητικός Εμπραχίμ Ραϊσί ανακηρύχθηκε το Σάββατο νικητής των προεδρικών εκλογών στις οποίες συμμετείχε μόνο το 48,8% των εκλογέων σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το πιο χαμηλό ποσοστό συμμετοχής από την ανακήρυξη της Ισλαμικής Δημοκρατίας το 1979.
Επικεφαλής της δικαστικής αρχής, ο Ραϊσί έλαβε το 61,95% των ψήφων. Ήταν φαβορί ελλείψει πραγματικού ανταγωνισμού μετά την απόρριψη των υποψηφιοτήτων των κυριότερων αντιπάλων του.
Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, το αμερικανικό Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέφρασε τη λύπη του που οι Ιρανοί “στερήθηκαν του δικαιώματός τους να επιλέξουν τους ηγέτες τους μέσω μιας ελεύθερης και δίκαιης εκλογικής διαδικασίας”.
Στην Τεχεράνη, ο εκπρόσωπος της απερχόμενης κυβέρνησης Αλί Ραμπιί κατήγγειλε “τη δήλωση αυτή ως παράδειγμα ανάμιξης στις εσωτερικές υποθέσεις του Ιράν”, σε συνέντευξη Τύπου. “Την καταδικάζουμε”, πρόσθεσε.
Εχθροί για 40 και πλέον χρόνια, η Ισλαμική Δημοκρατία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις τους από το 1980.
“Η αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει τη δικαιοδοσία να σχολιάζει την εκλογική διαδικασία στο Ιράν ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα”, είπε ο Ραμπiί.
Οι εντάσεις ανάμεσα στις δύο χώρες επιδεινώθηκαν μετά την καταγγελία από τις ΗΠΑ το 2018 της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα που είχε επιτευχθεί τρία χρόνια νωρίτερα και την επαναφορά των αμερικανικών κυρώσεων, την άρση των οποίων είχε επιτρέψει η συμφωνία, με αποτέλεσμα η χώρα να βυθιστεί σε βίαιη ύφεση με δραματικές κοινωνικές συνέπειες.
Από τις αρχές Απριλίου, η Τεχεράνη και τα μέρη της συμφωνίας διεξάγουν συνομιλίες στη Βιέννη με σκοπό την επανεκκίνηση της συμφωνίας και την επανένταξη των ΗΠΑ σ’ αυτή.
Ο Εμπραχίμ Ραϊσί, που αναμένεται να αναλάβει καθήκοντα τον Αύγουστο, δήλωσε χθες, Δευτέρα, πως δεν θα επιτρέψει “συνομιλίες για τις συνομιλίες” σχετικά με το πυρυνικό του πρόγραμμα και αρνήθηκε ενδεχόμενη συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν.