Σχεδόν 34 χρόνια μας χωρίζουν από το βράδυ του Σαββάτου της 19ης Μαρτίου του 1983 όταν ο διευθυντής της εφημερίδας «Βραδυνή» Τζώρτζης Αθανασιάδης έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες ενός αγνώστου σε ένα έγκλημα που έμελλε να μην εξιχνιαστεί ποτέ.
Ο δολοφόνος, εάν ζει βέβαια, κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος, όπως φυσικά και οι ηθικοί αυτουργοί, αυτοί δηλαδή που διέταξαν την δολοφονία.
Η δολοφονία Αθανασιάδη, παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την δολοφονία του Μιχάλη Ζαφειρόπουλου, εχθές το βράδυ στο δικηγορικό γραφείο που διατηρούσε στην οδό Ασκληπιού 184.
Πρώτη ομοιότητα είναι πως και στις δύο περιπτώσεις οι δολοφόνοι, σκότωσαν τα θύματά τους στους χώρους εργασίας τους.
Η δεύτερη ομοιότητα είναι ότι πριν εξαπολύσουν το δολοφονικό τους μένος, είχαν φροντίσει να απομακρύνουν απο εκεί όσους τυχόν βρίσκονταν μαζί με τα θύματά τους. Στον μεν Ζαφειρόπουλο τον 32χρονο συνεργάτη του, ενώ στον Αθανασιάδη τον φίλο του Κουρλιμπίνη.
Μια τρίτη ομοιότητα είναι πως στη μεν περίπτωση Ζαφειρόπουλου οι δολοφόνοι του είχαν κλείσει ραντεβού μαζί του, ενώ στην περίπτωση του εκδότη της “Βραδυνής” μπορεί να μην υπήρχε ραντεβού αλλά ο δολοφόνος ζήτησε να δει το θύμα του λίγα λεπτά πριν αδειάσει το όπλο του επάνω του.
Τέλος μια τέταρτη ομοιότητα είναι πως και οι δύο δολοφονήθηκαν από περίστροφο και όχι πιστόλι για να μην μείνει κάλυκας.
Ο Τζώρτζης Αθανασιάδης, όπως λέγανε οι δικοί του άνθρωποι, δεν ήταν από τους ανθρώπους που τρόμαζαν εύκολα. Αυτό, ωστόσο, έδειχνε να έχει αλλάξει τις τελευταίες ημέρες πριν πέσει νεκρός από τα πυρά ενός αγνώστου.
Ήταν ανήσυχος πολλές μέρες πριν την δολοφονία του. Άλλαζε συνέχεια τις διαδρομές που ακολουθούσε με το αυτοκίνητό του ενώ, όπως είχε πει και η κόρη του, Αγγέλα Αθανασιάδη, είχε κόψει και την αγαπημένη του συνήθεια, να πίνει τον πρωινό του καφέ στο παράθυρο του σπιτιού τους.
Παράλληλα, επειδή ήταν η περίοδος της αποκριάς είχαν πληθύνει οι… περίεργες εμφανίσεις διάφορων μασκαράδων που έμοιαζαν σαν να παρακολουθούν τον εκδότη και χάνονταν μέσα στη νύχτα όταν οι κινήσεις τους γινόντουσαν αντιληπτές.
Παρ’ όλα αυτά ο εκδότης της «Βραδυνής» προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και προσπαθούσε να μην εγκαταλείπει τις περισσότερες από τις συνήθειες του. Μια από αυτές ήταν το… τάβλι.
Λίγο πριν από τις 8 το απόγευμα της 19ης Μαρτίου του 1983, όταν ένα άγνωστος ζήτησε να δει τον εκδότη της “Βραδινής”.
Το κτίριο της οδού Πειραιώς όπου στεγάζονταν τα γραφεία της εφημερίδας ήταν άδειο από δημοσιογράφους και άλλους υπαλλήλους.
Σε αυτό βρίσκονταν μόνο ο τηλεφωνητής, Τάκης Αναγνωστόπουλος, εκτός από τον Αθανασιάδη και τον επιστήθιο φιλο του Κουρλιμπίνη.
Κάποιος χτύπησε την πόρτα, ο Αναγνωστόπουλος άνοιξε και μπροστά του είδε έναν άντρα.
Ήταν χλωμός, με κοντό μαλλί, ύψος γύρω στο 1,75, περίπου 35 χρόνων. Φορούσε, σύμφωνα με τον Αναγνωστόπουλο, μαύρο δερμάτινο σακάκι. Ο άντρας ζήτησε να δει τον διευθυντή. Είχε ένα πολύ επείγον μήνυμα να παραδώσει και δεν ευκαιρούσε ούτε το όνομά του να δώσει. Ο Αναγνωστόπουλος τον άφησε να περιμένει στο ισόγειο και πήγε να ενημερώσει τον Αθανασιάδη για την άφιξη του αγνώστου….
“Σαββατιάτικα;”, αναρωτήθηκε ο διευθυντής. Παρά την γενική ανησυχία του διευθυντή της «Βραδινής» ο τελευταίος τον δέχθηκε στο γραφείο του.
Ο άγνωστος άντρας μπήκε στο γραφείο, καθώς ο Κουρλιμπίνης έβγαινε και δεν άκουσε το όνομά του, ούτε τη συζήτηση που είχε με τον Αθανασιάδη. Κάποια στιγμή άκουσε τον διευθυντή να λέει με ένταση: «Δεν είναι δυνατόν. Δεν γίνονται αυτά».
Η ώρα ήταν δέκα λεπτά πριν τις 8.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο άντρας βγήκε από το γραφείο και επέστρεψε κρατώντας ένα μικρό τσαντάκι.
Ακολούθησαν οι πυροβολισμοί και όταν, ο φίλος του εκδότη, επιχείρησε να μπει στο γραφείο «έπεσε» πάνω στον δολοφόνο ο οποίος άρχισε να πυροβολεί και εναντίον του αλλά περισσότερο με σκοπό να τον τρομάξει παρά να τον δολοφονήσει.
Στη συνέχεια, ο δράστης, με αργό και σταθερό βήμα βγήκε από το κτίριο και χάθηκε για πάντα. Κανείς δεν τον ξαναείδε ποτέ.
Ο διευθυντής της «Βραδινής» κείτονταν νεκρός, πεσμένος με την πλάτη στο πάτωμα.
Το πολιτικό κλίμα πολώθηκε επικίνδυνα και η κηδεία του εκδότη, στις 23 Μαρτίου του 1983, μετατράπηκε σε μια μεγάλη διαδήλωση κατά του ΠΑΣΟΚ για το οποίο οι οπαδοί αλλά και κάποιοι παράγοντες της Νέας Δημοκρατίας πίστευαν πως «κρύβεται» πίσω από την δράση της εγχώριας τρομοκρατίας.
Από την πλευρά του το ΠΑΣΟΚ, μέσω του γνωστού εκπροσώπου του και εκλιπόντα σήμερα Δημήτρη Μαρούδα είχε κατηγορήσει τη Νέα Δημοκρατία πως πάτησε πάνω στο πτώμα του Αθανασιάδη για να «αναστηθεί».
Τα γεγονότα μετά την δολοφονία
Ένας απ’ τους πρώτους ανθρώπους που έφτασαν στον τόπο του εγκλήματος ήταν ο εισαγγελέας Γιώργος Θεοφανόπουλος, ο οποίος δήλωσε ότι η δολοφονία ήταν καλά οργανωμένη και είχε πολιτικό χαρακτήρα.
Ο Θεοφανόπουλος θα δολοφονηθεί με τη σειρά του την 1η Απριλίου του 1985 από την τρομοκρατική οργάνωση του Χρήστου Τσουτσουβή, “Αντικρατική Πάλη”….
Οι αρχές ήλπιζαν ότι θα έβρισκαν αμέσως τον δολοφόνο του Αθανασιάδη και θα έριχναν φως στην υπόθεση. Όμως, ο δράστης είχε εξαφανιστεί και η έρευνα δεν οδηγούσε πουθενά. Τότε, το τηλεφώνημα μιας γυναίκας έδωσε νέα ώθηση στις έρευνες.
Το τηλεφώνημα μιας γυναίκας, ωστόσο, που ανέφερε πως μια προκήρυξη για τη δολοφονία του Αθανασιάδη βρίσκεται σε έναν κάδο απορριμμάτων στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Αιόλου, έδειξε έτοιμο να δώσει μια νέα πνοή στις έρευνες.
Σύμφωνα με εκείνη την προκήρυξη η οργάνωση «Αντιστρατιωτική Πάλη» αναλάμβανε την ευθύνη. Την επόμενη μέρα, όμως τα πράγματα μπερδεύτηκαν και πάλι.
Με προκηρύξεις της στην «Αυγή» και στην «Ελευθεροτυπία» η οργάνωση «Αντιστρατιωτική Πάλη» κατήγγειλε ως «προβοκάτσια» την «ανάληψη ευθύνης» και διαχώρισε πλήρως τη θέση της από τη δολοφονία.
Άλλωστε, ποτέ στο παρελθόν η συγκεκριμένη οργάνωση δεν είχε στο ενεργητικό της κάποια βομβιστική ή άλλη επίθεση. Η δράση της περιοριζόταν στην κυκλοφορία ενός «αντικαθεστωτικού» περιοδικού μέσα στον στρατό. Πράγματι η συγκεκριμένη οργάνωση δεν έκανε κάποια αιματηρή επίθεση ούτε πριν, ούτε μετά την δολοφονία του Τζώρτζη Αθανασιάδη.
Τότε όλοι άρχισαν να κοιτάνε προς την «17 Νοέμβρη». Η οργάνωση «φάντασμα», ωστόσο, δεν άφησε τον χρόνο να πάει χαμένο και απάντησε αμέσως πως όχι απλά δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη δολοφονία αυτή αλλά η ενέργεια αυτή ήταν «δουλειά» της CIA ή της ελληνικής Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Της ΚΥΠ!
Κατά τη διάρκεια των ερευνών της αστυνομίας για την εξιχνίαση τόσο της δολοφονίας του Τζώρτζη Αθανασιάδη όσο και εκείνης του εισαγγελέα Θεοφανόπουλου (αλλά και για τις περίφημες «ορφανές βόμβες» που τοποθετούνταν συχνά- πυκνά εκείνη την εποχή) φτάνουν, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1985, πλέον, στο σπίτι του Ντάνου Κρυστάλλη.
Όπως αποδείχθηκε ο Κρυστάλλης ήταν πράκτορας της ΚΥΠ. Στο σπίτι του βρέθηκαν αδημοσίευτες προκηρύξεις της «Αντιστρατιωτικής Πάλης».
Η σύνδεση, πλέον, με τη δολοφονία του Τζώρτζη Αθανασιάδη ήταν ευδιάκριτη. Ο Κρυστάλλης, ωστόσο, κατέθεσε στις ανακριτικές αρχές πως ως «πράκτορας διείσδυσης», είχε έρθει σε επαφή με την τρομοκρατική οργάνωση και έτσι έπεσαν στα χέρια του οι προκηρύξεις.
Όταν έγινε το δικαστήριο η απόφαση έλεγε πως ο Κρυστάλλης ήταν αθώος και δεν είχε πάρει μέρος στη δολοφονία του Αθανασιάδη αλλά δεν είχε και την παραμικρή σχέση με τις «ορφανές» βομβιστικές επιθέσεις.
Η υπόθεση της δολοφονίας του εκδότη της «Βραδυνής», ουδέποτε εξιχνιάστηκε. Ο δολοφόνος αλλά και τα κίνητρα παρέμειναν για πάντα στο σκοτάδι…
Δύο υποθέσεις που αν μη τι άλλο μοιάζουν νεταξύ τους τρομακτικά με διαφορά “μόνο” 34 ετών…
Ο εκδότης της Βραδινής Τζώρτζης Αθανασιάδης διατηρούσε στενή φιλία με τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Ο Κ. Καραμανλής επιθεωρεί μακέτα του ΟΑΚΑ. Στο δεξί άκρο της φωτογραφίας διακρίνεται ο Τζώρτζης Αθανασιάδης