Μεγάλες αντιδράσεις έχει προκαλέσει στο εσωτερικό των ΗΠΑ η απόφαση του προέδρου Τζόε Μπάιντεν να δώσει 33 δισ. δολάρια στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στην Ουκρανία και να προτρέψει συμμάχους, όπως η Γερμανία, η Ελλάδα κλπ. να δώσουν όσα περισσότερα όπλα στο καθεστώς Ζελένσκι για να αντιμετωπίσει την Ρωσία.
Πέρα από το πολιτικό σκέλος (οι δημοσκοπήσεις δείχνουν κατάρρευση της δημοτικότητας Μπάιντεν εν μέσω ενός πρωτοφανούς κύματος ακρίβειας όπου η τιμή της βενζίνης έχει τετραπλασιαστεί και οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου είναι πολύ κοντά) υπάρχει το στρατηγικό.
Σε ανάλυση του Foreign Policy, παραθέτει τις απόψεις κορυφαίων στρατηγικών εμπειρογνωμόνων που κρούουν «τον κώδωνα του κινδύνου» από την πολιτική Μπάιντεν στην Ουκρανία.
Ο George Beebe, νυν διευθυντής υψηλής στρατηγικής στο Ινστιτούτο Quincy και πρώην επικεφαλής ανάλυσης της Ρωσίας για τη CIA, δήλωσε ότι «η κυβέρνηση Μπάιντεν με αυτά που λέει και πράττει ίσως κινδυνεύει να ξεχάσει πως το σημαντικότερο εθνικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών είναι να αποφύγουν μια πυρηνική σύγκρουση με τη Ρωσία. Και δυστυχώς οι Ρώσοι έχουν την ικανότητα να διασφαλίσουν πως και όλοι οι άλλοι θα χάσουν, αν χάσουν και αυτοί. Και ίσως εκεί να οδηγούμαστε. Είναι μια επικίνδυνη στροφή για εμάς».
Ίσως η πιο ανησυχητική τροπή των γεγονότων είναι ότι δεν φαίνεται πλέον να υπάρχει καμία πιθανότητα εξόδου από τον πόλεμο μέσω διαπραγματεύσεων.
«Άλλο πράγμα είναι να ακολουθείς μια πολιτική αποδυνάμωσης και εξόδου του Πούτιν από την εξουσία και άλλο να το λες δυνατά (σ.σ.: όπως έκανε ο Τ,Μπάιντεν από την Πολωνία δηλώνοντας ότι στόχος των ΗΠΑ είναι η απομάκρυνση του Β.Πούτιν από την εξουσία). Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο για να πετύχει ο Πούτιν μια πολιτική λύση, οπότε ίσως δεν είναι σοφό να το δηλώνουμε αυτό», δήλωσε ένας ανώτερος ευρωπαίος διπλωμάτης, μιλώντας υπό τον όρο της ανωνυμίας.
«Γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη η κατάσταση στην Ουκρανία με το να στέλνουμε συνέχεια όπλα χωρίς να αναζητούμε μια πολιτική λύση», δήλωσε ο Charles Kupchan, πρώην ανώτερος αξιωματούχος των ΗΠΑ και τώρα μελετητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Georgetown.
Και συνεχίζει: «Πρέπει να αρχίσουμε να προχωράμε πέρα από τα Javelins και τους αντιαρματικούς πυραύλους και να μιλήσουμε για ένα πολιτικό τελικό παιχνίδι».
Ή, όπως το έθεσε ο Beebe, «πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να μεταφέρουμε με κάποιο τρόπο διακριτικά στους Ρώσους, ότι θα ήμασταν πρόθυμοι να χαλαρώσουμε τις κυρώσεις στο πλαίσιο μιας διεθνούς διευθέτησης. Η στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης αλλά ως τέτοιος. Όχι για να κάνουμε τους Ρώσους να ηττηθούν».
Ο Ρόμπερτ Γκαλούτσι, πρώην ανώτερος διαπραγματευτής των πυρηνικών όπλων των ΗΠΑ, δήλωσε ότι «οι ρωσικές πυρηνικές απειλές είναι μια νέα τακτική και θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, εάν επρόκειτο να εμπλακούμε άμεσα σε σύγκρουση με τις ρωσικές δυνάμεις εντός ή γύρω από την Ουκρανία, δηλαδή πάνω ή πέρα από τα ρωσικά σύνορα», την ίδια ώρα που ο Τ.Μπάιντεν και ο Αμερικανός ΥΠΑΜ υποστηρίζουν ότι «πρόκειται για λόγια του αέρα»
δήλωσε ότι πιστεύει πως το αποτέλεσμα, πιθανότατα, θα επεκταθεί σε ένα ασταθές αδιέξοδο – το οποίο όμως θα μπορούσε κάλλιστα να είναι πιο ασταθές και επικίνδυνο από το μεγαλύτερο μέρος του Ψυχρού Πολέμου. «Το πιο πιθανό είναι να καταλήξουμε σε κάποιου είδους μακροχρόνια ασταθή αντιπαράθεση, που διχάζει την Ουκρανία και την Ευρώπη, όπου δεν υπάρχουν κανόνες στο παιχνίδι», εξήγησε και προσέθεσε: «Δεν πρόκειται τόσο για έναν νέο ψυχρό πόλεμο, όσο για μια χαίνουσα πληγή στην Ευρώπη».
Σε μια δραματική σειρά εξελίξεων αυτή την εβδομάδα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και οι σύμμαχοί του στο ΝΑΤΟ κλιμάκωσαν την πολιτική τους να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της Ουκρανίας από τη ρωσική επιθετικότητα, με μια πολιτική υπονόμευσης της δύναμης και της επιρροής της ίδιας της Ρωσίας.
Με τον τρόπο αυτό, φοβούνται ορισμένοι παρατηρητές, αφήνουν στον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, ελάχιστες επιλογές παρά να παραδοθεί ή να διπλασιάσει τις στρατιωτικές του δυνάμεις, αυξάνοντας την πιθανότητα διεύρυνσης του πολέμου πέρα από την Ουκρανία, επισημαίνεται σε ανάλυση του Foreign Policy.
Την Πέμπτη, ο Μπάιντεν κάλεσε το Κογκρέσο να εγκρίνει το ποσό των 33 δισ. δολαρίων σε πρόσθετη στρατιωτική, οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια για την Ουκρανία – πάνω από το διπλάσιο του προηγούμενου ποσού – και δήλωσε ότι στέλνει ένα σαφές μήνυμα στον Πούτιν: «Δεν θα καταφέρετε ποτέ να κυριαρχήσετε στην Ουκρανία». Πέραν αυτού, είπε ο Μπάιντεν σε δηλώσεις του στο Λευκό Οίκο, «η νέα πολιτική έχει ως στόχο να τιμωρήσει τη ρωσική επιθετικότητα και να μειώσει τον κίνδυνο μελλοντικών συγκρούσεων».
Στη συνέχεια, ακολούθησε μία εξίσου ξεκάθαρη δήλωση αυτή την εβδομάδα από τον υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, Λόιντ Όστιν, ο οποίος, μετά από συνάντηση στο Κίεβο με τον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δήλωσε ότι ο στόχος των ΗΠΑ είναι τώρα να περιορίσουν τη δύναμη της Ρωσίας μακροπρόθεσμα, ώστε να μην έχει τη «δυνατότητα να αναπαράγει» τη στρατιωτική της επίθεση στην Ουκρανία. «Θέλουμε να δούμε τη Ρωσία να αποδυναμώνεται, σε βαθμό που να μην μπορεί να κάνει τα πράγματα που έκανε με την εισβολή στην Ουκρανία», δήλωσε ο Όστιν από την Πολωνία.
«Στα μάτια του Κρεμλίνου, η Δύση θέλει να κατακτήσει τη Ρωσία. Αυτό δεν είχε ειπωθεί ποτέ. Τώρα είναι ξεκάθαρο πλέον και δικαιώνεται η ρωσική θέση», δήλωσε ο Sean Monaghan, ειδικός σε θέματα Ευρώπης στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών.
«Αν το συνδυάσετε αυτό με τα σχόλια του Μπάιντεν στην Πολωνία, τον περασμένο μήνα, ότι «αυτός ο άνθρωπος (σ.σ. ο Πούτιν) δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία», όλα αυτά μετατρέπουν αυτό τον πόλεμο επί εδάφους σε μια ευρύτερη αντιπαράθεση και μπορεί να καταστήσουν τη διαπραγμάτευση μιας διευθέτησης για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία πολύ πιο δύσκολη ή και αδύνατη προς το παρόν».
Εν τω μεταξύ, η Φινλανδία και η Σουηδία έχουν δηλώσει ότι ενδιαφέρονται να ενταχθούν στη συμμαχία του ΝΑΤΟ, παραβιάζοντας τη μακροχρόνια πολιτική τής ουδετερότητας και δημιουργώντας ενδεχομένως ένα νέο περιβάλλον, που θα προκαλέσει τριγμούς κατά μήκος των βόρειων συνόρων της Ρωσίας.
Αυτό θα αποτελούσε καταστροφικό πλήγμα για την Ρωσία ο οποίος έχει συχνά επικαλεστεί την ανατολική επέκταση του ΝΑΤΟ ως «casus belli» για την πλήρους κλίμακας εισβολή του στην Ουκρανία.
Άλλοιεμπειρογνώμονες λένε επίσης πως «δεν πιστεύουν ότι ο Ρώσος πρόεδρος θα αποκόμιζε μεγάλο όφελος από τη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων στο εσωτερικό της Ουκρανίας – και θεωρείται αρκετά ορθολογικός παράγοντας, ώστε να μη διανοηθεί ποτέ να εκτοξεύσει διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους με πυρηνικό οπλισμό εναντίον των ΗΠΑ».
Αλλά ο Πούτιν έχει επίσης υποδείξει στο παρελθόν ότι δεν μπορεί να δεχθεί τον διαχωρισμό μιας ανεξάρτητης Ουκρανίας από τον ρωσικό έλεγχο, γράφοντας σε ένα δοκίμιο, τον Ιούλιο του 2021, ότι «μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν συγκρίσιμη, ως προς τις συνέπειές της, με τη χρήση όπλων μαζικής καταστροφής εναντίον μας».
Ποια είναι η ουσία: Ο Β.Πούτιν και η Ρωσία ή θα νικήσει στην Ουκρανία ή όλοι, θα ηττηθούν. Η χρήση πυρηνικών είναι πολύ πιο κοντά απ’ότι μπορεί να φανταστεί κάποιος.