Διχασμένη είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς την αντιμετώπιση των Ρώσων, οι οποίοι έφυγαν από την πατρίδα τους για να μην πολεμήσουν στην Ουκρανία. Οι «27» αναζητούν κοινό παρονομαστή.
Χιλιάδες Ρώσοι σε στρατεύσιμη ηλικία έχουν ήδη καταφύγει σε γειτονικές χώρες, στις οποίες μπορούν να ταξιδέψουν χωρίς βίζα. Δορυφορικές εικόνες δείχνουν ουρές χιλιομέτρων από αυτοκίνητα στα σύνορα με τη Γεωργία, το Καζακστάν, τη Φινλανδία και τη Μογγολία. Την περασμένη εβδομάδα μέσα σε λίγες τα εισιτήρια έγιναν ανάρπαστα στις ελάχιστες διεθνείς πτήσεις που αναχωρούν από τη Ρωσία.
Οι κυβερνήσεις του Καζακστάν και της Γεωργίας καλωσόρισαν τελικά όλους τους Ρώσους που εγκατέλειψαν την χώρα μετά την επιστράτευση την Τρίτη. Ο πρόεδρος του Καζακστάν Κασίμ Τοκάγιεφ είπε ότι πολλοί δεν βλέπουν άλλη διέξοδο. “Πρέπει (…) να διασφαλίσουμε την ασφάλειά τους. Είναι ένα πολιτικό και ανθρωπιστικό ζήτημα”. Η δήλωση καταδεικνύει ωστόσο και την αρνητική στάση του Καζακστάν τότε έναντι του πολέμου στην Ουκρανία, όσο και της επιστράτευσης. Ας σημειωθεί ότι η Αστάνα αρνείται εκτός αυτού να εκδώσει πρόσφυγες στη Ρωσία.
Αντίθετα η Τουρκία φαίνεται τώρα να θέλει να μειώσει την εισροή Ρώσων προσφύων. Η αεροπορική εταιρεία Turkish Airlines ακύρωσε τα δρομολόγιά της προς τη Λευκορωσία και διάφορους προορισμούς στη Ρωσία μέχρι το τέλος του έτους. Από την επέμβαση στην Ουκρανία, η Τουρκία είναι ένα από τα λίγα εναπομείναντα διεθνή δρομολόγια για ταξιδιώτες από τη Ρωσία.
Τώρα οι επιλογές τους στενεύουν. Όμως, άνδρες σε στρατεύσιμη ηλικία εγκαταλείπουν την πατρίδα τους με κάθε τρόπο. Εκατοντάδες εγκαταλελειμμένα ποδήλατα έχουν εντοπιστεί τις τελευταίες ημέρες κοντά σε συνοριακές διαβάσεις με γειτονικές χώρες.
66.000 Ρώσοι πολίτες ήρθαν στην ΕΕ την περασμένη εβδομάδα
Τα κράτη της Βαλτικής έχουν κλείσει σε μεγάλο βαθμό τα χερσαία σύνορά τους προς τη Ρωσία αφού αρνούνται την είσοδο σε Ρώσους τουρίστες από τα μέσα του μήνα. Ο υπουργός Εξωτερικών της Λετονίας Έντγκαρς Ρίνκεβιτς ανέφερε ως λόγο ανησυχίες για την ασφάλεια. Ο υπουργός Εξωτερικών της Λιθουανίας Γκαμπριέλους Λαντσμπέργκις είπε ψυχρά: “Η Λιθουανία δεν θα δώσει άσυλο σε όσους διαφεύγουν από τις ευθύνες τους. Οι Ρώσοι πρέπει να μείνουν και να πολεμήσουν. Ενάντια στον Πούτιν”. Και η πρωθυπουργός της Εσθονίας Κάγια Κάλας έγραψε στο Twitter: “Δεν χορηγούμε άσυλο σε Ρώσους άνδρες που εγκαταλείπουν τη χώρα τους: πρέπει να πολεμήσουν ενάντια στον πόλεμο”.
Σύμφωνα με την υπηρεσία συνόρων της ΕΕ Frontex, 66.000 Ρώσοι πολίτες ήρθαν στην ΕΕ την περασμένη εβδομάδα, 30.000 από αυτούς μόνο στη Φινλανδία. Αυτό είναι 30 τοις εκατό περισσότερο από την προηγούμενη εβδομάδα. Υπάρχουν επίσης αναφορές για πρόσφυγες από τις κατεχόμενες περιοχές της Ουκρανίας, εξηγεί η υπηρεσία της ΕΕ. Η Frontex υποθέτει ότι οι παράνομες διελεύσεις των συνόρων θα αυξηθούν εάν η Ρωσία απαγορεύσει επίσημα την έξοδο.
Η φινλανδική συνοριακή αρχή πρότεινε εν τω μεταξύ την κατασκευή ενός φράχτη κατά μήκος των συνόρων με τη Ρωσία, αναφέροντας ανησυχίες για την ασφάλεια. Ωστόσο, αυτό θα ήταν μια λύση για το πιο μακρινό μέλλον. Επί του παρόντος, μόνο όσοι έχουν διαβατήριο και βίζα Σένγκεν μπορούν να εισέλθουν νόμιμα στη Φινλανδία. Ωστόσο, οι αρχές καθιστούν σαφές ότι θα εξετάσουν αιτήσεις ασύλου από Ρώσους που δραπέτευσαν.
Σε αναζήτηση ενιαία γραμμής οι “27”
Την περασμένη Δευτέρα, οι πρεσβευτές της ΕΕ συζήτησαν το θέμα χωρίς να φτάσουν σε μια κοινώς αποδεκτή λύση. Μία από τις προτάσεις ήταν να χορηγηθεί τουλάχιστον προσωρινή προστασία στους Ρώσους πρόσφυγες.
Η Κομισιόν δήλωσε την Τρίτη ότι βρίσκεται σε επαφή με τα κράτη μέλη και αναζητεί λύσεις. Ωστόσο, υπάρχει ένα “σαφές νομικό πλαίσιο” όσον αφορά τις αιτήσεις ασύλου: “Όταν πρόκειται για άτομα που έρχονται στην ΕΕ και ζητούν διεθνή προστασία, εκείνη θα πρέπει να είναι εγγυημένη”, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο εκπρόσωπος της Κομισιόν Έρικ Μάμερ.
Οι χώρες της ΕΕ θα πρέπει να αποφασίζουν για κάθε αίτημα κατά περίπτωση, “λαμβάνοντας υπόψη τη γεωπολιτική κατάσταση και τις ανησυχίες για την ασφάλεια“. Η Κομισιόν υπόσχεται κατευθυντήριες γραμμές για το θέμα αυτό στο εγγύς μέλλον.
Η μεταχείριση αυτών των προσφύγων βασίζεται σε πολύ διαφορετικές πολιτικές εκτιμήσεις που είναι δύσκολο να φτάσουν σε έναν κοινό παρονομαστή.