Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) ανακοίνωσε σήμερα ότι «αναστέλλει με άμεση ισχύ» την πρόσβαση της Ρωσίας και της Λευκορωσίας στη χρηματοδότηση και την τεχνογνωσία της.
Αυτή η απόφαση «σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει νέα χρηματοδότηση για έργα ή δραστηριότητες τεχνικής συνεργασίας» από την EBRD στη Ρωσία ή τη Λευκορωσία», ανέφερε η Τράπεζα.
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, οποία είχε ήδη ανακοινώσει ότι κλείνει τα γραφεία της στη Μόσχα και το Μινσκ, δηλώνει ότι «επιφυλάσσεται του δικαιώματος να αναστείλει ή να ακυρώσει νέες δόσεις χρηματοδότησης σε υπάρχοντα έργα».
Τα εν εξελίξει έργα της EBRD σε αυτές τις δύο χώρες αντιπροσωπεύουν περίπου 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ, δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο πηγή με γνώση του θέματος.
Η ανακοίνωση έγινε καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζει πρόσθετες κυρώσεις κατά της Μόσχας, μετά την ανακάλυψη μεγάλου αριθμού νεκρών αμάχων στην Μπουτσα. «Είναι λυπηρό να καταλήξουμε σε αυτό μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας και δραστηριότητας σε αυτές τις δύο χώρες», σχολίασε η Οντίλ Ρενό-Μπασό, πρόεδρος της EBRD. «Αλλά ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν μας άφησε άλλη επιλογή από το να την καταδικάσουμε» πρόσθεσε.
Η EBRD ανακοίνωσε ότι εστιάζει τώρα στην ανάπτυξη ενός προγράμματος στήριξης 2 δισεκατομμυρίων ευρώ για την Ουκρανία και τις χώρες της περιοχής που πλήττονται άμεσα από την προσφυγική κρίση, το οποίο ανακοινώθηκε στις αρχές Μαρτίου. Η τράπεζα έχει επίσης δεσμευτεί να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης για την Ουκρανία μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες.
Σύμφωνα με την EBRD, η οικονομία της Ουκρανίας αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 20% φέτος λόγω της επέμβασης της Ρωσίας. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η οικονομία της Ουκρανίας θα πρέπει να ανακάμψει κατά 23% το επόμενο έτος, ενώ το ΑΕΠ της Ρωσίας θα μειωθεί εφέτος κατά 10% λόγω των κυρώσεων και θα καταγράψει το 2023 μηδενική ανάπτυξη.
Η EBRD ιδρύθηκε το 1991 για να βοηθήσει τις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ να μεταβούν στην οικονομία της αγοράς, αλλά έκτοτε έχει επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.