Ποινή φυλάκισης 9 ετών επιβλήθηκε από δικαστήριο στην Αυστραλία σε μία γυναίκα που ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου την μόλις δύο ετών κόρη της γιατί δεν ήταν ικανοποιημένη με τον τρόπο που έκανε το κοριτσάκι τις δουλειές του σπιτιού.
Η δολοφονία της Τίλι Κρεγκ είχε γίνει το 1987, όταν η μητέρα της και η μικρή ήταν μέλη αίρεσης και ζούσαν σε φάρμα στη Νέα Νότια Ουαλία. Ο αρχηγός της αίρεσης φρόντισε να εξαφανίσει τα ίχνη της μικρής και ζήτησε από τα μέλη να μην πουν τίποτα.
Το έγκλημα θα έμενε στο σκοτάδι αν δεν είχε βρει η αστυνομία τα ίχνη της μητέρας, χάρη σε πληροφοριοδότη. Εν τω μεταξύ ο πατέρας του κοριτσιού την αναζητούσε, χωρίς να πιστεύει τη δικαιολογία που του είπαν ότι υιοθετήθηκε. Έμαθε για τον θάνατο της Τίλι μόνο όταν συνελήφθη η μητέρα της.
Μητέρα και κόρη, όπως αναφέρει το BBC, ήταν μέλη του κοινοβίου Ministry of God, στο οποίο ακόμη και τα πολύ μικρά παιδιά συμμετείχαν κάνοντας δουλειές και τιμωρούνταν αυστηρά αν δεν τα κατάφερναν.
Στις 7 Ιουλίου του 1987, η 25χρονη τότε Κρεγκ και η μικρή Τίλι σκούπιζαν, αλλά η Κρεγκ δεν ήταν ευχαριστημένη με τον τρόπο που το κοριτσάκι έκανε τις δουλειές. Τιμώρησε τη μικρή χτυπώντας της μέχρι θανάτου με ένα πλαστικό σωλήνα μέσα στο σπίτι τους.
Άφησε το πτώμα στη μπανιέρα και περίμενε τον αρχηγό της αίρεσης, Αλεξάντερ Γουίλον ή «Μπαμπά», να επιστρέψει. Αυτός προσευχήθηκε για την ανάσταση της Τίλι. Αργότερα, όμως, έκαψε το πτώμα και σκόρπισε την τέφρα, ενώ απαγόρευσε από τα μέλη της αίρεσης να μιλήσουν για ό,τι έγινε.
Ο Γουίλον είχε κατηγορηθεί για συνέργεια σε φόνο (ενώ είχε και άλλες κατηγορίες για σεξουαλικές επιθέσεις), αλλά δεν δικάστηκε λόγω της βεβαρημένης υγείας του.
Τελικά, η Κρεγκ αποτάχθηκε από την αίρεση τον Νοέμβριο του 1987 και επέστρεψε στη Νέα Ζηλανδία από όπου καταγόταν. Ζούσε για χρόνια με ψεύτικα στοιχεία ταυτότητας πριν συλληφθεί και εκδοθεί στην Αυστραλία το 2021.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η Κρεγκ δεν είχε πρόθεση να τραυματίσει σοβαρά το παιδί της, αλλά τόνισε ότι το κορίτσι «πέθανε στα χέρια ενός ανθρώπου που ρόλος του ήταν να την προσέχει». Η ίδια η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε ότι μετάνιωσε για τις πράξεις της.