Η ΕΛ.ΑΣ με ανακοίνωσή της ξετύλιξε το χρονικό της υπόθεσης της της δολοφονίας του 25χρονου Νικόλα Μουστάκα στον Λόφο του Φιλοπάππου, ενώ έδωσε και πληροφορίες σχετικά με το παρελθόν των δραστών.
Εντύπωση όμως κάνει η δήθεν «αποκάλυψη» ότι ήταν αλλοδαποί, συγκεκριμένα δύο Πακιστανοί κι ένας Ιρακινός και ότι «είχαν μπει παράνομα στη χώρα». Συνολικά έχουν εισέλθει στην Ελλάδα παράνομα από το 2015 1,5 εκατ. αλλοδαποί!
Μόνο την τελευταία εβδομάδα η κυβέρνηση αποφάσισε να δεχθεί άλλους 2.000 παράνομους μετανάστες από την Γερμανία ενώ υπάρχουν άλλοι 18.000 στα νησιά του Αιγαίου και επιπλέον 35.000 σε διάφορες «δομές φιλοξενίας»!
Και κάπου 1 εκατ. που δεν ξέρει κανείς πότε και από πού μπήκαν. Ο ένας από τους τρεις είχε συλληφθεί για κλοπή και είχε αφεθεί ελεύθερος.
Ο εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, Αστυνομικός Υποδιευθυντής Θεόδωρος Χρονόπουλος, αλλά και ο Υποδιευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, Ταξίαρχος Αθανάσιος Κοκκαλάκης, περιέγραψαν με λεπτομέρειες το χρονικό του εγκλήματος, καθώς και την πορεία των αστυνομικών ερευνών μέχρι τη σύλληψη των δραστών.
Όπως δήλωσε ο κ.Χρονόπουλος η Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής και ειδικότερα το Τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας, σε συνεργασία με την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αθηνών, κατάφεραν σε σύντομο χρονικό διάστημα να διαλευκάνουν πλήρως τη ληστεία, μετά ανθρωποκτονίας, του 25χρονου, την 15 Αυγούστου σε βραχώδη περιοχή του λόφου του Φιλοπάππου, όπου βρισκόταν μαζί με 23χρονη Πορτογαλίδα φίλη του.
Όπως πρόεκυψε από τη ενδελεχή έρευνα του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας σε συνεργασία με την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αθηνών, εμπλεκόμενοι στην υπόθεση είναι τρεις αλλοδαποί, ηλικίας 17, 25 και 28 ετών, σε βάρος των οποίων σχηματίστηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα.
Ως προς το χρονικό της υπόθεσης, βραδινές ώρες της 15ης Αυγούστου, το θύμα και η 23χρονη φίλη του, έφτασαν στο λόφο του Φιλοπάππου και κάθισαν σε βραχώδη περιοχή. Την 22:50΄ περίπου τους πλησίασαν δυο αλλοδαποί, ζητώντας τους τσιγάρο.
Όταν το θύμα τους απάντησε ότι δεν είχε, τα δυο άτομα αποχώρησαν, επιστρέφοντας όμως στη συνέχεια, μαζί με τρίτο άτομο, απαιτώντας, με την απειλή μαχαιριού, χρήματα και τα κινητά τους τηλέφωνα. Το θύμα τους είπε ότι δεν είχαν χρήματα και τότε ο ένας από τους τρείς αφαίρεσε από την τσάντα της 23χρονης κινητό τηλέφωνο καθώς και πορτοφόλι, το οποίο περιείχε το χρηματικό ποσό των 60 ευρώ περίπου, το διαβατήριό της και κάρτες ελληνικών και πορτογαλικών τραπεζών.
Οι άλλοι δυο δράστες συνέχιζαν με την απειλή μαχαιριού να ζητούν χρήματα από τον 25χρονο, ο οποίος, υπό την απειλή αυτή και προφανώς συνεπεία αυτής, βρέθηκε στον γκρεμό με αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του.
Στη συνέχεια οι δράστες τράπηκαν σε φυγή και η 23χρονη, κάλεσε την Αστυνομία.
Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, τον τόπο και τον τρόπο διάπραξης του εγκλήματος, η έρευνα επικεντρώθηκε σε ένα κύκλο υπόπτων, από τους οποίους από την πρόοδο της ερευνητικής διαδικασίας κατέστη δυνατή η ταυτοποίηση των τριών δραστών.
Ύστερα από επισταμένες έρευνες, τόσο στην Αττική, όσο και σε άλλες περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας, ομάδα Αστυνομικών του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής, κατόρθωσε, σε συνεργασία με το Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Παιονίας Κιλκίς, να εντοπίσει απογευματινές ώρες χθες τους δύο δράστες στην περιοχή της Ειδομένης Πολυκάστρου Κιλκίς, όπου σχεδίαζαν να περάσουν τα σύνορα και να διαφύγουν στο εξωτερικό. Βραδινές ώρες εντοπίσθηκε και ο τρίτος δράστης στην περιοχή του κέντρου των Αθηνών.
Ως προς το ποινικό παρελθόν των δραστών, προκύπτει ότι έχουν κατηγορηθεί για τα – κατά περίπτωση – αδικήματα της ληστείας, παράβασης του νόμου «περί όπλων», για παράνομη είσοδο στη χώρα και κλοπή, ενώ στον έναν από τους κατηγορουμένους είχαν επιβληθεί περιοριστικοί όροι.
Η έρευνα συνεχίζεται ως προς την εξέταση συμμετοχής τους και σε άλλες αξιόποινες πράξεις.
Η δικογραφία που σχηματίστηκε για την ανθρωποκτονία και την ληστεία υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών.
Κοκκαλάκης: Ο επαγγελματισμός των αστυνομικών εξιχνίασε γρήγορα την υπόθεση»
Στη συνέχεια ο κ.Κοκκαλάκης, εξήρε τις προσπάθειες των αστυνομικών να εξιχνιάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα την υπόθεση. Όπως δήλωσε, η συγκεκριμένη υπόθεση, πέρα από την κοινωνική απαξία της πράξης, παρουσίαζε στο πεδίο των ερευνών ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά, κυρίως λόγω του τρόπου και των συνθηκών που διεπράχθη.
«Απαιτήθηκε λοιπόν συνδυαστική επεξεργασία και ανάλυση των στοιχείων και των ερευνητικών δεδομένων της υπόθεσης, που μας οδήγησαν: αρχικά στην σκιαγράφηση του profile των εμπλεκομένων, στη συνέχεια στην ταυτοποίηση των στοιχείων τους, και εντέλει στον εντοπισμό τους. Στο πλαίσιο αυτό, αξιοποιήσαμε πρωτίστως όλα τα στοιχεία από τις Βάσεις Δεδομένων της Ελληνικής Αστυνομίας, τα οποία σε συνδυασμό με πηγές και δίκτυα πληροφόρησης, ώθησαν τις έρευνες μας σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις», σημείωσε ο κ.Κοκκαλάκης.
«Τα δεδομένα που προέκυπταν στην πορεία της ερευνητικής μας προσπάθειας συσχετίστηκαν με βιομετρικά στοιχεία που αντλήσαμε από τις Oμάδες Eρευνών – που είχαμε αναπτύξει από την πρώτη στιγμή και δραστηριοποιήθηκαν μεθοδικά σε όλες τις φάσεις των αστυνομικών ερευνών -, καθώς επίσης και με εγκληματολογικά πειστήρια από την ενδελεχή αυτοψία στο χώρο του εγκλήματος. Με βάση την κλιμάκωση αυτή – και αφού καταφέραμε να επικεντρωθούμε στους τρεις εμπλεκομένους -, επεκτείναμε το πεδίο των ερευνών μας σε διάφορες περιοχές της χώρας και κυρίως σε σημεία της Παραμεθόριου, καθώς είχαμε ισχυρές ενδείξεις ότι θα προσπαθήσουν να διαφύγουν στο εξωτερικό», συνέχισε.
«Ο εντοπισμός των δυο δραστών, στην ευρύτερη περιοχή της Ειδομένης, επιβεβαίωσε τον ορθό προσανατολισμό των ερευνών μας στις περιοχές αυτές, ενώ ο εντοπισμός του τρίτου δράστη στο κέντρο της Αθήνας, ολοκλήρωσε τις έρευνές μας για την αναζήτηση των υπαιτίων του εγκλήματος. Θέλω να εκφράσω την ικανοποίηση και την ευαρέσκεια μου σε όλους τους αστυνομικούς – όλων των Υπηρεσιών – που συμμετείχαν στις έρευνες για την εξιχνίαση του εγκλήματος αυτού. Ο επαγγελματικός τρόπος που χειρίστηκαν την υπόθεση, έδωσε τη δυνατότητα, σε πολύ σύντομο χρόνο, να ταυτοποιήσουμε τους δράστες, να αποκλείσουμε κάθε περιθώριο διαφυγής τους και να τους οδηγήσουμε στη Δικαιοσύνη», κατέληξε ο Υποδιευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής.