Μία από τις μεγαλύτερες κλοπές στην ιστορία του ΕΜΠ συνέβη το βράδυ της Τετάρτης 26ης Φεβρουαρίου στη Νέα Πτέρυγα της Σχολής Χημικών Μηχανικών, στη Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου.
Πιο συγκεκριμένα, κλάπηκε εργαστηριακός εξοπλισμός, καθώς και υπολογιστές αξίας συνολικής αρκετών δεκάδων χιλιάδων ευρώ από ένα μεγάλο αριθμό γραφείων και εργαστηρίων. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Καθημερινή», η αξία του εξοπλισμού των επιστημονικών μετρήσεων που εκλάπη υπολογίζεται ότι ξεπερνά τις 100.000 ευρώ.
Σύμφωνα με καθηγητές του ΕΜΠ, οι ληστές έδρασαν με «χειρουργική» ακρίβεια ως προς τα γραφεία και τα εργαστήρια που «χτυπήθηκαν», αφού φαίνεται ότι γνώριζαν πού υπήρχε εξοπλισμός με μεγάλη αξία. Επιπλέον, οι δράστες κατάφεραν, με τη χρήση τροχών, να διαρρήξουν 12 γραφεία και δύο εργαστήρια, χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς αφού η φύλαξη του Πολυτεχνείου είναι ανύπαρκτη.
Σταματούν μαθήματα, εργαστήρια, μεταπτυχιακά
Οι καθηγητές, οι υποψήφιοι διδάκτορες και συνεργάτες – ερευνητές έχουν περιέλθει σε απόγνωση, αφού ο εξοπλισμός που αφαιρέθηκε ήταν απολύτως απαραίτητος για τη διεξαγωγή των ερευνητικών προγραμμάτων, των πειραμάτων, των διδακτορικών και μεταπτυχιακών διατριβών. Η καθηγήτρια του ΕΜΠ κ. Μαρία Κουή χαρακτήρισε ανεπανόρθωτο το πλήγμα χωρίς δυνατότητα αντιστροφής. «Είμαστε αναγκασμένοι να διακόψουμε μαθήματα, εργαστήρια, ερευνητικά προγράμματα και να αποδεσμεύσουμε υποψήφιους διδάκτορες και μεταπτυχιακούς φοιτητές. Δεν υπάρχει τρόπος αναπλήρωσης του εξοπλισμού, ο οποίος να σημειωθεί αποκτήθηκε αποκλειστικά από ευρωπαϊκά προγράμματα, τα τελευταία δέκα έτη… ίσως η συγκεκριμένη κλοπή να αποτελεί τη μεγαλύτερη παραβίαση του ασύλου και της ελευθερίας διακίνησης των ιδεών με αρνητικές συνέπειες για τους φοιτητές μας» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στην Πολυτεχνειούπολη υπάρχουν τουλάχιστον δύο καταλήψεις κτιρίων από άτομα εκτός του Πολυτεχνείου, ενώ έχουν εδώ και χρόνια κλείσει το βιβλιοπωλείο, το ταχυδρομείο, το μηχάνημα ανάληψης χρημάτων (ΑΤΜ) αφού αποτελούσαν στόχο ληστών σχεδόν σε μηνιαία βάση.
Όπως δήλωσε η κ. Κουή, «το ερώτημα είναι πώς σε ένα τέτοιο περιβάλλον, τα ελληνικά πανεπιστήμια μπορούν να αναπτυχθούν, ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της εποχής αλλά και στα νέα κριτήρια που έθεσε το υπουργείο Παιδείας για τη χρηματοδότηση των ΑΕΙ.»