Κατά τη διάρκεια των καταθέσεων μαρτύρων στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, επισημάνθηκε έντονα η εντελώς ανεπαρκής παρουσία των αρμόδιων κρατικών φορέων, καθώς και η απαράδεκτη, κυνική και συχνά απάνθρωπη συμπεριφορά των κρατικών υπαλλήλων.

Και κατά την σημερινή ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν μάρτυρες που έχασαν την τραγική εκείνη ημέρα συγγενείς και δικούς τους ανθρώπους, με πολλούς από αυτούς να έχουν επιβιώσει με σοβαρά εγκαύματα σε όλο το σώμα τους.

Οι περιγραφές των μαρτύρων οι περισσότεροι των οποίων έχασαν δικούς τους ανθρώπους, όπως παιδία, συζύγους, γονείς, ανίψια, πραγματικά συγκλονίζουν ακόμα και τον πλέον ψυχρό άνθρωπο. Τα μάτια των μαρτύρων βουρκώνουν και δακρύζουν συνέχεια, η απορία και το γιατί είναι ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους, οι ρυτίδες στο πρόσωπό τους έχουν χαραγμένο τον πόνο και καρωτίδες στην προσπάθεια να προλάβουν να περιγράψουν στην κατάθεσή τους, τις εικόνες εκείνης της ημέρας που είναι βαθιά χαραγμένες στην μνήμη τους, κόντευαν να σπάσουν.

«Αυτοί οι άνθρωποι που κάηκαν στην περιοχή που την λέμε “Ζούγκλα “, ήταν ξαπλωμένοι, αφημένοι στον δρόμο μέχρι την επόμενη στις επτά το πρωί γιατί οι αρμόδιοι έπρεπε πρώτα να κάνουν σύμβαση με συγκεκριμένο γραφείο τελετών. Έχουν περάσει έξι χρόνια και δεν μάθαμε γιατί δεν βρίσκεται εδώ η Αστυνομία, γιατί δεν βρίσκεται εδώ το Δασαρχείο. Δεν μάθαμε γιατί δεν συζητήθηκε ποτέ στην Βουλή η μήνυση που καταθέσαμε κατά των τότε υπουργών Τόσκα και Σκουρλέτη».

Ο Αριστείδης Χερουβείμ που κατέθεσε πρώτος σήμερα στην δίκη, έχασε εκείνη την ημέρα την μητέρα, την αδελφή και τις δίδυμες 5χρονες ανιψιές του.

Ο μάρτυρας παρίσταται μόνο για την μητέρα και την αδελφή του, καθώς αν και είναι ο μοναδικός συγγενής των δύο κοριτσιών που χάθηκαν, δεν έχει δικαίωμα παράστασης λόγω του τρίτου βαθμού συγγένειας (σ.σ.: Είναι δυνατή η παράσταση μόνο στους συγγενείς του πρώτου και δεύτερου βαθμού).

Μάλιστα κλείνοντας την κατάθεση του ο Αριστείδης Χερουβείμ είπε με έντονη δυσφορία: «Θεωρώ άδικο ότι δεν μπορώ να εκπροσωπήσω τα κορίτσια. Θα κάνω ότι μπορώ για να το ανατρέψω αυτό».

Ο Αριστείδης Χερουβείμ περιέγραψε εικόνες χάους, κυνικής αντιμετώπισης αλλά και ολιγωρίας των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών να αντιμετωπίσουν την τραγική κατάσταση τόσο κατά την διάρκεια που η φωτιά «έτρεχε» ακολουθόντας τη φορά του ανέμου, όσο και μετά στην διαχείριση της όλης κατάστασης.

Μάλιστα, θέλοντας να καταδείξει την πλήρη απουσία και ανυπαρξία της κρατικής μηχανής, με ζωγραφισμένη την αγανάκτηση στο πρόσωπό του είπε: «Ούτε αρκετούς σάκους για τους νεκρούς δεν έστειλαν. Τσακώνονταν οι πυροσβέστες γιατί δεν έφταναν οι σάκοι για τις σωρούς».

Σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα, τέσσερα συγγενικά του πρόσωπα κάηκαν λίγο πριν τις 7 το απόγευμα, λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι τους στην περιοχή Ζούγκλα.

Προβάλλοντας τα χέρια προς το πάτωμα θέλοντας να καταδείξει το γιατί έγιναν όλα αυτά, απευθυνόμενος στους δικαστές της έδρας, είπε με παράπονο και θλίψη ότι αν είχαν ενημερωθεί για την πορεία της φωτιάς θα είχαν γλυτώσει και συνέχισε με αγανάκτηση:

«Η οικογένεια μου και στις έξι και στις έξι και τέταρτο εάν είχε ενημερωθεί, θα είχε σωθεί. Ξεκίνησαν να φύγουν στις έξι και μισή και κατευθύνθηκαν προς τον λόφο. Λίγο μετά, καιγόντουσαν μαζί με ένα ζευγάρι που προσπαθούσε να φύγει. Την ώρα που καιγόντουσαν οι δικοί μου και το ζευγάρι ήταν η πρώτη φορά που το Κέντρο Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας της Πυροσβεστικής επικοινώνησε με τον Δήμο Μαραθώνα. Τόση ώρα μετά την έναρξη της φωτιάς. Υπάρχει ηχητικό που αστυνομικοί ενημερώνουν ότι «υπάρχει πρόβλημα στον οικισμό Ζούγκλα» και όμως δεν κινήθηκε κανείς.

Την επομένη τα σώματα των ανθρώπων καίγονταν ή σιγοκαιγόντουσαν και σε λίγο ξανάπαιρναν φωτιά και όταν κάποιοι είπαν στους πυροσβέστες να τα σβήσουν, εκείνοι απάντησαν: «Τι να σβήσουμε τώρα;. Τελικά τις σωρούς τις έσβησαν με τον πυροσβεστήρα του αυτοκινήτου διασώστες».

Ο μάρτυρας εξέφρασε την άποψη ότι η Πυροσβεστική Υπηρεσία είχε πλήρη εικόνα για την επικινδυνότητα της φωτιάς από τις 17.15, καθώς το συντονιστικό ελικόπτερο ενημέρωσε ότι «η φωτιά πάει προς Νέο Βουτζά. Ήξεραν επομένως πως κινδύνευε κόσμος. Και κανένας δεν έκανε τίποτα. Ξέρανε τι πάει να γίνει και γι’ αυτό δεν αναλάμβανε κανένας».

Σε άλλο σημείο της κατάθεσής του ο μάρτυρας εξέφρασε την πεποίθηση του, ότι η έναρξη της φωτιάς ήταν στις τέσσερις το απόγευμα και όχι στις 16.40 που εμφανίζεται από την Πυροσβεστική. Τονίζοντας, ότι ακόμη και την ώρα που λέει η Πυροσβεστική να είχε ξεκινήσει η φωτιά, υπήρχε χρόνος τουλάχιστον 50 λεπτά για να απομακρυνθεί ο κόσμος.

«Στον ίδιο χρόνο, δηλαδή τα πενήντα λεπτά, απομάκρυναν κόσμο από την Κινέτα. Δεν έκαναν οργανωμένη απομάκρυνση εκεί. Τους ειδοποίησαν με περιπολικά να φύγουν. Στο Μάτι δεν έγινε τίποτα! Ούτε καμπάνα δεν χτύπησε. Στο πρώτο δικαστήριο όταν ρωτήθηκε στέλεχος της Πυροσβεστικής γιατί δεν χτύπησαν καμπάνες και είχε απαντήσει ” γιατί γιορτή είχαμε;». Ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός δεν ήρθαν, έτσι για τα μάτια του κόσμου, στην περιοχή ούτε εκείνη την μέρα, ούτε την επομένη”.

Ο Αριστείδης Χερουβείμ θέλοντας να καταρρίψει το επιχείρημα που κυκλοφορούσε έντονα τις επόμενες μέρες του τραγικού συμβάντος και απέδιδε τις απώλειες ανθρώπων «στους στενούς δρόμους που εμπόδιζαν την διέλευση μεγάλων πυροσβεστικών οχημάτων», έδειξε στους δικαστές φωτογραφίες δρόμων της περιοχής, λέγοντας «από εδώ περνάνε μπετονιέρες».

Στην συνέχεια προκλήθηκε ένταση στο δικαστήριο όταν κλήθηκε μάρτυρας που έχει χάσει την κόρη του και χωρίς να προλάβει να μιλήσει, η πρόεδρος του δικαστηρίου έδωσε τον λόγο στην Εισαγγελέα για ερωτήσεις και στην συνέχεια σε συνηγόρους.

Τότε ο μάρτυρας Άγγελος Σιαπκαράς κλαίγοντας και φωνάζοντας είπε στην πρόεδρο:

«Αισθάνομαι πως βρίσκομαι στο λάθος μέρος, όπως βρέθηκε και η κόρη μου στο λάθος μέρος και με τους λάθος ανθρώπους να πρέπει να διαχειριστούν την κατάσταση. Αυτή ήταν η ατυχία της» και προσέθεσε με νόημα: «Αυτοί που έπρεπε, δεν έκαναν τίποτα».

Πρόεδρος: Γιατί το λέτε αυτό;

Μάρτυρας: Γιατί δεν με αφήνετε να μιλήσω

Πρόεδρος: Βεβαίως να μιλήσετε

Μάρτυρας: Δεν με αφήσατε. Είμαι μεγάλος άνθρωπος. Μπορεί να μην μπορέσω να ξαναμιλήσω για το παιδί μου, να μην προλάβω. Μόλις 140 βήματα από την θάλασσα χάθηκε. Τα μετράω κάθε χρόνο στο μνημόσυνο. Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Όλοι αυτοί δεν έσωσαν ούτε έναν άνθρωπο. Είναι άσχετοι με την δουλειά τους, με το καθήκον που έχουν και τους προβιβάζουν κιόλας.

Δεν έχει πάει κανένας τους φυλακή και τα ρίχνουν ο ένας στον άλλον. Και εμείς διαλυθήκαμε. Μετά από εννιά μέρες μας έστειλαν ένα φέρετρο σκεπασμένο. Δεν ξέρω καν τι είχε μέσα. Ο αδελφός της πήγε την επομένη και μάζευε τα κόκκαλα της αδελφής του. Υπήρξε παντελής έλλειψη κάθε έννοιας κράτους. Εσείς όμως αν θέλετε, έχετε τον τρόπο. Εσείς μπορείτε και πρέπει να προσπαθήσετε να μας καταλάβετε και να αποδώσετε Δικαιοσύνη.

Οι μάρτυρες επεσήμαναν τις ευθύνες των Δήμων για την αμέλεια τους να απομακρύνουν καύσιμη ύλη από τα οικόπεδα και τους δρόμους, ενώ πολλοί τόνισαν για μια ακόμη φορά την “μοιραία ενημέρωση” που είχε κάνει ο τότε Δήμαρχος Ραφήνας Ευάγγελος Μπουρνούς, ο οποίος είχε πει δημόσια ότι δεν κινδυνεύει το Μάτι.

Ο Νίκος Γιαννόπουλος στην κατάθεσή του τόνισε: “Η μητέρα μου θα είχε σωθεί αν το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο μου ήταν κλειστό. Η προτροπή Μπουρνούς να μην βγουν οι κάτοικοι, μου στέρησε το δικαίωμα να την σώσω. Η πρωτόδικη απόφαση με κάνει να ντρέπομαι να πάω να της ανάψω το καντήλι”.

Ωστόσο, η εισαγγελέας της έδρας, ρώτησε την Αγγελική Κωνσταντάκη, εγκαυματία που έχασε την μητέρα της, πως θα αισθάνονταν δικαιωμένη και εκείνη απάντησε:

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

«Θα αισθανόμασταν δικαιωμένοι, αν εδώ ήταν όλοι όσοι έπρεπε, Αστυνομικοί, Λιμενικό. Αυτή θα ήταν μία δικαίωση. Να κριθούν όλοι οι υπεύθυνοι. Να πληρώσει ο καθένας με εκείνο που του αναλογεί. Δεν θέλουμε να δικαστούν αθώοι, αλλά εκείνοι που φταίνε. Όλα αυτά τα χρόνια δεν βγήκε ένας να πει “έκανα λάθος εκτίμηση”. Θα το καταλαβαίναμε. Άνθρωποι είμαστε όλοι. Ούτε μια συγγνώμη δεν έχουμε ακούσει».