Η εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, πρότεινε την ενοχή του 50χρονου κατηγορούμενου για τη δολοφονία του Δημήτρη Γραικού που βρέθηκε θαμμένος μαζί με το αυτοκίνητό του σε στάβλο στη δυτική Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 2019, ενώ ήταν εξαφανισμένος για 2,5 χρόνια.
Η εισαγγελική λειτουργός, πρότεινε την ενοχή του κρεατέμπορα – όπως και πρωτόδικα – για την πράξη της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τονίζοντας ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με δόλο, αποδέχθηκε το γεγονός ότι το θύμα μπορούσε να πεθάνει από τα χτυπήματα που του κατάφερε και στη συνέχεια έσπευσε να εξαφανίσει τα ίχνη του, ενώ σχετικά με το κίνητρο ανέφερε ότι ήταν η οικονομικές διαφορές.
Συγκεκριμένα, η εισαγγελέας τόνισε ότι ο 50χρονος, ο οποίος πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε ισόβιά κάθειρξη, ξυλοκόπησε άγρια το θύμα με κλωτσιές και γροθιές, με μανία και σφοδρότητα.
«Όταν κάποιος χτυπάει στο θώρακα και στα πλευρά, με μανία και όλη του τη δύναμη και του σπάει τα κόκαλα, φυσικά και αποδέχεται το γεγονός ότι αυτός μπορεί να πεθάνει και ο κατηγορούμενος αυτό το αποδέχθηκε, είχε ανθρωποκτόνο δόλο», είπε στην πρότασή της.
«Εκείνο το βράδυ ο θανών δεν πήγε στη μονάδα του κατηγορούμενου για να δει αν είχε ζώα, όπως ανασκεύασε στην απολογία του ο ίδιος και να ζητήσει δανικά. Ο Γραικός τον ακολούθησε για να του ζητήσει τα χρήματα που του όφειλε.
Εκεί έφτασε έξω φρενών καθώς είχε αδικηθεί. Διαφώνησαν, ενδεχομένως το θύμα όντως να τον έβρισε και ο κατηγορούμενος τον έδειρε με σφοδρότητα και μανία και αυτό προκύπτει από τα χτυπήματα που έφερε η σορός που βρέθηκε σαπωνοποιημένη», ανέφερε.
«Ή το σχεδίασε μέρες πριν και στόχευε να κάνει αυτήν την ενέργεια, κάτι το οποίο δεν έχουμε κανένα στοιχείο από τα πραγματικά περιστατικά ή το αποφάσισε εκείνη την ώρα και είμαστε σε αυτήν την περίπτωση. Έχουμε δόλο. Ο οποίος φαίνεται από τις πράξεις», σημείωσε.
«Η αμέσως μετέπειτα συμπεριφορά του καταδεικνύει ότι επιδοκίμασε το εγκληματικό αποτέλεσμα, έσπευσε από το πρώτο λεπτό να κρύψει τα ίχνη του. Ούτε τηλεφώνησε όταν είδε πεσμένο τον άνθρωπο στο ΕΚΑΒ, ενώ είχε σήμα στο κινητό του, όπως θα έκανε κάθε άνθρωπος.
Ο δράστης δεν ήθελε να ειδοποιήσει κανέναν, επιδοκίμασε το έγκλημα από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό, μέχρι και όταν αποκαλύφθηκε το έγκλημα, ούτε εκείνη τη στιγμή παραδέχθηκε ότι έκανε αυτήν την εγκληματική ενέργεια, ότι τον σκότωσε», ανέφερε.
Σχετικά με τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου, ότι βρίσκονταν εν βρασμώ ψυχής, η εισαγγελέας ζήτησε να απορριφθεί καθώς δε δικαιολογείται από τις πράξεις του.
«Μας περιέγραψε ότι του είπε κάποιες βρισιές και μας είπε την μόνη φράση ότι “είσαι π…ης άντρας, στα γήπεδα ακούμε χειρότερα. Μας είπε ότι το θύμα έβρισε τη μάνα του, αλλά ούτε εχθές ήθελε να μας πει συγκεκριμένα πιες ήταν αυτές οι φράσεις για να τις αξιολογήσουμε και να δούμε τι ήταν αυτό που δε μπορούσε να αντέξει», είπε σε άλλο σημείο της πρότασής της, επισημαίνοντας ότι το θύμα πήγε για να πάρει τα λεφτά του ενώ ο κατηγορούμενος είχε την οικονομική δύναμη.
Η εισαγγελική λειτουργός έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις έρευνες της ΕΛ.ΑΣ. για τον εντοπισμό του θύματος, τα στοιχεία που προέκυπταν όλο αυτό το διάστημα που ήταν εξαφανισμένος, τα ευρήματα από την ιατροδικαστική έκθεση και όσα προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία.
Η απολογία
Υπενθυμίζεται ότι ο 50χρονος κατηγορούμενος που απολογήθηκε κατά τη χθεσινή συνεδρίαση του δικαστηρίου και πρωτόδικα καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, ζήτησε συγνώμη από την οικογένεια του 59χρονου θύματος που έκρυβε την αλήθεια για τόσο μεγάλο διάστημα.
«Τον χτύπησα για να σταματήσει να βρίζει, όχι για να τον σκοτώσω. Δεν ήξερα ότι μπορεί να πεθάνει τόσο εύκολα ένας άνθρωπος, του έκανα ΚΑΡΠΑ για να τον επαναφέρω», επανέλαβε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της απολογίας του, υποστηρίζοντας ότι όχι μόνο δε χρωστούσε χρήματα στο θύμα, αλλά εκείνος του χρωστούσε από τις σφαγές των ζώων.
«Δεν τον μισούσα, δεν είχα καμία διαφορά μαζί του. Εκείνος με έβρισε και μου όρμησε», ανέφερε.
Ο 50χρονος ξεκίνησε την απολογία του λέγοντας ότι με το θύμα είχαν οικονομικές συναλλαγές καθώς του είχε πάει ζώα για σφάξιμο και εκείνη την ημέρα είχαν βρεθεί για να κάνουν τον λογαριασμό. Κάποια στιγμή ο Δημήτρης Γραικός του ζήτησε να του δανείσει κάποια ζώα, όμως ο κρεατέμπορας ισχυρίστηκε ότι δεν τα διέθετε.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας το θύμα, σύμφωνα με τον ίδιο, τον περίμενε στη κτηνοτροφική του μονάδα και μόλις έφτασε τον έβρισε και τον έπιασε από τον γιακά καθώς διαπίστωσε ότι μπορούσε να του δανείσει ζώα και του έλεγε ψέματα.
«Δεν είχα καταλάβει ότι με ακολούθησε μετά τη συνάντησή μας. Έφτασα στην μονάδα και ήταν εκεί με το αυτοκίνητό του. Τον ρώτησα “τι κάνεις εδώ, γιατί ήρθες;” και μου απάντησε “έχεις ζώα αλλά μου είπες ότι δεν έχεις”.
Εκεί διαπίστωσε ότι εγώ του είχα πει ψέματα. Ήθελε τα ζώα γιατί σε μια εβδομάδα θα του έκαναν έλεγχο και ήθελε 15 ζώα για την επιδότηση γιατί θα έχανε 14.000 ευρώ. Ήρθε να διαπιστώσει αν είπα αλήθεια ή ψέματα. Δε μπορούσε να πιστέψει ότι δεν έχω ζώα», ανέφερε.
Περιγράφοντας όσα έγιναν στη συνέχεια, σύμφωνα με τον ίδιο, ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι τότε υπήρξε συμπλοκή.
«Μου είπε σε έντονο τόνο ότι του είπα ψέματα, του απάντησα ότι “δε μπορώ άστο” και αμέσως τσατίστηκε. Δε ξέρω πως το είδε εκείνη τη στιγμή. Κατευθείαν άρχισε να βρίζει εμένα. Μετά τσατίστηκε και φώναζε περισσότερο. Όταν του είπα “σήκω φύγε” μου επιτέθηκε και σήκωσα το χέρι και τον χτύπησα, έβριζε τη μάνα μου.
Εκεί πάνω, μόλις με έβρισε και με έπιασε από το γιακά, σήκωσα το χέρι και τον χτύπησα, μόλις με ταρακούνησε. Δε χρειάστηκε να πάρω φορά, τον χτύπησα με το δεξί χέρι με την κάτω παλάμη. Έβαλα δύναμη. Τον χτύπησα στο αριστερό μάτι. Δυνατά. Ήμουν 135 κιλά δεν είχα ξανά χτυπήσει άνθρωπο, δεν είχα εξασκηθεί στο μποξ, δεν έκανα άρση βαρών. Ήμουν από μικρός δυνατό παιδί επειδή δούλευα στις εργασίες του πατέρα μου».
«Ένα κορμί χυμένο με ανοιχτά τα μάτια»
«Τον χτύπησα πολύ δυνατά, δε ξέρω για τις βλάβες που προκλήθηκαν. Ένα χτύπημα έδωσα και κανένα άλλο. Δεν ήξερα τι θα προκύψει. Μετά το χτύπημα με συμπαρέσυρε και πέσαμε και οι δύο κάτω στο τσιμέντο, εγώ έπεσα από πάνω του, στη μέση του σώματός του. Με το που πάτησα και σηκώθηκα όρθιος τον είδα ότι δεν έκανε να σηκωθεί, του μιλούσα λίγο και δεν ανταποκρίνονταν.
Νόμιζα ότι χτύπησε το κεφάλι του υπήρχε λίγο αίμα και για αυτό δεν ανταποκρίνονταν. Κατάλαβα ότι είναι αναίσθητος, ένα κορμί χυμένο, είχε ανοιχτά μάτια. Δε μπορούσα εκείνη τη στιγμή να καταλάβω ότι είχε πεθάνει, δε κουνούσε κανένα μέρος του σώματος. Έπιασα το χέρι και ήταν “χύμα”, δεν είχε αντίδραση», ανέφερε ο 50χρονος.
«Του έκανα ΚΑΡΠΑ»
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι αμέσως μετά μπήκε μέσα στο αρμεκτήριο και γέμισε έναν κουβά με νερό που έριξε στο πρόσωπο του θύματος προσπαθώντας να τον συνεφέρει.
«Κούνησα το κεφάλι του και πήγαινε πέρα δώθε, δεν είχε αντίσταση. Μετά έπρεπε να τον πατήσω στο στήθος για να τον επαναφέρω. Είδα έναν άνθρωπο χυμένο και νεκρό στα χέρια μου, χωρίς αισθήσεις, ήθελα να τον επαναφέρω. Έλεγα “τι έκανα”.
Έπρεπε να γίνουν όλα ταχύτατα. Εκείνη τη στιγμή πήρα απόφαση και του έκανα ΚΑΡΠΑ. Μας είχαν δείξει πως γίνεται στον Στρατό και νόμιζα θα τον επαναφέρω. Είχα σκοπό, μόλις συνέλθει, να τον βάλω στο αγροτικό και να τον πάω στο Κέντρο Υγείας», είπε και περιέγραψε τις κινήσεις του.
«Τον πάτησα στο στήθος με τα χέρια μου. Στην αρχή με μια παλάμη και μετά μαλάξεις στο στήθος, μερικές φορές πάνω – κάτω με δύναμη. Μάλλον εγώ του προκάλεσα θωρακικά τραύματα από ΚΑΡΠΑ, νόμιζα ήταν από το πέσιμο. Πάτησα μέχρι που κουράστηκα. Πρώτη φορά το έκανα, ήταν πολλές προσπάθειες, μέχρι που κουράστηκα, 3-4 λεπτά ασταμάτητα.
Δε πίστευα ότι πεθαίνει ένας άνθρωπος τόσο εύκολα. Νόμιζα ζαλίστηκε, κάτι έπαθε και θα σηκωθεί. Δε μπορούσα να φανταστώ ότι ένας άνθρωπος θα πεθάνει με ένα χτύπημα. Δε τον χτύπησα άλλες φορές. Δεν είχα μίσος για αυτόν τον άνθρωπο, δεν ήθελα να του κάνω κακό, δεν τον μισούσα, έκανα την ανοησία να τον χτυπήσω επειδή είπε αυτό εκείνη την ημέρα», ανέφερε.
Μιλώντας για τα επόμενα βήματά του, ο 50χρονος είπε ότι μερικά λεπτά αργότερα έφτασε στη μονάδα ο άνθρωπος που του έφερε χώματα και μπάζα για να ρίξει στο πίσω έδαφος, καθώς είχαν κλείσει ραντεβού νωρίτερα μέσα στην ημέρα, όμως παρουσιάστηκε μπροστά του ατάραχος και φρόντισε να κρύψει το πτώμα για να μη το δει.
«Ήρθε αμέσως μετά το συμβάν, μόλις είχα ολοκληρώσει τις μαλάξεις. Ο Γραικός βρισκόταν ακόμα έξω. Τον πήρα αγκαλιά και τον έβαλα μέσα για να μη τον δει. Το αυτοκίνητο του το έβαλα στην αποθήκη. Είχα την εικόνα ότι είναι νεκρός από δικό μου χτύπημα και ένιωθα ότι εγώ είμαι υπαίτιος 100%, αναρωτιόμουν τι έχω κάνει. Δεν ήθελα να δει τίποτα, δεν ήξερα ακόμα τι να κάνω. Μιλούσα μονολεκτικά, έδειχνα ατάραχος, έμεινε δεκα λεπτά και έφυγε», σημείωσε.
«Αμέσως μετά μπήκα μέσα και άρχισα να κάνω ξανά μαλάξεις, δε μπορούσα να πιστέψω ότι πέθανε και του έριχνα νερό, νόμιζα ότι ζαλίστηκε», πρόσθεσε.
«Ήθελα να τον εξαφανίσω»
Στη συνέχεια της απολογίας του ο κρεατέμπορας παραδέχθηκε πως μόλις κατάλαβε ότι ο Δημήτρης Γραικός ήταν νεκρός το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως θα τον εξαφανίσει.
«Όταν είδα ότι είναι νεκρός σκέφτηκα τι θα κάνω εγώ, που θα πω ότι τον χτύπησα και τον σκότωσα, πως θα το δικαιολογήσω. Είδα μπροστά μου το μηχάνημα και μου ήρθε η ιδέα να κάνω δυο λάκκους και να τα εξαφανίσω όλα», ανέφερε και πρόσθεσε:
«Έκατσα κάτω και σκεφτόμουν τι θα κάνω, τι έχει γίνει και ο χρόνος κυλούσε. Απέναντι μου ήταν ο φορτωτής, ένα μεγάλο μηχάνημα που φορτώνει τα πάντα με κουβά 3,5 μέτρα και το όχημα. Με αυτό τάιζα τα ζώα. Ήταν παρκαρισμένο δίπλα στην αποθήκη. Σκέφτηκα ότι θα με βοηθήσει να τα εξαφανίσω όλα. Για να μη φανώ ότι του έκανα κακό εγώ, για να κρύψω το γεγονός. Για να μη φανεί ότι τον έχω σκοτώσει εγώ.
Διένυσα 50-60 μέτρα και το μηχάνημα μπορούσε να σκάψει. Άνοιξα δύο λάκκους, ένα για τον συγχωρεμένο και ένα για το αυτοκίνητο. Μου πήρε συνολικά δύο ώρες για όλα. Έβαλα πρώτα το αυτοκίνητο. Το οδήγησα μέχρι τον λάκκο και τον έσπρωξα με τον φορτωτή για να πέσει μέσα. Έριξα χώμα και το πάτησα με τον κουβά.
Γύρισα στο αρμεκτήριο και τον πήρα στα χέρια μου, τον έβαλα μέσα στον κουβά, πήγα στην τρύπα και τον έριξα μέσα. Το πτώμα έπεσε στον λάκκο από τα δυόμιση – τρία μέτρα. Πήρα χώμα και τον έθαψα και μετά το πάτησα».
Μετά τις πράξεις του ο κρεατέμπορας ανέφερε ότι έκλεισε την μονάδα και γύρισε στο σπίτι του.
«Από εκεί ξεκίνησαν όλα για εμένα, δε μπορούσα να κοιμηθώ, μετά κατάλαβα τι έχω κάνει, όλη την ιστορία. Δε μπορούσα να ηρεμήσω μέχρι να με συλλάβουν και να τον βρουν. Δυόμιση χρόνια, πως από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα σε τέτοια διαδικασία. Μπήκα σε έναν μονόδρομο που δε μπορούσα μετά να κάνω πίσω, είχα παιδιά…
Πίστευα ότι δε πρέπει να αποκαλύψω τίποτα, τα παιδιά μου ήταν να περάσουν στο πανεπιστήμιο, το είδα εγωιστικά και δεν ήθελα να αποκαλύψω τίποτα για να μην έχω συνέπειες εγώ. Δε μπορούσα να κάνω πίσω. Μου είχαν έρθει τα πάνω κάτω, προσπαθούσα όλους να τους γελάσω με τη συμπεριφορά μου», υπογράμμισε.
Η δίκη συνεχίζεται με τις αγορεύσεις των συνηγόρων.