Με κεριά, λουλούδια και λούτρινα αρκουδάκια έξω από την πόρτα του σπιτιού της οικογένειας Κλότσι, οι κάτοικοι της Ανδραβίδας εξακολουθούν να πενθούν για τον βίαιο χαμό τους, που έμελλε να στιγματίσει για πάντα την μικρή κοινωνία τους.
Το 4απλό φονικό σε συνδυασμό με την σύλληψη του δράστη, που όπως αποδείχτηκε ήταν ο σπιτονοικοκύρης τους, εξακολουθεί να αποτελεί πρώτο θέμα συζήτησης με τους κατοίκους να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να αναλύουν τα όσα απολογήθηκε ο 60χρονος συμπατριώτης τους.
Μάλιστα δεν είναι και λίγοι αυτοί που θεωρούν πως ο 60χρονος δράστης έχει πει ψέμματα στην απολογία του, καθώς ποτέ η ηλικιωμένη μητέρα του δεν είχε παραπονεθεί σε κανέναν, για το νεαρό ζευγάρι των Αλβανών που εδώ και δυο χρόνια είχε νοικιάσει το σπίτι που βρισκόταν κάτω από το δικό της: «Ποτέ η γυναίκα αυτή δεν είχε ακουστεί να φωνάζει ή να λέει πως έχει κάποιο παράπονο» λέει γειτόνισσα του ζευγαριού και συνεχίζει:
«Εδώ μια πόρτα είμαστε όλοι, κάτι θα ξέραμε, κάτι θα ακούγαμε. Αντιθέτως θα έλεγα μάλιστα, εγώ που μένω στην ίδια γειτονιά, την είχα δει πολλές φορές την ηλικιωμένη να αφήνει τα παιδιά να παίζουν σ έναν μικρό κήπο που έχει στο σπίτι της. Έλεγε μάλιστα στη συγχωρεμένη την Μαρία να τα αφήνει προκειμένου να κάνει τις δουλειές της με ησυχία. Τώρα να είχε συμβεί κάτι και να μην το ξέραμε δύσκολο μου φαίνεται. Ακόμα και γι αυτά που λέει πως έκλειναν το ρεύμα και το νερό της μάνας του για εκδίκηση θεωρώ πως είναι ψέματα γιατί κάτι θα μας είχε πει η γυναίκα».
Σύμφωνα με την κάτοικο της Ανδραβίδας ο λόγος πρέπει να είναι άλλος: «Εδώ όλοι είμαστε σίγουροι πως 61χρονος φοβάται να πει πως σκότωσε τα παιδιά και όχι πως δεν θυμάται. Να τα αφήσει αυτά και να πει πως έκανε το έγκλημα αυτό, αλλά και τους λόγους που τον οδήγησαν σ αυτή την συμφορά. Τα παιδιά αυτά είχαν την ίδια ηλικία με το εγγόνι του κι όμως δεν δίστασε να τα σκοτώσει. Είμαστε όλοι συγκλονισμένοι, δεν το πιστεύουμε αυτό που έχει συμβεί».
Ακόμα και επτά μέρες μετά το φονικό κάτοικοι της Ανδραβίδας αλλά και των γύρω περιοχών επισκέπτονται το σπίτι της οικογένειας και αφήνουν κεριά και κουκλάκια για τα δυο παιδιά ηλικίας 1,5 και 2,5 ετών:
«Είναι συγκινητικό πραγματικά όλο αυτό που συμβαίνει με τον κόσμο που έρχεται ως εδώ. Βλέπεις μικρά παιδιά με ζωγραφιές στα χέρια ή λίγα λουλούδια να έρχονται και να τα αφήνουν έξω από την πόρτα του σπιτιού που ζούσε η οικογένεια. Στιγματίστηκε για πάντα η Ανδραβίδα και γι αυτό πρέπει να αποκαλυφθεί όλη η αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή γιατί εδώ ο κάθ ένας λέει τα δικά του. Τώρα έχουν ξεκινήσει να λένε μήπως ο 61χρονος με τον 32χρονο είχαν στήσει παράνομη δουλειά μεταξύ τους».
Η απολογία του 61χρονου
Ενώπιον του Ανακριτή, όπως και κατά την προανάκριση, ο καθ’ ομολογία δολοφόνος παραδέχθηκε ότι σκότωσε τον 32χρονο και την 37χρονη γυναίκα του, δίνοντας περισσότερες λεπτομέρειες για το χρονικό του εγκλήματος αλλά και για τα αίτια που τον οδήγησαν σε αυτό.
Υποστήριξε ότι υπήρξε μια συμπλοκή μεταξύ των τριών τους, η οποία οδηγήθηκε πάνω στο κρεβάτι, έβγαλε το όπλο που είχε στην κατοχή του και έπεσε ένας πυροβολισμός.
Από κει πέρα, ο 60χρονος λέει ότι δε θυμάται τίποτα άλλο, ούτε για τη δολοφονία των παιδιών, ούτε και για τα πτώματα που βρέθηκαν τοποθετημένα πάνω σε τρέιλερ στην αυλή του σπιτιού. Όσο για τα αίτια, ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν τα οφειλόμενα ενοίκια, αλλά η συμπεριφορά των θυμάτων προς την μητέρα του.
Σύμφωνα με το συνήγορο υπεράσπισης Σπύρο Ανδριόπουλο, ο 60χρονος πήρε τη συγκατάθεση των θυμάτων του για να εισέλθει στο σπίτι, όπου πήγε για να λύσουν το συγκεκριμένο ζήτημα. Υποστήριξε ότι δέχθηκε ξανά φραστική επίθεση και σωματική βία από το 32χρονο θύμα και έτσι οδηγήθηκαν σε συμπλοκή μέσα στο σπίτι. Η λεκτική αντιπαράθεση εξελίχθηκε σε συμπλοκή και μετέπειτα σε δολοφονία.
«Δεν πήγαινε άλλο, ο κόμπος έφτασε στο χτένι», ανέφερε σύμφωνα με πληροφορίες στον ανακριτή. Και συμπλήρωσε: «πήγα στο σπίτι τους και μαλώσαμε άσχημα, πιαστήκαμε στα χέρια. Κατά τη διάρκεια της πάλης βρεθήκαμε στο υπνοδωμάτιό τους. Εκεί τους πυροβόλησα. Οι άνθρωποι αυτοί έκλειναν τον διακόπτη του νερού και του ρεύματος, και άφηναν την υπερήλικη μητέρα μου στα σκοτάδια και χωρίς νερό. Εκείνη την ημέρα, με πήρε εκείνη τηλέφωνο κλαίγοντας και μου είπε πως για ακόμη μια φορά δεν είχε ρεύμα και νερό. Εγώ τους πήρα τηλέφωνο και προσπάθησα να εξομαλύνω την κατάσταση, όμως ο 32χρονος μου επιτέθηκε φραστικά. Τότε πήγα από το σπίτι για να μιλήσουμε από κοντά. Η λεκτική αντιπαράθεση εξελίχθηκε σε συμπλοκή των τριών μας. Κατά τη διάρκεια της πάλης βρεθήκαμε στο υπνοδωμάτιο, όπου τους πέταξα στο κρεβάτι και τους πυροβόλησα».
Η επιστροφή στην Ανδραβίδα πριν τη σύλληψη
Ο κος Ανδριόπουλος μετέφερε και τα όσα ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ενώπιον του Ανακριτή αναφορικά με την επιστροφή του στο σπίτι του στην Ανδραβίδα. «Είπε πως αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην Ανδραβίδα γιατί λυπήθηκε ένα σκυλάκι που είχε και επειδή δεν είχε να φάει, φοβήθηκε μήπως πάθει κάτι. Και έτσι γύρισε στο σπίτι του όπου τον περίμεναν οι αστυνομικοί».