Με τις καταθέσεις των υπόλοιπων φίλων του 19χρονου Άλκη Καμπανού, θύματα και οι ίδιοι της δολοφονικής επίθεσης που δέχθηκαν στην περιοχή της Χαριλάου, στη Θεσσαλονίκη, τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου του 2022, συνεχίζεται η πολύκροτη δίκη, με τους 12 κατηγορούμενος να κάθονται ξανά στο εδώλιο.
Ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, ο Δ.Κ. έδωσε την δική του συγκλονιστική περιγραφή σχετικά με το τι ακριβώς συνέβη εκείνη την μοιραία νύχτα.
Η περιγραφή της αιματηρής επίθεσης
«Έγραφα εξεταστική εκείνη την ημέρα, τελείωσα περίπου στις 18:00. Έπειτα πήγα στο πάρκο στην Χαριλάου και βρέθηκα με τα παιδιά, είχαμε ραντεβού για καφέ. Καθίσαμε στο πάρκο του Άρη, και έπειτα πήγαμε στον σύνδεσμο. Προσωπικά πήγαινα εκεί για να δω αγώνες, αλλά όχι τόσο συχνά». Όπως είπε ο ίδιος, περίπου στις 23:00 επέστρεψαν στο πάρκο και κάθισαν στα σκαλιά της πολυκατοικίας (σ.σ. στο σημείο της δολοφονίας). Έπειτα από περίπου 40 λεπτά, ήρθαν αυτοί οι δώδεκα και μας ρώτησαν “τι ομάδα είστε;”. Εγώ νόμιζα πως ήρθαν όλοι από την οδό Πλαστήρα, δεν αντιλήφθηκα πως ήταν και από τις δύο πλευρές».
Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε, τους αντιλήφθηκε πολύ αργά, τους είδε μπροστά του, όπως είπε. «Φαίνονταν 10-15 άτομα. Στην αρχή δεν καταλάβαμε τι έγινε, μας ρώτησαν για την ομάδα και απαντήσαμε Άρης. Κατευθείαν ήρθαν καταπάνω μας. Ερχόντουσαν επιθετικά, κατάλαβα ότι δεν ήρθαν για να μας πουν ένα γεια, ήθελαν να κάνουν κακά πράγματα. Είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους με full/half face και κουκούλες, και κρατούσαν μαχαίρια, δρεπάνια, ξύλα και ρόπαλα. Οι περισσότεροι κρατούσαν κάτι. Τότε κατάλαβα πως ήταν λίγο περίεργη η κατάσταση».
Σε ερώτηση του κ. Κούγια σχετικά με το πώς ήξεραν οι δράστες πως βρίσκονταν άτομα σε εκείνο το σημείο (σ.σ. της δολοφονίας) και πήγαν προς το μέρους τους, ο μάρτυρας απάντησε με απόλυτη ψυχραιμία και σιγουριά, πως «οι κατηγορούμενοι γνώριζαν και ήρθαν σε εμάς. Ήξεραν πόσοι είμαστε».
Στη συνέχεια, σύμφωνα πάντα με την περιγραφή του Δ.Κ., ο ίδιος βρισκόταν πάνω στα σκαλιά της πολυκατοικίας, στην αριστερή πλευρά. «Είδα έναν που είχε το δρεπάνι να έρχεται καταπάνω μου, μπροστά μου δεν είχα κανέναν, ο Άλκης και ο Άγγελος ήταν σε πιο ψηλό σημείο από εμένα, και οι υπόλοιποι φίλοι μου απέναντί μου. Έστρεψα το σώμα μου, νομίζοντας πως θα με χτυπήσει με το δρεπάνι, προτίμησα να το “φάω” στην πίσω πλευρά, κι όχι μπροστά. Όλα έγιναν σε κλάσματα δευτερολέπτων. Ωστόσο, πάνω στην ένταση και την αδρεναλίνη, εκείνη την στιγμή δεν κατάλαβα ότι με χτύπησαν με αυτό, νόμιζα ότι ήταν ξύλο. Έκανα πέντε βήματα και τότε το κατάλαβα, σχεδόν όλο μου το παντελόνι ήταν κόκκινο από τα αίματα».
Ο Δ.Κ. μαζί με ακόμη δύο άτομα κατάφεραν να ξεφύγουν από την άγρια επίθεση που δέχθηκαν, και οι κατηγορούμενοι στράφηκαν μόνο στον Άγγελο και στον Άλκη, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που έμειναν στο σημείο. «Εγώ βγήκα πάλι στην οδό Παπαναστασίου, πήδηξα από τα κάγκελα της διπλανής οικοδομής, μόνο όταν έφευγα, έβλεπα άτομα πάνω από τον Άγγελο και τον Άλκη.
Άκουγα φωνές, άκουγα τον Άλκη που έλεγε “μην με χτυπάτε άλλο, βοήθεια”. Ξαναμπήκα πάλι στην οδό Πλαστήρα, έκανα κατά κάποιο τρόπο τον κύκλο του τετραγώνου. Αφού δεχθήκαμε την επίθεση, εγώ έφυγα κατευθείαν. Συνάντησα τον Νίκο στην οδό Παπαναστασίου, και του είπα να με βοηθήσει, γιατί πονούσα πάρα πολύ εκείνη την στιγμή, κάτι έπρεπε να κάνω. Πήρα μια φόρμα από έναν κάδο και έδεσα στην πληγή μου».
Τότε, ήρθε και το ασθενοφόρο, σύμφωνα με τον ίδιο, περίπου μισή ώρα αργότερα. Ο Δ.Κ. δεν επέστρεψε στο σημείο της αιματηρής επίθεσης. «Φωνάζανε στον ασύρματο και κατάλαβα πως κάτι έχει γίνει. Εκεί έμαθα ότι ο Άλκης… Φώναζαν και υπέθεσα πως είναι λέξεις που σημαίνουν πως κάποιος έχει πεθάνει».