Σε φορτισμένο συγκινησιακά κλίμα ολοκληρώθηκε η σημερινή συνεδρίαση στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ο 92χρονος Χρήστος Πολίτης, ο οποίος έχασε τη σύζυγό του, όταν το σπίτι τους παραδόθηκε στις φλόγες.
«Η γυναίκα μου δεν πρόλαβε να βγει. Η φωτιά μας είχε κουλουριάσει. Σκέφτηκα ότι ίσως προλάβω να πάω στους αξιωματικούς και να βρω βοήθεια. Βγήκα στη Μαραθώνος και είχε φωτιά παντού. Άρχισα να πηγαίνω προς τη θάλασσα. Μια διαδρομή πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο, την έκανα μια ώρα. Έφτασα στη θάλασσα. Δεν ήταν δυνατό να κατέβω από τα σκαλάκια που υπήρχαν, προχώρησα κι άλλο και βρέθηκα στη θάλασσα. Εκεί με τη βοήθεια ενός ανθρώπου που τον ευχαριστώ μπόρεσα να περάσω και βγω και με πήρε ένα αμάξι της πυροσβεστικής με πήγε στη Ραφήνα και από εκεί στο Σισμανόγλειο», κατέθεσε ο ηλικιωμένος άνδρας, ο οποίος υπέστη εγκαύματα τρίτου βαθμού.
Ο άνθρωπος που τον βοήθησε να πάει στο νοσοκομείο είναι ένας εκ των κατηγορουμένων, αξιωματικός της πυροσβεστικής, ο οποίος λίγο νωρίτερα είχε μιλήσει με την κόρη του μάρτυρα, λέγοντας: «εγώ τον συνέλεξα τον κ. Πολίτη. Με συγχωρείτε για την διακοπή. Συγκινήθηκα τώρα. Ζει ε; Τον είχα μαζέψει εγώ, ήταν κρυμμένος. Φοβόταν…». Μάλιστα, όταν ολοκληρώθηκε η κατάθεση μάρτυρας και κατηγορούμενος συνομίλησαν για λίγο.
Ο μάρτυρας συνέχισε την κατάθεσή του λέγοντας ότι νοσηλεύτηκε επί τρεις εβδομάδες και δεν κατάφερε να πάει στην κηδεία της συζύγου του. «Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο από το μεγάλο πόνο. Οι άνθρωποι δεν γυρίζουν. Αυτός είναι ο μεγάλος καημός που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Δεν βοηθηθήκαμε, δεν υπήρχε σχέδιο, το κράτος ήταν απών…», ανέφερε στο δικαστήριο.
Η κόρη του κ.Πολίτη, Καλλιόπη, περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που η φωτιά είχε κυκλώσει το σπίτι των γονιών της. «Άκουσα τον μπαμπά μου να ουρλιάζει από το κινητό “βοηθήστε μας! Καιγόμαστε. Δε βρίσκω τη μαμά σου”. Τότε πήρα μια απόφαση να του υποδείξω να φύγει. Η μητέρα μου προσπάθησε να φύγει, να πάρει το αμάξι. Είχε να διανύσει 70-80 μέτρα. Στάθηκε μοιραίο αυτό. Είπα στον μπαμπά μου να πάει προς τη θάλασσα. Περπάτησε 1,5 χιλιόμετρο. Πού να ήξερα κι εγώ. Έφτασε στη θάλασσα. Έχει πολλά εγκαύματα από τη θερμοκρασία. Στα 88 του είναι αδιανόητο πως τα κατάφερε. Δε συνάντησε κανέναν».
Στη συνέχεια η μάρτυρας μίλησε για την προσπάθειά της να βρει βοήθεια. «Βρήκα ένα πυροσβέστη και προσπαθούσα να μου υποδείξει ένα δρόμο να φτάσω σπίτι. Συνάντησα τον αδελφό μου και μέχρι τις 10 το βράδυ κινούμασταν κοντά στο Κόκκινο Λιμανάκι. Είδα ένα νεκρό κάτω, νόμιζα ότι είχε λιποθυμήσει. Κάποια στιγμή άνοιξαν το δρόμο και φτάσαμε στο σπίτι. Η κατάσταση δεν περιγράφεται. Αναθάρρησα όταν είδα ένα σκυλί μας ζωντανό. Περάσαμε πολλές φορές δίπλα από τη μητέρα μου. Δεν την καταλάβαμε. Είχε απανθρακωθεί… Κανείς δεν ήξερε που έπρεπε να πάμε τη μητέρα μου. Μέχρι τις 4 το πρωί δεν ήξερε κανείς τι πρέπει να κάνουμε. Αποφασίσαμε να φέρει τη σορό ο αδελφός μου στο Σισμανόγλειο που ήταν ο πατέρας μου. Κανείς δεν παραλάμβανε τη σωρό. Ένας νοσηλευτής έβαλε υπογραφή».
Συγκινητική ήταν η περιγραφή της Αλεξάνδρας Νιτσοτόλη, η οποία έχασε τη μητέρα της. «Ήταν μόνη της στο σπίτι και μου ζήτησε να γυρίσω σπίτι. Όταν μπήκα στη Μαραθώνος δεν είδα περιπολικά, πυροσβεστικά, σειρήνες. Δεν υπήρχε κινητοποίηση. Ούτε εναέρια μέσα άκουσα . Κάποια στιγμή μίλησα μαζί της και μου είπε “κλείσε, κλείσε να προλάβω να ντυθώ να φύγω. Και αυτή ήταν η τελευταία συνομιλία που είχα με τη μαμά μου».
Στο δικαστήριο κατέθεσε ο Σάββας Παπαϊωάννου, ο οποίος έχασε τον αδελφό του και τη νύφη του. Ο μάρτυρας στάθηκε στο ζήτημα της έλλειψης ενημέρωσης, λέγοντας: «δεν υπήρχε ενημέρωση για εκκένωση ώστε να μπορέσει ο κόσμος να διαφύγει. Υπήρχε η πυρκαγιά στην Κινέτα. Δόθηκε εντολή να φύγουν εναέρια για εκεί και η Ανατολική πλευρά της Αττικής έμεινε εύθραυστη και ανοχύρωτη. Ήταν κομβικό λάθος γι’ αυτό η φωτιά στο Μάτι πήρε αυτήν την τροπή και κατάληξη. Οι φορείς δεν αντιμετώπισαν την κατάσταση ως έπρεπε…».
Η δίκη θα συνεχιστεί την ερχόμενη Τρίτη.