Μάρτιος του 1914, η είδηση ότι η Ανριέτ Καγιό, σύζυγος του υπουργού Οικονομικών, Ζοζέφ Καγιό, σκότωσε τον διευθυντή της εφημερίδας Φιγκαρό, Γκαστόν Καλμέτ, μέσα στο γραφείο του, φτάνει σε κάθε άκρη του Παρισιού.
Η Ανριέτ ζήτησε ραντεβού μαζί του, και όταν συναντήθηκαν πυροβόλησε 5 φορές εναντίον του, και η μία σφαίρα που τον πέτυχε τον τραυμάτισε θανάσιμα.
Η Καγιό αθώωθηκε από τους ενόρκους, καθώς υποστήριξε πως ήταν έγκλημα πάθους και κατάφερε να τους πείσει ότι ήταν το θύμα.
Όμως η αλήθεια ήταν πως το έγκλημα ήταν προμελετημένο, και πως η σύζυγος του υπουργού, απλά ήθελε να μην αποκαλυφθεί ένα σκάνδαλο που θα τερμάτιζε τη καριέρα του άνδρα της.
Η Ανριέτ είχε ξεκινήσει τη σχέση με τον υπουργό, όταν ακόμα ήταν παντρεμένος με την πρώτη του σύζυγο την Γκετάν.
Η εφημερίδα βρήκε τα ερωτικά γράμματα που αντάλλασαν και μέσα σε αυτά υπήρχαν αποδείξεις ότι ο υπουργός, που είχε διετελέσει και πρωθυπουργός, είχε προβεί σε μοιχεία, κάτι που δεν θα συγχωρούσε η συντηρητική και ταυτόχρονα υποκριτική πολιτική σκηνή.
Η Ανριέτ δεν προσπάθησε να διαφύγει. Φώναζε στους αστυνομικούς: «Μην με αγγίζεται, είμαι κυρία. Στη συνέχεια αρνήθηκε να μεταφερθεί στο σταθμό με περιπολικό, προτιμώντας να την οδηγήσει εκεί ο δικός της οδηγός.
«Ήλπιζα ότι ο Καλμέτ δεν είχε τραυματιστεί πολύ άσχημα», έλεγε προσπαθώντας να δικαιολογηθεί, κοιτάζοντας γύρω της με κενό βλέμμα.
Με απόλυτη ψυχραιμία, η δολοφόνος δήλωσε αμέσως μετά: «Εφ’ όσον δεν υπάρχει δικαιοσύνη στη Γαλλία, μόνο το πιστόλι μπορούσε να βάλει τέρμα σε μια ανίερη δυσφημιστική εκστρατεία».
Το καιρό που έμεινε μέσα μέχρι την εκδίκαση είχε ανέσεις ξενοδοχείου, αφού είχε προσωπικό σεφ, δεχόταν επισκέψεις, ενώ όποτε ήθελε της έφερναν καινούργια βιβλία για να διαβάζει.