Μία γυναίκα, πέρασε μια εβδομάδα μέσα σε ένα σκάφος με το πτώμα του συζύγου της και επέζησε τρώγοντας ωμό ψάρι, όταν παρασύρθηκε το σκάφος τους στον Αμαζόνιο.
Η Maria das Graças Mota Bernardo αναγκάστηκε να πολεμήσει με τους γύπες που έφταναν στο σκάφος καθώς είχαν μυρίσει το πτώμα του συζύγου της.
Η 68χρονη ήταν στο πρώτο της ταξίδι για ψάρεμα με τον σύζυγό της, José Nilson de Souza Bernardo όταν εκείνος πέθανε από καρδιακό επεισόδιο τα μεσάνυχτα της 29ης Μαρτίου. Ήταν η πρώτη ημέρα της εκδρομής τους.
Η κόρη τους, Cristiane είπε στους δημοσιογράφους ότι «Μετά το δείπνο, ο πατέρας μου πήγε να ξαπλώσει στην αιώρα, αλλά το σχοινί έσπασε και τρόμαξε. Σηκώθηκε και χτύπησε το γόνατό του. Κάθισε πάλι και άρχισε αισθάνεται ότι καίγεται.
Είπε στη μαμά μου ότι αισθανόταν ζεστός. Στη συνέχεια σηκώθηκε, έβγαλε μία κραυγή και έπεσε. Η μητέρα μου τον έπιασε, του σήκωσε το κεφάλι και τότε άφησε την τελευταία του πνοή».
Στη συνέχεια, η μητέρα της Cristiane έδεσε το κανό και πήγε να ζητήσει βοήθεια από ένα άλλο σκάφος που βρισκόταν κοντά αλλά ξαφνικά η μηχανή της βάρκας τους σταμάτησε.
«Πήγε στην πλώρη και άρχισε να κωπηλατεί. Πέρασε όλες αυτές τις μέρες κωπηλατώντας» είπε η κόρη της σημειώνοντας ότι σχεδίαζαν αυτό το ταξίδι για μήνες.« Ήθελε να βγάλει πολλές φωτογραφίες. Θα ήταν η στιγμή τους».
Η Cristiane είπε ότι η μητέρα της πέρασε τις πρώτες μέρες τρώγοντας ωμό ψάρι και αλεύρι που είχαν στο σκάφος.
«Μια μέρα ήπιε μόνο νερό. Μια άλλη μέρα, έτρωγε μόνο αλεύρι με νερό και έπινε σκέτο χυμό λεμονιού. Την τρίτη μέρα, πέρασε ένας άντρας με ένα κανό με κινητήρα. Η μητέρα μου του ζήτησε βοήθεια αλλά εκείνος απλά συνέχισε την πορεία του».
Η μητέρα της χτυπούσε τα κατσαρολικά για να απομακρύνει τα σαρκοφάγα ζώα που πλησίαζαν. Ούρλιαζε όσο μπορούσε για βοήθεια αλλά κανείς δεν απαντούσε.
Αποφάσισε να μετακινηθεί προς την άλλη πλευρά του σκάφους τους και κάλυψε τη μύτη της με ένα πανί όταν το πτώμα του συζύγου της άρχισε να αποσυντίθεται.
«Δεν μπορούσε να κοιμηθεί άλλο. Έβαλε όλη της τη δύναμη για να προσπαθήσει να μεταφέρει το πτώμα του συζύγου της στο σπίτι, ώστε να του κάνουμε μία αξιοπρεπή ταφή».
Ωστόσο, η γυναίκα χρειάστηκε να παλέψει για να κρατήσει το πτώμα του συζύγου της από τα αρπακτικά του Αμαζονίου.
«Η μαμά μου είπε ότι οι γύπες άρχισαν να κουρνιάζουν στην κορυφή του σκάφους. Τους χτυπούσε και ούρλιαζε. Έβγαλε το μουσαμά από το πάνω μέρος της τέντας και το έβαλε πάνω από το πτώμα του, γιατί άρχισαν να μαζεύονται μέλισσες και κουνούπια».
Γύρω από το σκάφος άρχισαν να συγκεντρώνονται καϊμάν και αλιγάτορες. «Η μαμά μου ήξερε ότι μπορούσε να πέσει στο νερό ανά πάσα στιγμή και δεν ξέρει καν να κολυμπάει» είπε η Cristiane.
Αφού διασώθηκε και έλαβε ιατρική περίθαλψη, η Maria βγήκε από το νοσοκομείο στις 5 Απριλίου. «Είναι κλονισμένη και αδύναμη. Δεν μπορεί να κοιμηθεί».
Η Μaria και ο σύζυγός τους ξεκίνησαν την περιπέτειά τους στις 28 Μαρτίου.
Όταν δεν κατάφεραν να επιστρέψουν σπίτι τους ξεκίνησαν έρευνες για τον εντοπισμό τους. Είχαν ένα μικρό σκάφος και ένα μικρότερο κανό για να εξερευνήσουν τα δάση του Αμαζονίου. Όταν η οικογένεια ανακάλυψε όμως το κανό του ζευγαριού δεμένο σε ένα δέντρο ειδοποίησαν τις αρχές.
Μέσα βρέθηκαν σάπια ψάρια και ένα δίχτυ που ήταν ακόμα απλωμένο στο νερό. Στις 4 Απριλίου, το Ναυτικό της Βραζιλίας βρήκε το σκάφος του ζευγαριού που είχε παρασυρθεί στην Ιραντούμπα, περίπου 160 χλμ από το σημείο αναχώρησής τους, μια εβδομάδα αφού είχαν φύγει.
Ελικόπτερο του Πολεμικού Ναυτικού διέσωσε τη Maria από το σημείο και οι αξιωματούχοι παρείχαν τις πρώτες βοήθειες.
Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Manaus, όπου η Maria λαμβάνει κλινική και ψυχολογική φροντίδα αυτή τη στιγμή.