Yπάρχει πρόβλημα: Το ελληνικό ΥΠΕΞ απαντάει στις παράνομες, παράλογες και θρασύτατες απαιτήσεις της Άγκυρας δίνοντας έτσι την εικόνα ότι έχει ξεκινήσει συζήτηση «εφ’όλης της ύλης» και ότι έχει ξεφύγει το ζήτημα πολύ πέρα της υφαλοκρηπίδας.
Έτσι επαναφέρει παλαιότερες ενημερώσεις ως απαντήσεις δημιουργώντας όμως έτσι ένα κλίμα «πάμε στην Χάγη για οτιδήποτε».
Τουλάχιστον ας σκεφτούν στο ΥΠΕΞ ότι θα πρέπει και η Ελλάδα να διεκδικήσει πράγματα από την Τουρκία που είναι πάρα πολλά: Από αποζημιώσεις στις οικογένειες όσων επέζησαν από την Γενοκτονία των Ποντίων και όλων των Μικρασιατών Ελλήνων μέχρι και αποκατάσταση του Ελληνισμού της Πόλης τον οποίο και «εξόντωσε» συστηματικά η Άγκυρα σε χρονιές-ορόσημα όπως το 1945, 1955, 1963 και τέλος το 1974.
Μπορεί να διεκδικήσει την αυτονομία Ίμβρου και Τένεδου και την επιστροφή των Ελλήνων εκεί, όπως και το άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ακόμα μπορεί να διεκδικήσει το δικαίωμα του θρησκευτικού αυτοπροσδιορισμού των κατοίκων του Πόντου, όπου έχουν παραμείνει χιλιάδες Πόντιοι Έλληνες Κρυπτοχριστιανοί που δηλώνουν μουσουλμάνοι για να γλιτώσουν την οργή του τουρκικού κράτους.
Μπορεί λοιπόν και πρέπει η Ελλάδα να «σύρει» την Τουρκία με το δικό της «πακέτο» διεκδικήσεων.
Ακόμα πάντως επισήμως δεν έχει εκδώσει ανακοίνωση το ΥΠΕΞ για την ανάρτηση του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών το οποίο ζητάει αναθεώρηση για:
Την υφαλοκρηπίδα και τα χωρικά ύδατα
Αποστρατικοποίηση των νησιών
Εναέριο χώρο
Κυριαρχία βραχονησίδων και μικρότερων νήσων και ειδικά των Ιμίων
Δραστηριότητες έρευνας και διάσωσης και σε ποιον ανήκουν
Για την υφαλοκρηπίδα
Η έναρξη «απαντητικού διαλόγου» με τους Τούρκου τύπου «έχετε άδικο γιατί σύμφωνα με… » όχι μόνο δεν οδηγεί πουθενά, αλλά δημιουργεί την εικόνα στον διεθνή παράγοντα ότι «συζητάμε» για πράγματα καθορισμένα, επίσημα και αυτονόητα.
Καταργούμε από μόνοι μας το αυτονόητο. Οι ξένοι δεν βλέπουν αντίθετα να ζητάει κάτι η Ελλάδα από την Τουρκία και έτσι θεωρούν ότι είναι πολύ πιθανό εν τέλει η Άγκυρα να έχει εν μέρει δίκιο…
Ελληνοτουρκική διαφορά ως προς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας
Η έναρξη της διαφοράς σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας τοποθετείται χρονικά στον Νοέμβριο του 1973, όταν η τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίων χορήγησε άδειες για διεξαγωγή ερευνών επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας δυτικά των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Έκτοτε, οι επανειλημμένες τουρκικές απόπειρες παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας επί της υφαλοκρηπίδας της έχουν αποτελέσει σοβαρότατο σημείο τριβής στις διμερείς σχέσεις, φέρνοντας τις δύο χώρες ακόμα και στο χείλος ένοπλης σύγκρουσης (1974, 1976, 1987).
Το 1976, η Ελλάδα έφερε το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας, λόγω της σοβαρότητάς του, και παράλληλα προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία δεν την ακολούθησε, επικαλούμενη τη μη αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από αυτήν. Το Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην ουσία του ζητήματος για τυπικούς λόγους, λόγω έλλειψης αρμοδιότητας.
Οι δύο χώρες άρχισαν διαπραγματεύσεις για το θέμα της υφαλοκρηπίδας τον Νοέμβριο του 1976, συνυπογράφοντας το γνωστό ως Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο έθετε το πλαίσιο του διαλόγου. Ο διάλογος, όμως, τερματίσθηκε άπρακτος το 1981, λόγω των συνεχών παλινδρομήσεων και της αδιάλλακτης στάσης της Τουρκίας, οπότε εξέπνευσε παράλληλα και το Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο αφορούσε τις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις και επομένως η ισχύς και η διάρκειά του τελούσαν σε άμεση συνάρτηση με εκείνες.
Τον Μάρτιο του 2002, στο πλαίσιο της διαδικασίας της ελληνο-τουρκικής προσέγγισης που εγκαινιάσθηκε το 1999, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε μια διαδικασία εμπιστευτικών Διερευνητικών Επαφών, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα, με σκοπό να διερευνηθεί εάν και κατά πόσον υπάρχει κοινό έδαφος και συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να καταλήξουν σε συμφωνία για την υφαλοκρηπίδα.
Σε περίπτωση που διαφανεί ότι δεν καθίσταται δυνατή η εξεύρεση κοινού εδάφους εντός εύλογου χρόνου, η πάγια θέση της Ελλάδας, η οποία συνάδει απολύτως με το διεθνές δίκαιο και έχει τεθεί και ως κριτήριο στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, είναι η παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ), προκειμένου να μη διαιωνισθεί η διαφορά. Δεδομένου, όμως, ότι η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, απαιτείται ειδική συμφωνία (συνυποσχετικό) που θα αποτελέσει τη νομική βάση για τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ.
Οι θέσεις της Ελλάδας επί της ουσίας του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας και των ορίων αυτής, βασίζονται στις προβλέψεις του ισχύοντος δικαίου της θαλάσσης, συμβατικού και εθιμικού και είναι οι εξής:
• Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας προβλέπει κυριαρχικά δικαιώματα του παρακτίου κράτους επί της υφαλοκρηπίδας, το εύρος της οποίας είναι τουλάχιστον 200 ν.μ., εφόσον το επιτρέπει η απόσταση μεταξύ των αντικειμένων ακτών. Τα δικαιώματα αυτά του παρακτίου κράτους υφίστανται ipso facto και ab initio. Η Ελλάδα κύρωσε την ως άνω Σύμβαση με τον Ν. 2321/1995, που βάσει του Συντάγματος υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, αλλά και ως νεώτερος νόμος κατισχύει παντός παλαιότερου.
• Σύμφωνα με το άρθρο 121 (2) της Σύμβασης Δικαίου της Θάλασσας, όλα τα νησιά δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) και υφαλοκρηπίδας. Οι ζώνες αυτές καθορίζονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις της Σύμβασης, όπως αυτές εφαρμόζονται στις ηπειρωτικές περιοχές. Ο γενικός αυτός κανόνας αποτελεί και εθιμικό δίκαιο, δεσμεύει, δηλαδή, και τα κράτη που δεν είναι συμβαλλόμενα στη Σύμβαση. Κατ’ εφαρμογή του κανόνα αυτού, όλα τα ελληνικά νησιά, σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας, έχουν υφαλοκρηπίδα.
• Στο πλαίσιο αυτό, ζήτημα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας τίθεται μόνον μεταξύ των αντικείμενων ακτών των ελληνικών νησιών που βρίσκονται απέναντι από την Τουρκία και των τουρκικών ακτών.
• Ως προς τη μέθοδο οριοθέτησης, πάγια θέση της χώρας μας αποτελεί ότι η οριοθέτηση όλων των θαλασσίων ζωνών, συμπεριλαμβανομένης της υφαλοκρηπίδας, θα πρέπει να γίνει με βάση την αρχή της ίσης απόστασης/μέσης γραμμής.
Συναφώς σημειώνεται ότι , σύμφωνα με το άρθρο 156 του Ν 4001/2011 (ΦΕΚ Α΄ 179 – «για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις»), ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη, το εξωτερικό όριο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας είναι η μέση γραμμή μεταξύ των ελληνικών ακτών και των ακτών που είναι παρακείμενες ή αντικείμενες σε αυτές.μων όψιμων αμφισβητήσεων της Τουρκίας.
Για τα Ιμια
Το νομικό καθεστώς των νήσων και νησίδων του Αιγαίου είναι ξεκάθαρο. Η ελληνική κυριαρχία επί των Ιμίων προκύπτει σαφώς από διεθνή συμβατικά κείμενα, δηλαδή τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, τις Ιταλο-τουρκικές Συμφωνίες του 1932 και τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947. Συγκεκριμένα:
• Βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης (άρθρο 15) τα Ίμια μαζί με όλο το Δωδεκανησιακό σύμπλεγμα περιήλθαν στην Ιταλία. Επιπλέον, από τα άρθρα 12 και 16 προκύπτει ότι η Τουρκία παραιτήθηκε κάθε κυριαρχικού δικαιώματος επί όλων των νησιών που βρίσκονται πέραν των 3 μιλίων από την ασιατική ακτή, πλήν της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών. Συνεπώς παραιτήθηκε κάθε κυριαρχικού της δικαιώματος και επί των Ιμίων που βρίσκονται σε απόσταση 3,7 μίλια από τις τουρκικές ακτές.
• Με την Ιταλο-Τουρκική Συμφωνία του Ιανουαρίου 1932 και του συμπληρωματικού αυτής Πρωτοκόλλου της 28.12.1932, οριοθετήθηκαν τα θαλάσσια σύνορα των δύο χωρών μεταξύ Μικρασιατικής Ακτής και Δωδεκανησιακού συμπλέγματος. Τονίζεται ότι τα Ίμια περιήλθαν στην Ιταλία με τη Συνθήκη της Λωζάννης, κάτι που απλώς επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στο σημείο 30 του συμπληρωματικού Πρωτοκόλλου που υπεγράφη στις 28.12.1932 αναφέρονται ως ένα από τα σημεία ιταλικής κυριαρχίας από τα οποία θα υπολογίζεται η μέση γραμμή για το διαχωρισμό των χωρικών υδάτων μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας.
• Βάσει της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947 (άρθρο 14), η κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων, συμπεριλαμβανομένων των Ιμίων, περιήλθε από την Ιταλία στην Ελλάδα. Δηλαδή, η Ελλάδα διαδέχθηκε την Ιταλία, ασκούσα αυτή πλέον κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων.
Την προαναφερθείσα νομική επιχειρηματολογία συμπληρώνει η έμπρακτη, ειρηνική και συνεχής άσκηση κυριαρχίας επί των Ιμίων από την Ελλάδα, αδιαλείπτως από το 1947, χωρίς η Τουρκία να την αμφισβητήσει ποτέ μέχρι την κρίση 1995-96.
Για τον εναέριο χώρο
Η κυριαρχία της Ελλάδας στον αέρα ασκείται εντός 10 ν.μ. από τις ακτές της… Η Ελλάδα, ως κυρίαρχο κράτος, επέλεξε να ασκεί κυριαρχία στον αέρα μέχρι το όριο των 10 ν.μ. των χωρικών της υδάτων που όρισε το 1931, όσον αφορά τα ζητήματα αεροπορίας και αστυνομεύσεως αυτής, ενώ στη θάλασσα επέλεξε να ασκεί κυριαρχία μέχρι τα 6 ν.μ…
Η Τουρκία παραβιάζει συνεχώς τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο με στρατιωτικά αεροσκάφη, συχνότατα οπλισμένα, τα οποία πραγματοποιούν και πτήσεις σε χαμηλό ύψος ακόμη και άνωθεν κατοικημένων νησιών. Η συμπεριφορά αυτή της Τουρκίας, πέραν της κατάφωρης παραβίασης της ελληνικής κυριαρχίας και του ως εκ τούτου ενδεχομένου πρόκλησης θερμού επεισοδίου, δημιουργεί κινδύνους και για την πολιτική αεροπορία.
Ο ισχυρισμός της Τουρκίας περί αντιθέσεως του εύρους του ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου προς το διεθνές δίκαιο είναι αβάσιμος για τους εξής λόγους:
δεδομένου ότι ο «δικαιούμενος το μείζον, δικαιούται και το έλασσον», η άσκηση κυριαρχίας στον εναέριο χώρο μέχρι τα 10 ν.μ. είναι απολύτως νόμιμη, αφού δεν υπερβαίνει τα 12 ν.μ. που ορίζει το δίκαιο της θάλασσας ως ανώτατο όριο του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εθνικού εναέριου χώρου,
η Τουρκία, από το 1931 και για πολλές δεκαετίες αποδεχόταν το εύρος των 10 ν.μ. του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου χωρίς ουδεμία διαμαρτυρία ή αμφισβήτηση, γεγονός που θεμελιώνει κατά το διεθνές δίκαιο σιωπηρή αποδοχή. Το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα εφαρμόσθηκε από το 1931 ομοιόμορφα, χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία όσον αφορά στη νομική του βάση.
Για την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου
Το δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίσει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη αναγνωρίσθηκε από την Τουρκία, σύμφωνα και με την επιστολή που απηύθυνε στον έλληνα Πρωθυπουργό στις 6 Μαΐου 1936 ο τότε Τούρκος Πρέσβης στην Αθήνα Roussen Esref, κατόπιν οδηγιών της Κυβέρνησής του. Η Τουρκική Κυβέρνηση επανέλαβε αυτή τη θέση, όταν ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Rustu Aras, απευθυνόμενος προς την Τουρκική Εθνοσυνέλευση με την ευκαιρία της κύρωσης της Συμβάσεως του Montreux, αναγνώρισε ανεπιφύλακτα το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας να εγκαταστήσει στρατεύματα στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη.
Πουθενά στη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης δεν προβλέπεται ότι τα νησιά Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος και Ικαρία θα τελούν υπό καθεστώς αποστρατικοποιήσεως. Η Ελληνική Κυβέρνηση ανέλαβε μόνον την υποχρέωση, σύμφωνα με το Aρθρο 13 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης, να μην εγκαταστήσει εκεί ναυτικές βάσεις ή οχυρωματικά έργα.
Τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα “κατά πλήρη κυριαρχία” από τη Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ Ιταλίας και Συμμάχων, τον Απρίλιο του 1947.
Όσον αφορά τους τουρκικούς ισχυρισμούς για αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων, σημειώνεται ότι:
• Η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν τη Συνθήκη του 1947, η οποία, επομένως, αποτελεί “res inter alios acta” γι’ αυτήν, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλα κράτη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 34 της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, “μια συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες” εκτός των συμβαλλομένων.
• …τα καθεστώτα αποστρατικοποίησης έχασαν το λόγο ύπαρξής τους με τη δημιουργία των συνασπισμών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ως ασύμβατα με τη συμμετοχή χωρών σε στρατιωτικούς συνασπισμούς. Στο πλαίσιο αυτό, το καθεστώς της αποστρατικοποίησης έπαψε να εφαρμόζεται για τα ιταλικά νησιά Panteleria, Lampedusa, Lampione και Linosa, καθώς και για τη Δ. Γερμανία από τη μια πλευρά, και τη Βουλγαρία, Ρουμανία, Αν. Γερμανία, Ουγγαρία και Φιλανδία από την άλλη πλευρά.
Πέραν των ανωτέρω, η Ελλάδα, όπως και κάθε άλλο κυρίαρχο κράτος στον κόσμο, δεν μπορεί να παραιτηθεί από το φυσικό και νόμιμο δικαίωμά της για άμυνα σε περίπτωση απειλής στρεφομένης κατά των νησιών της ή οποιουδήποτε άλλου μέρους της επικράτειάς της. Πόσο μάλλον, τη στιγμή που η Τουρκία, παραβιάζοντας κατάφωρα τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την απειλεί με πόλεμο σε περίπτωση που ασκήσει ένα νόμιμο και κυριαρχικό δικαίωμα που της παρέχει το διεθνές δίκαιο.
Η προαναφερόμενη κατάσταση πραγμάτων, συνδυαζόμενη με την απειλή πολέμου (casus belli) και τη γενικότερη αναθεωρητική τάση της Τουρκίας ως προς το εδαφικό και νομικό καθεστώς των ελληνικών νησιών που ορίζεται από διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο γενικότερα, υποχρεώνει και νομιμοποιεί την Ελλάδα να προβεί στην αναγκαία αμυντική προπαρασκευή που θα της επιτρέψει να ασκήσει, εάν παραστεί ανάγκη, το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, και να προστατεύσει τα ελληνικά νησιά.
Για τις αρμοδιότητες έρευνας και διάσωσης
Η ελληνική περιοχή ευθύνης για έρευνα και διάσωση, σε περιπτώσεις αεροπορικών ατυχημάτων, έχει καθορισθεί με περιοχική συμφωνία αεροναυτιλίας στο πλαίσιο Συνδιάσκεψης του ICAO το 1952 και συμπίπτει με το FIR Αθηνών… Η ανάληψη από την Ελλάδα αρμοδιοτήτων για ναυτική έρευνα και διάσωση εντός του FIR Αθηνών αντικατοπτρίζει τη γεωγραφική πραγματικότητα στην περιοχή, δεδομένων των διάσπαρτων ελληνικών νησιών στο Αιγαίο, που επιτρέπουν την πλέον άμεση, ταχεία και αποτελεσματική, από επιχειρησιακής άποψης, παροχή υπηρεσιών για την προστασία της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα…
Η Ελλάδα δήλωσε, το 1975 την περιοχή ευθύνης της για ναυτική έρευνα και διάσωση και στον Διακυβερνητικό Ναυτιλιακό Συμβουλευτικό Οργανισμό (IMCO), προγενέστερο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ). Επίσης, τόσο κατά την υπογραφή όσο και κατά την επικύρωση της Σύμβασης του Αμβούργου του 1979, που ρυθμίζει θέματα ναυτικής έρευνας και διάσωσης και υιοθετήθηκε στο πλαίσιο του ΙΜΟ, η Ελλάδα δήλωσε ότι η περιοχή ευθύνης της συμπίπτει με το FIR Αθηνών, δήλωση που συμπεριλήφθηκε και στον νόμο με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η εν λόγω Διεθνής Σύμβαση, το 1989 (Ν. 1844/1989).
Σημειώνεται ότι η Σύμβαση του Αμβούργου προβλέπει ότι οι περιοχές ευθύνης των συμβαλλομένων μερών για την παροχή υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης, σε περιπτώσεις ναυτικών ατυχημάτων, καθορίζονται με συμφωνία των ενδιαφερομένων παράκτιων κρατών.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα έχει υπογράψει Συμφωνίες για συνεργασία σε θέματα ναυτικής έρευνας και διάσωσης τόσο με την Ιταλία (2000), όσο και με την Μάλτα (2008) και την Κύπρο (2014), στις οποίες ρητά ορίζεται ότι η εν λόγω ελληνική περιοχή ευθύνης συμπίπτει με το FIR Αθηνών, ενώ εκκρεμεί η υπογραφή αντιστοίχων Συμφωνιών και με τα άλλα γειτονικά κράτη… Σε κάθε περίπτωση, σημειώνεται ότι στην πράξη, η Ελλάδα, μέσω του αρμοδίου ελληνικού Ενιαίου Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (Joint Rescue Coordination Center – JRCC) στον Πειραιά, συντονίζει αποτελεσματικά όλες τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, παρέχοντας εν προκειμένω υπηρεσίες σε όλα τα κινδυνεύοντα πλοία και αεροπλάνα εντός της ελληνικής περιοχής ευθύνης