Μνήμες από την φονική πλημμύρα στη Μάνδρα Αττικής, τον Νοέμβριο του 2017, κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους 24 άτομα, θα ξυπνήσουν σήμερα στα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων, όπου πρόκειται να ξεκινήσει η δίκη των κατηγορουμένων της υπόθεσης.
Εξηγήσεις, κατά περίπτωση για τα πλημμελήματα της πλημμύρας από αμέλεια, ανθρωποκτονίας από αμέλεια διά παραλείψεως τελεσθείσα κατά συρροή, σωματικές βλάβες από αμέλεια διά παραλείψεως από υπόχρεο κατά συρροή και παράβασης καθήκοντος διά παραλείψεως, θα δώσουν συνολικά 21 κατηγορούμενοι, ανάμεσά τους η τέως περιφερειάρχης Αττικής, Ρένα Δούρου, ο πρώην αντιπεριφερειάρχης Δυτικής Αττικής, οι τότε δήμαρχοι Μάνδρας, Ελευσίνας, Μεγαρέων, στελέχη της πολεοδομίας και των αρμόδιων δήμων, κ.ά.
Η δίκη θα διεξαχθεί ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας και οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα να εκπροσωπηθούν στο δικαστήριο από τους δικηγόρους τους. Η πολύκροτη αυτή υπόθεση οδηγείται στο ακροατήριο έπειτα από πολύμηνες έρευνες των δικαστικών αρχών και κατόπιν διάταξης που είχε εκδώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, η εισαγγελέας Σωτηρία Παπαγεωργακοπούλου.
Μέσα σε 66 σελίδες, η εισαγγελέας περιέγραφε καρέ – καρέ τι (δεν) έπραξαν οι εκπρόσωποι της περιφέρειας Αττικής, οι αρμόδιοι των δασαρχείων Αιγάλεω και Μεγάρων, οι τότε Δήμαρχο Μάνδρας – Ειδυλλίας και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι ώστε το συγκεκριμένο γεγονός να μην είχε τόσο καταστροφικά αποτελέσματα.
Η εισαγγελέας είχε διαπιστώσει πλήρη έλλειψη αντιπλημμυρικών έργων στην πληγείσα περιοχή, σημειώνοντας μεταξύ άλλων στη σχετική διάταξη που εξέδωσε τα εξής: «Στη συγκεκριμένη περιοχή όπου εκδηλώθηκε η πλημμύρα ήτοι στην περιοχή Μάνδρας – Ειδυλίας – Νέας Περάμου – Ελευσίνας δεν είχε γίνει κανένα έργο αντιπλημμυρικής προστασίας από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Περιφέρειας Αττικής, μολονότι υπήρχαν ώριμες μελέτες, εγκεκριμένες πιστώσεις και κατεπείγον εκτέλεσης των έργων με δεδομένο ότι και κατά το παρελθόν είχαν συμβεί παρόμοια φαινόμενα και ιδίως τα έτη 2014-2015 και η περιοχή όφειλε να καταταγεί στη λίστα προτεραιότητας όσον αφορά την ανάγκη αντιπλημμυρικής προστασίας».
Ακόμη, σύμφωνα με την εισαγγελική διάταξη ένας κρίσιμος παράγοντας που έπαιξε ρόλο στην τεράστια καταστροφή ήταν οι αυθαίρετες παρεμβάσεις εντός της κοίτης των ρεμάτων και η ανεπάρκεια των υφιστάμενων τεχνικών έργων. Ανεπάρκεια, που όπως διαπίστωσε η εισαγγελέας, οφείλεται είτε στην κατασκευή των έργων είτε στο μη καθαρισμό και συντήρησή τους από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες.
Ακόμη, στη διάταξη γίνεται αναφορά στη μη καταγραφή των αυθαιρέτων από τις αρμόδιες υπηρεσίες των Δήμων: «Αναφορικά με τις παραλείψεις επί των πολεοδομικών θεμάτων η Υ.ΔΟΜ (υπηρεσία δόμησης) των εμπλεκομένων δήμων δεν είχε ενεργοποιηθεί ως προς την καταγραφή των αυθαιρέτων κατασκευών μετά το προηγηθέν πλημμυρικό φαινόμενο του 2015, αλλά και ούτε οι αρμόδιοι φορείς προστασίας και αστυνόμευσης, δεδομένου ότι δεν διαπιστώθηκε να έχει γίνει εκ μέρους τους κάποια σχετική ενέργεια για τον εντοπισμό και την καταγραφή αυθαίρετων κατασκευών κατά μήκος των ρεμάτων», επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Μάλιστα, η εισαγγελέας είχε αναφερθεί στη διάταξη της και στον χαρακτηρισμό του φαινομένου ως «θεομηνία», για να σημειώσει πως η άποψη αυτή «δεν δικαιολογεί κατ’ ουδένα τρόπο την έλλειψη αντιπλημμυρικών έργων και έργων ορεινής υδρονομίας, τα οποία θα μείωναν σημαντικά τις αρνητικές συνέπειες της παντελούς ελλείψεώς τους και θα καθιστούσαν την κατάσταση περισσότερο ελέγξιμη».
Αντίθετα, σύμφωνα με την εισαγγελική διάταξη «η ωριμότητα της οριστικής μελέτης των αντιπλημμυρικών έργων και η ολοκλήρωσή τους θα επιδρούσε αποτελεσματικά στην πρόληψη και προστασία της πόλεως της Μάνδρας από την πλημμύρα, ενώ η καθυστέρηση που προέκυψε στη δημοπράτηση των εργασιών με υπαιτιότητα των εμπλεκομένων υπηρεσιών ήταν κρίσιμος παράγοντας για την αντιμετώπιση της πλημμύρας με την ταχύτατη ολοκλήρωση των αντιπλημμυρικών έργων».
Να σημειωθεί, τέλος, πως αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εισαγγελικής έρευνας τον περασμένο Μάρτιο και την άσκηση των διώξεων η δικογραφία διαβιβάστηκε στην αρμόδια ανακρίτρια, ενώπιον της οποίας κλήθηκαν σε απολογία όχι μόνο οι αρχικοί κατηγορούμενοι, αλλά και νέα πρόσωπα, που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της δικαστικής έρευνας. Οι 21 κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας με απευθείας κλήσεις.