Ο Αριστείδης Παγκρατίδης (1940 – 16 Φεβρουαρίου 1968) κατηγορήθηκε από τις αστυνομικές αρχές της Θεσσαλονίκης ως ο υπαίτιος μιας σειράς δολοφονικών και ληστρικών επιθέσεων σε ζευγάρια στην περιοχή του δάσους του Σέιχ Σου το 1959.
Συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 1963 ύστερα από την επίθεσή του σε 12χρονη τρόφιμο του ορφανοτροφείου «Μέγας Αλέξανδρος», δικάστηκε τον Οκτώβριο του 1964 και καταδικάστηκε σε εννέα χρόνια φυλάκιση.
Κατά την διάρκεια των ανακρίσεων ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο διαβόητος «Δράκος του Σέιχ Σου», δικάστηκε τον Φεβρουάριο του 1966 καταδικάστηκε σε θάνατο ως άτομο επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και δυο χρόνια αργότερα, στις 16 Φεβρουαρίου του 1968 εκτελέστηκε στον τόπο που εγκλημάτισε, στο δάσος του Σέιχ σου.
Ο Παγκρατίδης γρήγορα ανακάλεσε την ομολογία του ισχυρίστηκε ότι ελήφθη κατόπιν ψυχολογικών πιέσεων και σωματικής βίας και μέχρι τη στιγμή της εκτέλεσής του παρέμεινε σταθερός υποστηρίζοντας την αθωότητά του. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, το αν ήταν αθώος ή ένοχος, παραμένει αμφισβητούμενο, με τους περισσότερους να υποστηρίζουν ότι ήταν αθώος, τελικά.
Η ζωή πριν την σύλληψη
Γεννήθηκε τον Μάιο του 1940 στο χωριό Λαγκαδίκια της Θεσσαλονίκης, το μικρότερο από τα τρία παιδιά φτωχών αγροτών της περιοχής. Ο πατέρας του, Χαράλαμπος Παγκρατίδης, λοχαγός του ελληνικού στρατού στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, δολοφονείται από αντάρτες του ΕΛΑΣ το 1945. Η οικογένεια ( ο αδερφός του Παγκράτης, η αδερφή του Μαρίκα, ο ίδιος και η μητέρα τους Ελένη) έχοντας χάσει το βασικό της στήριγμα, φεύγει από τον Λαγκαδά και εγκαθίσταται στην Θεσσαλονίκη, στην περιοχή της Τούμπας.
Η μητέρα, προσπαθεί να συντηρήσει την οικογένεια, κάνοντας οποιαδήποτε διαθέσιμη δουλειά, με αργότερα γνωρίζεται με έναν εισπράκτορα λεωφορείων, τον Ευγένιο Αλεξιάδη, παντρεύονται και κρατάνε μαζί τους, το μικρότερο παιδί, τον Αριστείδη, ενώ τα δυο μεγαλύτερα (ο Παγκράτης Παγκρατίδης και η Μαρίκα Παγκρατίδη) στέλνονται σε συγγενείς τους στον Πειραιά.
Ο Αριστείδης ή Αρίστος όπως τον φώναζαν οι γνωστοί, πήγε μόνο στις δυο πρώτες τάξεις του δημοτικού (από τις οποίες, την πρώτη τάξη έκανε τρία χρόνια να την τελειώσει) με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γράψει ούτε να διαβάσει με ευκολία. Κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού, από πωλητής λεμονιών μέχρι λούστρος, από ρακοσυλλέκτης μέχρι σερβιτόρος και από χαμάλης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, βοηθός σε λούνα παρκ
Στην ηλικία των δέκα χρονών θα δεχτεί σεξουαλική επίθεση πρώτα από έναν χημικό, τον Απόστολο Λύτη, που ασέλγησε πάνω του με αντίτιμο 50 δραχμές. Από τότε, όταν η πείνα απειλούσε την ζωή του, κατέφευγε σε αυτόν τον τρόπο προκειμένου να κερδίσει χρήματα.
Ένας από τους πρώτους πελάτες του ήταν και ο σιδηρουργός Βασίλης Μπαρδάζογλου που στην κατάθεσή του στο δικαστήριο δήλωσε ότι με δέλεαρ τα λίγα χρήματα που του έδινε, ο Παγκρατίδης τον άφηνε να ασελγεί επάνω του: Το παιδί αυτό, τον Παγκρατίδη τον γνώρισα πριν δέκα χρόνια. Πουλούσε το κορμί του για δέκα φράγκα. Ερχόταν και μαζί μου και κάναμε τη δουλειά. Εγώ τον πλησίασα, εγώ είμαι γνωστός ο Βασίλης ο Τενεκετζής. Ήξερα ότι είναι κίναιδος. Πήγαμε στο Ρεντζίκι, του έδωσα 15 δραχμές. Έχω πάει πολλές φορές μαζί του.
Το ίδιο έκαναν και άλλοι άντρες του λιμανιού.
Το 1955 κλέβει από το κυλικείο του γυμναστηρίου του ΠΑΟΚ 120 δραχμές, συλλαμβάνεται και το δικαστήριο τον θέτει υπό την επιμέλεια της «Πρόνοιας ανηλίκων» Την ίδια χρονιά μαζί με έναν φίλο του κλέβουν δυο ποδήλατα, τα πουλάνε, και με τα χρήματα ξεκινάνε για την Αθήνα. Όμως συλλαμβάνονται, δικάζονται από το Διαστήριο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης και στέλνονται στο Αναμορφωτήριο Ανηλίκων στο Βίδο της Κέρκυρας.
Το 1957 βγαίνει από το ίδρυμα, επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη και ξαναρχίζει την δουλειά στο λιμάνι. Επίσης θα εργαστεί σαν σερβιτόρος σε εξοχικό κέντρο, σερβιτόρος σε καφενείο και σε οποιαδήποτε δουλειά του ποδαριού βρεθεί. Το 1959, και ενώ δούλευε σε ένα τσίρκο της πόλης, θα πάει στο στρατό. Θα καταταχτεί το 1960, στην 20η μεραρχία τεθωρακισμένων του Ιππικού. Μετά την λιποταξία του, τον Μάιο του 1961 θα απολυθεί ως ψυχικά διαταραγμένος εξαιτίας της τοξικομανίας του.
Αυτήν την περίοδο επισκέπτεται συχνά πόρνες, αλλά εκδίδεται και σε άντρες πρόθυμους να πληρώσουν, σχετίζεται με τραβεστί, καπνίζει χασίς, πίνει πολύ κρασί και διασκεδάζει παρακολουθώντας κρυμμένος παράνομα ζευγαράκια.
Με τον χαρακτηριστικό τρόπο σκέψης εκείνης της εποχής, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών της υπόθεσης γράφει:
«Ο Παγκρατίδης, ουδεμίας τυχών επιμελείας και διαπαιδαγωγήσεως, ετράπη εις την οδόν της διαφθοράς, αποκτήσας πολλάς ανωμαλίας χαρακτήρος και διαστροφάς… Ήταν ενεργητικός ομοφυλόφιλος, ηδονοβλεψίας, κλέπτης, υπεξαιρέτης, πότης, λιποτάκτης και καταχραστής χασίς».»
Η σύλληψη
Στις 3:00 τα χαράματα της 7ης Δεκεμβρίου 1963, ο Παγκρατίδης μπήκε κρυφά, στο ορφανοτροφείο θηλέων «Μέγας Αλέξανδρος», εφοδιασμένος μόνο με μια πέτρα, και στο αναρρωτήριο του ορφανοτροφείου ασέλγησε και προσπάθησε να βιάσει ένα 12χρονο κοριτσάκι. Οι φωνές του παιδιού όμως, τον τρόμαξαν και έφυγε. Στην πορεία να διαφύγει συναντά έναν οδηγό των αστικών λεωφορείων, που τον είδε να πηδάει τον τοίχο, και τον σταμάτησε. Ο Παγκρατίδης κατάφερε να του ξεφύγει και ο οδηγός ήταν ο πρώτος που ειδοποίησε την Αστυνομία.
Με τις έρευνες που κάνουν οι αστυνομικές αρχές, ένας αστυφύλακας θυμάται ότι είχε δει τον Παγκρατίδη να γυρίζει ύποπτα γύρω από το ορφανοτροφείο, μερικές ώρες πριν εισβάλει, και του είχε ζητήσει τα στοιχεία του. Έτσι, τρεις ώρες μετά την εισβολή η Αστυνομία κατέφτασε στο σπίτι του στην περιοχή «Γερμανικά» της Άνω Τούμπας, που δεν απείχε πολύ από το ορφανοτροφείο, και τον συνέλαβε.
Ο Παγκρατίδης δεν έφερε αντίσταση, και μετά την αναγνώρισή του από το θύμα και τον οδηγό του λεωφορείου, ομολόγησε την πράξη του. Οι εφημερίδες, από την πρώτη στιγμή συνδυάζουν τον Παγκρατίδη με τον άγνωστο εγκληματία, επονομαζόμενος «Δράκος του Σέιχ Σου».
«Ο δράκος του Σέιχ Σου»
Τομ Φεβρουάριο του 1958 στη περιοχή του δάσους του Πανόραματος, νεαρή γυναίκα δέχεται δολοφονική επίθεση με πέτρα από έναν νεαρό άγνωστο άντρα. Η τυχαία παρουσία όμως, ενός αυτοκινήτου που ανέβαινε στο δάσος, έτρεψε τον δράστη σε φυγή.
Ένα χρόνο μετά, στις 19 Φεβρουάριου του 1959, ο δράστης επιτέθηκε και πάλι με πέτρα, σε ένα ζευγαράκι- τον Αθανάσιο Παναγιώτου και την Ελεονώρα Βλαχογιάννη,- που ήθελε να απομονωθεί στο δάσος, και τους κατάφερε βαριά τραύματα. Οι γιατροί έκαναν μεγάλες προσπάθειες να σώσουν τη ζωή τους και τελικά τα κατάφεραν.
Τους επόμενους μήνες ο άγνωστος θα επιτεθεί και πάλι σε δυο ζευγαράκια που βρίσκονταν στην περιοχή, χωρίς όμως να τους καταφέρει σημαντικά τραύματα.
Στις 6 Μάρτιου του 1959 στην περιοχή της Μίκρας Θεσσαλονίκης, ο άγνωστος αφού ληστέψει το ζευγαράκι, θα δολοφονήσει τον άντρα (ίλαρχος Κωνσταντίνος Ραΐσης) και θα βιάσει τη φίλη του, Ευδοκία Παληογιάννη.
Στις 3 Απριλίου του ίδιου έτους άγνωστος μπαίνει στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, και σκοτώνει με πέτρα την ράπτρια και φοιτήτρια νοσοκόμα του ιδρύματος, Μελπομένη Πατρικίου. Κατά την φυγή του από το σπιτάκι, επιτίθεται ξανά σε μια νοσοκόμα που συναντά στο δρόμο του, την Φανή Τσαμπάζη , την εκφοβίζει οτι θα τη σκοτώσει και φεύγει.
Τον Μάρτιο του 1959 ο δολοφόνος επικηρύχτηκε με το ποσό των 100.000 δρχ. Τα χρήματα θα δίνονταν ως αμοιβή για τη σύλληψη του δράστη ή για την παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών που θα οδηγούσαν στην σύλληψή του.
Ανάκριση
Ο Παγκρατίδης λόγω της ζωής του ήταν ήδη γνωστός στην Αστυνομία. Από την εφηβεία του είχε απασχολήσει την Αστυνομία, πρώτα με την κλοπή του ποδηλάτου, και έπειτα, με μικροκλοπές, κατοχή και χρήση χασίς, καταγγελίες για ηδονοβλεπτική συμπεριφορά, και επιθέσεις σε νεαρά κορίτσια και νεαρούς άντρες.
Από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του, οι εφημερίδες (με ή χωρίς την ενθάρρυνση της Αστυνομίας) προσδιόρισαν στο πρόσωπό του, τον διαβόητο «Δράκο», με μόνο επιβαρυντικό στοιχείο το ότι επιχείρησε να βιάσει το κορίτσι του ορφανοτροφείου έχοντας ως όπλο μια πέτρα: το ίδιο όπλο που χρησιμοποίησε και «Δράκος» στις παλαιότερες επιθέσεις του.
Τις επόμενες ώρες και μέρες απομονωμένος στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, θα κληθούν να τον αναγνωρίσουν οι επιζώντες των επιθέσεων αλλά δεν θα μπορέσουν να αποφανθούν με βεβαιότητα. Η Αστυνομία θα καλέσει πολλούς μάρτυρες από το περιβάλλον του για να δώσουν στοιχεία για το παρελθόν του, κάποια από τα οποία υπήρξαν επιβαρυντικά.
Επί πέντε ολόκληρες μέρες και νύχτες από την στιγμή της σύλληψής του, ο Παγκρατίδης ανακρίνεται. Των ανακρίσεων προίστατο ο αντιεισαγγελέας Αθανασόπουλος μαζί με τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, Τζαβάρα.
Στις 11 Δεκεμβρίου του 1963 ο Παγκρατίδης θα ομολογήσει τα εγκλήματα για τα οποία τον κατηγορούν. Η είδηση δεν θα δοθεί στο κοινό, παρά τρεις μέρες αργότερα, – στις 15 Δεκεμβρίου – αφού εν τω μεταξύ, η Αστυνομία είχε πάρει πλήρη ομολογία με πολλές άγνωστες λεπτομέρειες και είχε αναπαραστήσει και τα τρία εγκλήματα.
Συγκεκριμένα, ο Παγκρατίδης οδήγησε τους αστυνομικούς στην τοποθεσία που έγινε το έγκλημα στη Μίκρα, και τους έδειξε που και πως σκότωσε τον ίλαρχο (δύο χτυπήματα με πέτρα στο κεφάλι), πως αναισθητοποίησε και πάλι με χτύπημα την φίλη του, την βίασε και κλέβοντας τον αναπτήρα του Ραΐση, έφυγε. Την επόμενη μέρα, οδηγήθηκε στο Δημοτικό νοσοκομείο όπου και αναπαρέστησε πως και πάλι χτυπώντας την με πέτρα στο κεφάλι, σκότωσε, βίασε και έκλεψε τη νεαρή Πατρικίου.
Μετά, διηγήθηκε την απόπειρα φόνου εναντίον της νοσοκόμας Τσαμπάζη. Η νοσοκόμα, όμως, δεν κατάφερε να τον αναγνωρίσει μετά βεβαιότητας.
Ο αρμόδιος εισαγγελέας χαρακτήρισε την επίθεση στην δωδεκάχρονη απόπειρα βιασμού και σε συνδυασμό με τον «Νόμο 4000» περί τεντυμποϋσμού παρέπεμψε την υπόθεση (εσωκλείοντας και τις δικογραφίες των εγκλημάτων του 1953) στον τακτικό ανακριτή για να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας, την τακτική ανάκριση.
Μόλις οι δικοί του άνθρωποι, φρόντισαν να του παράσχουν δικηγόρους, τους κυρίους Μ. Σαπουντζή και Δ. Λάζο, και όντας πλέον ο ίδιος στα χέρια των δικαστικών αρχών, ανακάλεσε αμέσως την ομολογία του. Ισχυρίστηκε ότι όχι μόνο η ομολογία για τα εγκλήματα έγινε υπό το βάρος των ψυχολογικών και σωματικών πιέσεων που του ασκήθηκαν αλλά και ότι η επίθεση στο Ορφανοτροφείο δεν έγινε έτσι όπως την δημοσιοποίησε η Αστυνομία.
Ο Παγκρατίδης γνωστοποίησε στους δικηγόρους του, πως υπεβλήθη σε σωματική και ψυχική κακοποίση. Συγκεκριμένα είπε ότι: «στις 9 το βράδυ της μέρας που λένε πως ομολόγησα με βάλανε σε ένα δωμάτιο που έσταζε νερό. Μετά με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο όπου μου έδωσαν να φάω ένα παξιμάδι μόνο. Εκεί με κράτησαν όρθιο ως τις 10 το πρωί. Ζητούσα νερό και δεν μου δίνανε. «Πες μας» μου έλεγαν, «ότι είσαι ο δράκος και θα σου δώσουμε»…..Στο μεταξύ από τη δίψα κόντεψα να τρελαθώ. Ωσπου μια στιγμή δεν άντεξα. «Δώστε μου νερό», είπα, «και θα σας πω ότι θέλετε». …».
Ο Παγκρατίδης είπε στους δικηγόρους του ότι στο διάστημα των έξι ημερών που κράτησε η ανάκριση ήπιε μόνο δυο ποτήρια νερό και ένα ποτήρι τσάι και έφαγε τέσσερις φέτες ψωμί, τρία σάντουιτς, ένα πιάτο πατάτες και ένα πιάτο σπανακόρυζο.
Θορυβημένες οι δικαστικές αρχές από όσα λένε οι δικηγόροι και δημοσιεύουν οι εφημερίδες, απαγορεύουν στις 18 Δεκεμβρίου την περαιτέρω αναφορά ή φωτογραφία σχετικά με την υπόθεση αυτή σε όλες τις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας.
Η δίκη για την απόπειρα βιασμού
Στις 5 Οκτωβρίου του 1964 και ενώ η τακτική ανάκριση για τις δολοφονίες στο δάσος του Σέιχ Σου δεν είχε τελειώσει ακόμα, ο κρατούμενος στις φυλακές του Επταπυργίου, δικάζεται στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης για την απόπειρα βιασμού της 12χρονης τότε Αικατερίνης Σούρλα.
Στο δικαστήριο κατέθεσε το θύμα καθώς και άλλες τρόφιμοι του ορφανοτροφείου όπως και φίλοι του Παγκρατίδη. Οι φίλοι του Παγκρατίδη κατέθεσαν ότι τις προηγούμενες ώρες ήταν όλοι μαζί σε μια ταβέρνα, όπου ήπιανε ρετσίνα, και όταν χωρίσαν ο Αρίστος ήταν σε κατάσταση μέθης.
Αυτό ισχυρίστηκαν και οι δικηγόροι του, προσπαθώντας και τελικά, πετυχαίνοντας να πείσουν τους ενόρκους, που άλλαξαν την κατηγορία από «απόπειρα βιασμού», σε «εξαναγκασμό σε ασέλγεια». Με βάση αυτήν την απόφαση το δικαστήριο του επέβαλλε ποινή κάθειρξης εννέα ετών, πενταετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και χρηματική αποζημίωση 7.000 δρχ. στο θύμα.
Ο Παγκρατίδης στην απολογία του είπε:
«Όσα λένε για τα εγκλήματα είναι ψέματα. Δεν σκότωσα κανέναν εγώ.
Παραδέχομαι ότι πήγα στο ορφανοτροφείου του Μεγάλου Αλεξάνδρου για να βιάσω καμμιά κοπέλα, αλλά γι’ αυτό φταίει το κρασί και το χασίς.
Αυτήν την πράξη την έκανα και το ομολογώ.
Δεν σκότωσα όμως για να πάρω χρήματα
«Από μικρό παιδί βασανίζομαι.
Πουλούσα το σώμα μου για 10 δραχμές για να φάω.
Πουλούσα το αίμα μου στον Ερυθρό σταυρό για να πάρω λίγα χρήματα, για να φάω. Δεν είμαι εγκληματίας.
Αν ήθελα να γίνω εγκληματίας θα σκότωνα τον δολοφόνο του πατέρα μου που ζει σήμερα στο χωριό μας.
Ομολογώ ότι έσφαλα. Έσφαλα πολύ.
Και γι’ αυτό θέλω να με δικάσετε.
Μέσα στη φυλακή είδα πολλά και κατάλαβα πολλά.
Τώρα άλλαξα και γι’ αυτό θέλω να τιμωρηθώ.»
Η δίκη
Η δίκη του, που όπως ήταν αναμενόμενο, συγκέντρωνε κάθε μέρα πλήθη κόσμου, ήταν το πιο σημαντικό γεγονός για την Θεσσαλονίκη, εκείνο τον καιρό.
Άρχισε την Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 1966 στο Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης και τελείωσε στις 22 Φεβρουαρίου 1966, με την κήρυξη του Παγκρατίδη ενός ενόχου για όλα τα εγκλήματα που κατηγορήθηκε και με ποινή τετράκις εις θάνατον.
Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο εφέτης Θεσσαλονίκης Αλετράς, και σύνεδροι οι επίσης εφέτες Κουνουγέρης, Κόλλας, Γραφιανάκης και Παπαγιάννης ενώ την εισαγγελική έδρα κατέλαβε ο τότε αντι-εισαγγελέας Εφετών Μιχάλης Σγουρίτσας.
Ως πολιτική αγωγή παρέστησαν οι δικηγόροι του Παναγιώτη Αθανασίου και οι δικηγόροι της οικογένειας του ίλαρχου Ραΐση.
Συνήγοροι του Παγκρατίδη, ήταν οι διορισμένοι από τον αδερφό του δικηγόροι, Μεν. Σαπουντζής και Δ. Λάζος.
Την πρώτη μέρα της δίκης εξετάστηκαν οι επιζώντες των δολοφονικών επιθέσεων, Αθανασίου και Βλάχου καθώς και η νοσοκόμα Φανή Τσαμπάζη αλλά δεν αναγνώρισαν τον Παγκρατίδη ως δράστη, οι δυο πρώτοι γιατί δεν είδαν καν τον δράστη, η δεύτερη γιατί πια δεν μπορούσε με βεβαιότητα να θυμηθεί.
Επίσης κατέθεσαν οι διερχόμενοι στρατιώτες που βρήκαν τα πτώματα του ίλαρχου και της φίλης του αλλά ούτε αυτοί αναγνώρισαν κάποιον. Διαβάστηκε το πόρισμα της αυτοψίας του ιατροδικαστή στα πτώματα των Ραΐση και Παληογιάννη, από όπου προέκυψαν τρεις διαφορετικοί τύποι αίματος: οι δυο ταυτοποιηθήκαν ως αυτοί των θυμάτων και ο τρίτος (που λογικά ανήκει στον δράστη), βρέθηκε να είναι ΣΧΕΔΟΝ όμοιος με τον τύπο του Παγκρατίδη. (τέταρτος τύπος αρνητικό ο δράστης -τέταρτος τύπος θετικό ο Παγκρατίδης).
Την επόμενη μέρα θα καταθέσουν οι μάρτυρες υπεράσπισης του Παγκρατίδη, άτομα από το κοινωνικό του περιβάλλον καθώς και ο υφηγητής τότε Νευρολογίας και Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αγ. Διακογιάννης. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του στο δικαστήριο, «ο Παγκρατίδης εδείκνυεν άτομον με πολλάς ανωμαλίας χαρακτήρος και διαστροφάς, όπως κίναιδος ενεργητικός, ομοφυλόφιλος, ηδονοβλεψίας, εφαψίας, κλέπτης, διψομανής, πότης και καταχραστής χασίς. Εκ των ερωτήσεων δε τας οποίας του υπέβαλον εν συνεχεία εβεβαιώθην ότι ούτος δεν παρουσίαζεν ψύχωσιν τινα.»
Η κατάθεση του Διακογιάννη, είναι η αποφασιστική για το μέλλον του Πακρατίδη. Ο ψυχίατρος με όλο το κύρος και το σεβασμό που η ειδικότητα και η πορεία του στην κοινωνία του έχει προσδώσει, θεωρεί ότι όταν ο Παγκρατίδης ομολόγησε μπροστά του όλα τα εγκλήματα, τα περιέγραψε με λεπτομερειες πιστεύοντας τους αστυνομικούς που του είχαν πει ότι θα ξεμπέρδευε με μερικά χρόνια φυλακή στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής το έκανε σε ήρεμη ψυχική συνείδηση, αυθορμήτως, και ειλικρινώς και χωρίς να δείχνει ότι απλώς επαναλάμβανε ότι του είχε ζητηθεί.
Τις επόμενες δυο μέρες θα κληθούν να καταθέσουν αρκετοί αστυνομικοί, παρόντες κατά τις ημέρες κράτησης του Παγκρατίδη και κατά τις αναπαραστάσεις που έγιναν, οι οποίοι φυσικά αρνήθηκαν ότι η ομολογία έγινε κατόπιν πιέσεων ή στερήσεων. Στις 14 Φεβρουαρίου οι συνήγοροι του Παγκρατίδη, έχοντας αντιμετωπίσει την άρνηση των δικαστών να κάνουν αποδεκτό οποιοδήποτε αίτημά τους αλλά και την διαρκή παρέμβαση του προέδρου κατά την εξέταση των μαρτύρων – αστυνομικών, δήλωσαν πως δεν μπορούν να ασκήσουν πλέον τα καθήκοντά τους και παραιτήθηκαν.
Η είδηση έπεσε σαν βόμβα, αφού όλοι γνώριζαν ότι κανείς δεν μπορούσε να αντικαταστήσει με επιτυχία τους συνηγόρους που χειρίζονταν εδώ και δύο χρόνια την υπόθεση, και περισσότερο από όλους πανικοβλήθηκε ο Παγκρατίδης. Το δικαστήριο όρισε νέους συνηγόρους, διέκοψε για μια μέρα, αλλά όταν ξανάρχισε η διαδικασία, στις 16 Φεβρουαρίου, οι συνήγοροί του, επέστρεψαν.
Στις 17 Φεβρουαρίου, στην κατάθεση του αδερφού του, Παγκράτη Παγκρατίδη, χρυσοχόου το επάγγελμα, η υπεράσπιση θα παίξει το κυριότερο χαρτί της. Ο Παγκράτης Παγκρατίδης «κατηγορεί και κατονομάζει ως δράστη των εγκλημάτων τον Αίαντα Σκλαβούνο, γιό του ιατρού και καθηγητή Πανεπιστημίου, Γεώργιου Σκλαβούνου».
Σύμφωνα με επώνυμη καταγγελία με επιστολή που διαβάστηκε στο δικαστήριο, ο Αίαντας Σκλαβούνος, σχιζοφρενής, έμενε εκείνη την περίοδο στη βίλλα της οικογένειας δίπλα στο δάσος του Σέιχ- σου και ήταν αυτός ο υπεύθυνος για τις δολοφονικές επιθέσεις της εποχής εκείνης. Το δικαστήριο ωστόσο αρνήθηκε να εξετάσει αυτήν την εκδοχή, ως μη έχουσα άμεσο σχέση με την δίκη (το δικαστήριο δίκαζε για το αν ο Παγκρατίδης ήταν ένοχος των συγκεκριμένων εγκλημάτων ή όχι, και όχι για το ποιός ήταν ο δράκος).
Ύστερα από ακόμα μια σειρά ενστάσεων προς το δικαστήριο από μέρους της υπεράσπισης, – η αναρμοδιότητα του Εφετείου καθώς τα εγκλήματα της ληστείας δεν αποδείχτηκαν και η παραπομπή της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο – που και αυτές απορρίφθηκαν οι δικηγόροι δήλωσαν – ακόμα μια φορά – παραίτηση νιώθοντας οτι δεν μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη της υπεράσπισης αφού στερούνται ουσιωδών μέσως για να την ασκήσουν.
Το δικαστήριο διορίζει νέους συνηγόρους, τους ποινικολόγους Γερογιάννη και Κατσαούνη και δίνει προθεσμία μέχρι τις 22 Φεβρουαρίου για να μελετήσουν την δικογραφία και να ετοιμάσουν τους λόγους τους, αφού η αποδεικτική διαδικασία είχε τελειώσει.
Την Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 1966 και αφού ο Παγκρατίδης αρνήθηκε να απολογηθεί και να δώσει την ευκαιρία στους δικαστές να του κάνουν ερωτήσεις, τον λόγο έλαβε ο εισαγγελέας της έδρας, Μιχάλης Σγουρίτσας.
Ο εισαγγελέας τόνισε οτι αν και δεν έχει καμμιά απολύτως αμφιβολία οτι ο Παγκρατίδης είναι ένοχος των εγκλημάτων για τα οποία κατηγορείται, ωστόσο θεωρεί ότι δεν πρέπει να του επιβληθεί η θανατική ποινή – ποινή που επιβάλλεται μόνο σε άτομα που απειλούν την ασφάλεια της χώρας – αλλά η ισόβια κάθειρξη και η δεκαετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Ατράνταχτα στοιχεία επί της ενοχής του Παγκρατίδη, θεώρησε το δολοφονικό όπλο – την πέτρα – κοινό στοιχείο σε όλα τα εγκλήματα, την έλλειψη άλλοθι του κατηγορουμένου, αφού δεν μπόρεσε να αποδείξει που βρισκόταν κατά την διάρκεια που έγιναν τα εγκλήματα, και φυσικά, η ομολογία των εγκλημάτων του μπροστά στον ψυχίατρο Αγ. Διακογιάννη.
Ο εισαγγελέας τόνισε με την ευκαιρία, οτι θεωρεί ουσιαστικά το δικαστήριο αναρμόδιο να κρίνει την υπόθεση αφού αποδείχτηκε ότι το κίνητρο του Παγκρατίδη ήταν η ίδια η ανθρωποκτονία αυτή καθ’ αυτή και όχι η ληστεία, και πρότεινε στους δικαστές την παραπομπή της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο.
Το λόγο πήραν μετά οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής που φυσικά ζήτησαν την παραδειγματική τιμωρία του και τέλος μίλησαν οι νεο-διορισθέντες συνήγοροι του Παγκρατίδη. Οι συνήγοροι ανέλυσαν όλα τα σημεία που σημειώθηκαν παραβιάσεις των δικαιωμάτων του κρατουμένου όπως η έλλειψη συνηγόρου, η προσπάθεια να τον ταυτίσουν με τον δράστη των προηγούμενων εγκλημάτων, οι στερήσεις στις οποίες επιβλήθηκε, η κακομεταχείριση που υπέστη και ζήτησαν να υπολογίσουν το νεαρό της ηλικίας του και την εξάρτησή του από τα ναρκωτικά ως παράγοντες μείωσης της ποινής.
Το δικαστήριο ύστερα από συνεδρίαση μίας ώρας, ανακοίνωσε ότι θεωρεί τον Παγκρατίδη ένοχο για όλα τα εγκλήματα και μάλιστα επισημαίνει ότι έγιναν με τρόπο ιδιαίτερα ειδεχθή από δράστη επικίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια. Αφού άκουσε και τη γνώμη του εισαγγελέα και των συνηγόρων, ανακοίνωσε την θανατική ποινή για κάθε μία από τις ληστείες, και την ποινή των ισοβίων δεσμών για την απόπειρα ληστείας εις βάρος της Παλαιογιάννη. Επίσης, επιδίκασε χρηματική αποζημίωση για τον Παναγιώτη Αθανασίου καθώς και για την οικογένεια του ίλαρχου Ραΐση.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1966 οι σύνηγοροί του άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως του δικαστηρίου. Οι λόγοι που επικαλέστηκαν ήταν:
– Τα περιστατικά τα οποία αποδείχτηκαν στο δικαστήριο δείχνουν ως κύριο σκοπό των εγκλημάτων την ανθρωποκτονία και όχι τη ληστεία, άρα αρμόδιο να δικάσει την περίπτωση είναι το Κακουργιοδικείο και όχι το Εφετείο.
– Η κατάθεση του ψυχιάτρου Αγαπητού Διακογιάννη ελήφθη παράτυπα και επομένως πρέπει να θεωρηθεί ως μη γενόμενη, αφού ο γιατρός δεν μπορεί να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας στο ακροατήριο, και να υποχρεωθεί να ανακοινώσει τις εμπιστευτικές με τον ασθενή του συνομιλίες.
– Το δικαστήριο επέτρεψε παράτυπα στον συνήγορο του πολιτικού ενάγοντα Παναγιώτη Αθανασίου να προβεί σε ερωτήσεις προς τον κατηγορούμενο σε θέματα γενικότερα της περίπτωσης του πελάτη του.
– Ο Παγκρατίδης καταδικάστηκε για την απόπειρα ληστείας της Παληογιάννη παράτυπα, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα δεν του είχε αποδώσει αυτήν την κατηγορία.
– Η καταδίκη του για την απόπειρα ληστείας κατά της Παληογιάννη δεν αποδείχτηκε και δεν τεκμηριώθηκε στο δικαστήριο.
Τον Σεπτέμβριο του 1966 όταν συνεδρίασε για την υπόθεση το Συμβούλιο του Άρειου Πάγου η έφεση απορρίφθηκε σε όλα τα σκέλη της. Έτσι…
Η εκτέλεση
Στις 16 Φεβρουαρίου 1968 στις 07:05′ το πρωί, ο Παγκρατίδης εκτελέστηκε από στρατιωτικό απόσπασμα σε μια τοποθεσία του δάσους του Σέιχ -σου, κοντά στον τόπο που διέπραξε τα εγκλήματά του.
Ο ίδιος ο Παγκρατίδης πληροφορήθηκε την επικείμενη εκτέλεσή του, την προηγούμενη νύχτα, που την πέρασε με την βοήθεια του ιερέα των φυλακών που έμεινε μαζί του μέχρι τη στιγμή που έφυγε από την φυλακή για τόπο της εκτέλεσης.
Όταν έφτασαν εκεί και αφού δέχτηκε να του δέσουν τα μάτια, είπε λίγο πριν πεθάνει: Πάντως είμαι αθώος. Ίσως μια μέρα πιαστεί ο ένοχος και τότε….
Μετά την εκτέλεση και αφού διαπιστώθηκε ο θάνατός του από τον γιατρό, η νεκροφόρα του δήμου και ένα περιπολικό της Αστυνομίας πήραν το πτώμα – και χωρίς να ειδοποιηθεί κανείς από τους συγγενείς του – το έθαψαν στο νεκροταφείο της παρακείμενης κοινότητας Εξοχής Θεσσαλονίκης, αφού πρώτα έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία. Οι συγγενείς διάβασαν το νέο από τις απογευματινές εφημερίδες.
Γνώμες για την ενοχή ή μη του Παγκρατίδη
Η Βασιλική Γιγή, η δημοσιογράφος της εφημερίδας «Μακεδονία», που παρακολούθησε από την αρχή ως το τέλος την υπόθεση υποστηρίζει ότι «μετά τη σύλληψή του, όταν τα στοιχεία έδειξαν ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο που έκανε τα εγκλήματα του 1959, ο διοικητής Ασφάλειας Ν. Τζαβάρας ενημέρωσε τον εισαγγελέα Δ. Παπαντωνίου ότι επερατώθη η προανάκριση για την επίθεση στο ορφανοτροφείο και του ζήτησε να συνεχίσει την προανάκριση, γιατί τα ευρήματα ‘μύριζαν’ δράκο.
Τότε εστάλη στην ασφάλεια ο εισαγγελέας Νίκος Αθανασόπουλος και η ανάκριση γινόταν μόνο παρουσία του. Ο Παγκρατίδης, που πίστευε ότι λόγω της νεαρής ηλικίας του θα δικαστεί με ελαφρυντικά και θα εκτίσει την ποινή του σε αγροτικές φυλακές εξιστόρησε τη ζωή του, τις ανωμαλίες του καθώς και τα εγκλήματα που διέπραξε με λεπτομέρειες που δεν γνώριζε κανένα μέχρι τότε και που συνέπιπταν με τα ευρήματα των εγκλημάτων που είχαν διαπραχθεί πριν από τέσσερα χρόνια.
Μάλιστα ο εισαγγελέας Αθανασόπουλος, που είναι γνωστό ότι δεν θα κάλυπτε την αστυνομία, όταν τελείωσε η προανάκριση, δήλωσε: «Είμαι τόσο πολύ σίγουρος ότι είναι αυτός». Την ίδια άποψη με τον εισαγγελέα είχε και ο ανακριτής Κιούσης: «Είμαι 2.000% σίγουρος ότι είναι αυτός», είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους.
Μάλιστα, ήταν τόσες οι λεπτομέρειες που είχε αποκαλύψει για ευρήματα στους χώρους των εγκλημάτων, πολλά από τα οποία δεν είχαν αξιοποιηθεί από την αστυνομία καθώς πίστευαν ότι δεν σχετίζονται με τις δολοφονίες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για την τελευταία επίθεση στο νοσοκομείο αναφέρθηκε σε ένα κουμπί και κάποια ψιλά που είχε χάσει φεύγοντας από τον τόπο, τα οποία οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι ανήκουν στον δράστη. Ήταν σίγουρα ο δράστης των εγκλημάτων, για τα οποία κατηγορήθηκε. Όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο, στηρίχθηκαν σε μαρτυρίες ατόμων που δεν είχαν «ιδίαν αντίληψη» ούτε έζησαν τα γεγονότα».
Ο συγγραφέας Σάκης Σερέφας υποστηρίζει ότι: «…Μια τοπική κοινωνία καθαρμάτων μαζί με την αστυνομική και δικαστική εξουσία έβαλαν στη μέση έναν ανθρωπάκο και τον κατασπάραξαν… Έναν αλητάκο που λειτουργούσε ως οπή ηδονής για τα αποβράσματα της πόλης, προερχόμενος από μια οικογένεια που μάτωσε στον Εμφύλιο.
Παράλληλα μια ανθρωποφαγική τοπική κοινωνία, το παρακράτος στα ντουζένια του, και η αστυνομία που έβγαζε άφοβα τα νύχια της και που η δικαστική εξουσία με τη σειρά της λίμαρε θωπευτικά. Το θέμα δεν είναι αν ο Παγκρατίδης ήταν αθώος ή ένοχος, αλλά ότι δεν είχε δίκαιη δίκη καθιστώντας την εκτέλεσή του εγκληματική».
Την ίδια άποψη ενστερνίζεται και ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης: «Η Θεσσαλονίκη της εποχής χαρακτηρίζεται από ένα παρακράτος – απομεινάρια των ταγματασφαλιτών και Χητών- που εκφοβίζει την πόλη με τον αέρα φυσικά που του δίνει η Ασφάλεια. Η οργάνωση «Καρφίτσα», που λύνει και δένει, αποτελείται από ρουφιάνους και μάγκες που αποθρασύνονται και κάνουν ο,τι θέλουν. Στους κόλπους της κυοφορούνται οι δολοφόνοι του Λαμπράκη.
Ο Παγκρατίδης συλλαμβάνεται λίγο μετά την δολοφονία του βουλευτή και αποδεικνύεται για την Ασφάλεια η ιδανική περίπτωση να στρέψουν τα βλέμματα του κόσμου από ένα έντονα πολιτικό θέμα σε ένα κοινωνικό».