Σαράντα τρία χρόνια μετά τη βομβιστική επίθεση στη συναγωγή της οδού Κοπέρνικου, στο Παρίσι, από την οποία σκοτώθηκαν τέσσερις άνθρωποι και τραυματίστηκαν δεκάδες άλλοι, ο μοναδικός κατηγορούμενος, ο Καναδολιβανέζος Χασάν Ντιάμπ, καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια κάθειρξη.
Η ακροαματική διαδικασία διήρκησε τρεις εβδομάδες. Έπειτα από οκτώ ώρες διαβουλεύσεων, το ειδικό κακουργιοδικείο του Παρισιού επέβαλε στον 69χρονο πανεπιστημιακό τη μέγιστη δυνατή ποινή και διέταξε να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης σε βάρος του.
«Θα εξετάσουμε προσεκτικά τις επόμενες κινήσεις της γαλλικής κυβέρνησης, το τι θα επιλέξουν να κάνουν τα γαλλικά δικαστήρια. Όμως θα είμαστε πάντα εδώ για να υπερασπιστούμε τους Καναδούς και τα δικαιώματά τους», διαβεβαίωσε ο πρωθυπουργός του Καναδά Τζάστιν Τριντό σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε.
Στις 3 Οκτωβρίου 1980, γύρω στις 18.35, μια βόμβα, τοποθετημένη σε ένα μηχανάκι, εξερράγη κοντά στη συναγωγή, σε μικρή απόσταση από τη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων: ήταν η πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που η εβραϊκή κοινότητα της Γαλλίας γινόταν στόχος φονικής επίθεσης.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, η κατηγορούσα αρχή τόνισε ότι τα ισόβια ήταν η μοναδική ποινή που θα μπορούσε να επιβληθεί στον Χασάν Ντιάμπ ο οποίος ήταν «αναμφίβολα» ο δράστης. Κανείς δεν έχει αναλάβει μέχρι σήμερα την ευθύνη για την επίθεση αυτήν.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης ζήτησαν την απαλλαγή του πελάτη τους, καλώντας τους πέντε δικαστές «να μην πέσουν σε δικαστική πλάνη».
Η υπόθεση βασίστηκε σε πληροφορίες των γαλλικών Αρχών που απέδωσαν την επίθεση στο Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης-Ειδικές Επιχειρήσεις (PLFP-SO), μια αποσχισθείσα φράξια του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Η επίθεση παρέμεινε για πολλά χρόνια ανεξιχνίαστη αλλά το 1999 νέες πληροφορίες υπέδειξαν ότι μια ομάδα στην οποία ανήκε ο Χασάν Ντιάμπ κατασκεύασε τη βόμβα και την άφησε μπροστά στη συναγωγή.
Το δικαστήριο είδε μόνο φωτογραφίες του κατηγορουμένου, σε διάφορες ηλικίες, και τις συνέκρινε με το σκίτσο του άνδρα ο οποίος αγόρασε το μηχανάκι που χρησιμοποιήθηκε για την επίθεση.
Ο Ντιάμπ υποστήριζε ότι ήταν αθώος και ότι την εποχή εκείνη δεν βρισκόταν στο Παρίσι, καθώς έδινε εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο της Βηρυτού. Το δικαστήριο δέχτηκε όμως ότι το άλλοθί του καταρρίπτεται από ένα διαβατήριο που κατασχέθηκε στη Ρώμη το 1981 και φέρει το όνομά του.
Το διαβατήριο φέρει επίσης σφραγίδες εισόδου και εξόδου από την Ισπανία, χώρα από την οποία φέρεται να αναχώρησε η ομάδα που πραγματοποίησε την επίθεση, σε ημερομηνίες που συμπίπτουν με την επίθεση.
Το 2018 οι γαλλικές αρχές είχαν αποφασίσει να μην του ασκήσουν δίωξη. Ο Ντιάμπ αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στον Καναδά, όμως τρία χρόνια αργότερα το Εφετείο ακύρωσε την προηγούμενη απόφαση και διέταξε την παραπομπή του σε δίκη για ανθρωποκτονίες, απόπειρες ανθρωποκτονίας και πρόκληση υλικών ζημιών.
«Η πρώτη δικαστική φάση ολοκληρώθηκε, μένει να μάθουμε τι θα συμβεί τώρα, αν ο Καναδάς θα εκδώσει τον κύριο Ντιάμπ» είπε ένας δικηγόρος που εκπροσωπούσε την πολιτική αγωγή, ο Νταβίντ Περ.