Αντιμέτωπος με σοβαρές πειθαρχικές κυρώσεις βρίσκεται πλέον γιατρός του Βόλου ο οποίος οδήγησε στο χειρουργείο ασθενή χωρίς -όπως κατηγορείται- να υπάρχει λόγος και παρά τις αντιρρήσεις των συναδέλφων του.
Η διοίκηση του νοσοκομείου Βόλου κρίνοντας την υπόθεση ως ιδιαιτέρως σοβαρή, αποφάσισε να παραπέμψει τον γιατρό στο πειθαρχικό συμβούλιο της 5ης ΥΠΕ.
Ο συγκεκριμένος γιατρός κατά τις ίδιες πληροφορίες ελέγχεται για «αχρείαστη» χειρουργική επέμβαση σε ασθενή, που προσήλθε στο νοσοκομείο με πρόβλημα στο χέρι. Οι υπεύθυνοι της ορθοπεδικής εκτίμησαν ότι για την αποκατάσταση πρέπει να ακολουθηθεί συγκεκριμένη θεραπευτική διαδικασία και να αποφευχθεί το χειρουργείο, δεν εισακούστηκαν.
Ο γιατρός αδιαφόρησε για τις οδηγίες που είχε και προχώρησε σε χειρουργική επέμβαση. Θεωρήθηκε «αυθαιρεσία» και έγινε σε βάρος του αναφορά στη διοίκηση.
Ακολούθησε η διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης σε βάρος του και το σχετικό πόρισμα προωθήθηκε στη διοίκηση του νοσοκομείου.
Στο πόρισμα σύμφωνα με πληροφορίες περιλαμβάνεται η έκθεση διακεκριμένου χειρουργού – ορθοπεδικού από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λάρισας, ο οποίος φέρεται να συμφωνεί με τις «κεφαλές» της ορθοπεδικής που εξαρχής είχαν δώσει κατεύθυνση για άλλου είδους αντιμετώπιση του ιατρικού περιστατικού.
Οι ίδιες πληροφορίες λένε ότι η διοίκηση αποφάσισε να παραπέμψει τον γιατρό στο πειθαρχικό συμβούλιο της 5ης ΥΠΕ, που είναι το αρμόδιο όργανο για να λάβει την απόφαση, σε περίπτωση που μία υπόθεση κρίνεται ως ιδιαιτέρως σοβαρή.
«Εφόσον γίνονται μη ενδεδειγμένες επεμβάσεις, είναι πολύ πιθανό να μην έχει πρόσβαση στο χειρουργείο κάποιος που χρειάζεται επέμβαση»
«Δεν ξέρω πόσους ασθενείς έκανα να νιώσουν καλύτερα, επειδή τους χειρούργησα, ξέρω όμως ότι έσωσα πολλούς, επειδή επέμεινα να μη χειρουργηθούν» αναφέρει στον Ταχυδρόμο γιατρός του Νοσοκομείου Βόλου, ο οποίος με αφορμή τη συγκεκριμένη υπόθεση σχολίασε την ευκολία με την οποία αποφασίζεται το νυστέρι, ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν υπάρχουν οι απαραίτητες ενδείξεις.
«Δεν υπάρχουν πάντα οι σωστές ενδείξεις και αυτό βεβαίως οδηγεί σε εγχειρήσεις οι οποίες δεν είναι ενδεδειγμένες. Εφόσον γίνονται οι μη ενδεδειγμένες επεμβάσεις, είναι πολύ πιθανό να μην έχει πρόσβαση στο χειρουργείο κάποιος που χρειάζεται επέμβαση. Έτσι στην πράξη το επείγον περιστατικό, το οποίο είναι αυτό που κατ’ εξοχήν ωφελείται από την εγχείρηση, δεν μπορεί να χειρουργηθεί όταν τα χειρουργεία καταλαμβάνονται από χρόνια περιστατικά. Σε ασθενείς που δεν ενδείκνυται επέμβαση είναι προτιμότερη η φαρμακευτική αγωγή» συμπληρώνει.
«Η επιλογή της θεραπείας από τον γιατρό, εφόσον είναι σωστά ενημερωμένος από τη βιβλιογραφία και την εμπειρία του, είναι σχεδόν απόλυτα καθορισμένη σε παγκόσμιο επίπεδο. Δυστυχώς όμως αυτές οι αυστηρές ενδείξεις, δηλαδή το αν θα πρέπει ο ασθενής να προχωρήσει συντηρητικά ή επεμβατικά, δεν τηρούνται πολλές φορές και γίνονται και μη αναγκαίες επεμβάσεις», επισημαίνει ο γιατρός.
«Για παράδειγμα, περιττή και αχρείαστη αποδεικνύεται η χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση κατάγματος στον ώμο, εν αντιθέσει με την απλή συντηρητική μέθοδο υποστήριξης του ώμου υποστηρίζουν το τελευταίο διάστημα ερευνητές Δηλαδή η συντηρητική αγωγή με φάκελο-νάρθηκα ακινητοποίησης του ώμου σε περίπτωση κατάγματος μπορεί να αντικαταστήσει τη χειρουργική επέμβαση στον ώμο σε περίπτωση κατάγματος. Δεν είναι ένα θέμα αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει;» διερωτάται κλείνοντας.