Πρόγονος των Ελληνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών ήταν η Ειδική Υπηρεσία της Ελληνικής Στρατιάς στην Μικρά Ασία υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Γεωργίου Κατεχάκη. 

Για πρώτη φορά απογαλακτίζεται από τον στρατιωτικό χαρακτήρα της μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου και συγκεκριμένα το 1924.

Το φαινόμενο αυτό, οι μόνες υπηρεσίες πληροφοριών της χώρας να είναι μέχρι τότε   στρατιωτικές, δεν είναι μοναδικό παρά το γεγονός ότι αρκετά πριν, τόσο η Μεγάλη -τότε- Βρετανία και Γερμανία, όσο και η Γαλλία, Ρωσία και άλλες χώρες, διέθεταν οργανωμένες μυστικές υπηρεσίες, ενώ άλλες και δη μεγάλες, όπως οι  ΗΠΑ, είχαν μόνο στρατιωτικά γραφεία.

Πράγματι, οι τελευταίες εμφανίζονται μέχρι τότε  μόνο με ένα «Δεύτερο Γραφείο» (G2), ιδρυθέν το 1908, το οποίο πλαισιώθηκε αργότερα από α) το Αστυνομικό Σώμα Υπηρεσίας Πληροφοριών (Corps of  Intelligence Police) το οποίο μετά την λήξη του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα το 1924, μετονομάσθηκε σε Σώμα Αντικατασκοπείας (Counter Intelligence Corps) και β) το Γραφείο Ναυτικής Κατασκοπείας (Office of Naval Intelligence).

Αιτία για την ίδρυση της πρώτης ελληνικής υπηρεσίας συλλογής πληροφοριών αποτέλεσε το γνωστό γεγονός της δολοφονίας σε ελληνικό έδαφος του Ιταλού στρατηγού Ερρίκου Τελλίνι  στις 27 Αυγούστου 1923, η οποία αποτέλεσε την αφορμή για τον εκ μέρους των Ιταλών βομβαρδισμό της Κέρκυρας και την εν συνεχεία κατάληψη και προσωρινή κατοχή της από ιταλικές δυνάμεις.

Την ημέρα αυτή, στην ελληνοαλβανική μεθόριο, εγγύς της Κακκαβιάς, και στον δρόμο από Ιωάννινα προς Αγίους Σαράντα (αλλά εντός του ελληνικού εδάφους), βρέθηκαν νεκροί ο προαναφερθείς Ιταλός στρατηγός Τελλίνι, πρόεδρος της διασυμμαχικής επιτροπής χαράξεως των αλβανικών συνόρων, ο υπασπιστής του ταγματάρχης Κόρτι, ο οδηγός του αυτοκινήτου του και ο διερμηνέας του.

Η ελληνική κυβέρνηση, η οποία έναν μήνα πριν είχε υπογράψει την Συνθήκη της Λωζάνης και προσπαθούσε να θέση κάποια τάξη στο χάος που επικρατούσε μετά την λήξη του ελληνοτουρκικού πολέμου και τις επελθούσες πολιτικές αλλαγές, εξέφρασε την λύπη της στον εδώ Ιταλό πρέσβη και παρέσχε την διαβεβαίωση ότι θα κατέβαλλε κάθε προσπάθεια για την ανακάλυψη και τιμωρία των δραστών.

Η ιταλική, με τον Μπενίτο Μουσολίνι ανελθόντα στην εξουσία πρόσφατα, μετά την «πορεία προς την Ρώμη» (Μarcia di Roma) τον Οκτώβριο του 1922, και με δεδηλωμένες ήδη τις βλέψεις της στα νησιά του Ιονίου, βρήκε στο σκοτεινό αυτό περιστατικό  την ευκαιρία που ζητούσε (σ.σ.: Να σημειωθεί ότι  η ίδια κυβέρνηση θεωρήθηκε υπεύθυνη για την μυστηριώδη δολοφονία του βουλευτή της Τζιάκομο Ματτεότι, στις 10 Ιουνίου 1924, όταν επέκρινε έντονα την κυβέρνηση Μουσολίνι στην Βουλή).

Έτσι, στις 29 Αυγούστου 1923, εζήτησε διά τελεσιγράφου της προς την ελληνική κυβέρνηση την καταβολή μίας υπέρογκης αποζημιώσεως στο ιταλικό κράτος, πέραν μίας ολόκληρης σειράς  ταπεινωτικών όρων που ισοδυναμούσαν με την κατάλυση της ελληνικής κυριαρχίας.

Όπως ήταν φυσικό, το πλήθος των ταπεινωτικών για την Ελλάδα όρων απερρίφθησαν από την ελληνική κυβέρνηση αυθημερόν και δύο ημέρες αργότερα, στις 31 Αυγούστου, μία ισχυρή ιταλική ναυτική δύναμη (καταδρομικό   Conti di Cavour, θωρηκτά Gaio Dullio, Julio Cezare, San Marco, San Giorgio, αντιτορπιλλικά,  μεταγωγικά  έμφορτα στρατευμάτων κ.λπ.) αγκυροβόλησε μεταξύ της νήσου Βίδου και της Κέρκυρας και ενώ ιταλικά  υδροπλάνα υπερίπταντο της νήσου, απεδόθη έγγραφο στον νομάρχη της Κέρκυρας να παραδοθεί η νήσος στην ιταλική δύναμη και να υψωθεί λευκή σημαία στο μεσαιωνικό φρούριο.

Στην άρνηση του νομάρχη της Κέρκυρας, επακολούθησε ένας σφοδρός βομβαρδισμός της νήσου, με αποτέλεσμα τον θάνατο και τον τραυματισμό δεκάδων ατόμων (κυρίως μεταξύ των προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί προσωρινώς στο φρούριο).

Στην συνέχεια, οι ιταλικές δυνάμεις πραγματοποίησαν μία «αποβατική επιχείρηση» και κατέλαβαν την Κέρκυρα, την οποία και κράτησαν υπό κατοχή μέχρι και τις 27 Σεπτεμβρίου 1924, όταν αναγκάστηκαν -υπό την γενική διεθνή κατακραυγή και τους χλευασμούς των Κερκυραίων- να αποσυρθούν.

Πέραν, όμως, της αφορμής αυτής, οι γενικότερες συνθήκες στην Κέρκυρα αλλά και στο Ιόνιο εν γένει οι οποίες είχαν δημιουργηθεί από τις ιταλικές βλέψεις για την νήσο αυτή αλλά και την ελληνική Ήπειρο, κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας ειδικών υπηρεσιών για την παρακολούθηση της ιταλικής επεκτατικής πολιτικής. Η πολιτική αυτή, η γνωστή  «ανατολική πολιτική» της εν λόγω χώρας, είχε ήδη καταστεί σαφής τόσο ως προς τον άξονα της επεκτάσεως στην Βαλκανική, όσο και ως προς την εν γένει επιδιωκόμενη επέκταση της κυριαρχίας της Ιταλίας στην Μεσόγειο (Mare Nostrum).

Πολύ πριν από το μυστηριώδες συμβάν της δολοφονίας του στρατηγού Τελλίνι, η κατάσταση στην Κέρκυρα χαρακτηριζόταν από μία άνευ προηγουμένου ιταλική προσπάθεια ελέγχου της νήσου, υπό την σκανδαλώδη ανάμειξη και καθοδήγηση του εκεί ιταλικού προξενείου.

Πλήθος προπαγανδιστικών εντύπων διατυμπάνιζαν την δήθεν ιταλικότητα της νήσου (ανάλογη δραστηριότητα υπήρχε και στο εξωτερικό), η ιταλική παροικία ανέπτυσσε έντονη δράση μέσω της δημιουργίας πλήθους συλλόγων και σωματείων με δήθεν κοινωνική και φιλανθρωπική δράση αλλά στην πραγματικότητα ασκούσε έντεχνη προπαγάνδα, η ιταλική γλώσσα προωθείτο συστηματικώς, το ιταλικό εμπόριο κυριαρχούσε, υπήρχε ένα πυκνό δίκτυο ιταλικών ναυτικών πρακτορείων, η πολιτιστική διείσδυση  διά της μετακλήσεως ιταλικών καλλιτεχνικών συγκροτημάτων (όπερα κ.λπ.) ήταν σε πλήρη άνθιση, Ιταλοί υπήκοοι αγόραζαν μαζικώς αστικές και αγροτικές εκτάσεις κ.ά., όλα των οποίων είχαν πρόδηλους σκοπούς και στόχους.

Παράλληλα με όλα αυτά, αλλά και την εκπαιδευτική προπαγάνδα -με την δημιουργία ολόκληρου δικτύου ιταλικών σχολών- ο θρησκευτικός παράγων, ανέκαθεν όργανο πολιτικής, δεν μπορούσε να λείψει.

Η Καθολική Εκκλησία ασκούσε έντονη θρησκευτική προπαγάνδα με σκοπό την προσέλκυση των Ελλήνων Ορθοδόξων στον καθολικισμό. Πέραν όλων τούτων, το εγκατασταθέν εκεί προσφυγικό στοιχείο (από την Μικρά Ασία) λόγω της έσχατης ένδειας και δυστυχίας στην οποία είχε περιέλθει, αποτελούσε πρόσφορο έδαφος για εκμετάλλευση από την υποτιθέμενη  φιλανθρωπική και κοινωνική δράση των διαφόρων ιταλικών σωματείων και συλλόγων και των όπισθεν αυτών κρυπτομένων ιταλικών υπηρεσιών.

Η ίδρυση του Κέντρου Πληροφοριών Κέρκυρας

Όλα τα παραπάνω συνετέλεσαν στην ωρίμανση της από τίνος κυοφορούμενης  ιδέας για λήψη των αναγκαίων μέτρων αμύνης, διά της δημιουργίας μίας ειδικής υπηρεσίας με αποστολή την παρακολούθηση της ιταλικής προπαγάνδας, την συλλογή  πληροφοριών και την αντικατασκοπεία.

Έτσι, τον Μάρτιο του 1924, απεφασίσθη η ίδρυση του Κέντρου Πληροφοριών Κέρκυρας, το οποίο εγκαταστάθηκε στην νήσο υπό την κάλυψη του εκεί Φρουραρχείου, και απετέλεσε την πρώτη, έστω και σε εμβρυακή μορφή, Ελληνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Πρώτος (και τελευταίος) διοικητής του Κέντου Πληροφοριών Κερκύρας υπήρξε ο συνταγματάρχης Γ. Θ. Φεσσόπουλος.

Η ύπαρξη του παραπάνω Κέντρου υπήρξε βραχύβια, αλλά το σημαντικό ήταν ότι διατηρήθηκε αυτοτελώς έως και τον Σεπτέμβριο του  1925. Το έτος αυτό, υπό την πίεση γενικότερων αναγκών, η τότε κυβέρνηση απεφάσισε να δημιουργήσει μία υπηρεσία πληροφοριών για ολόκληρη την επικράτεια.

Μία από τις αιτίες για τούτο, ήταν η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (μετά την Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή) και η ανάπτυξη κομμουνιστικής προπαγάνδας για απόσπαση των ελληνικών εδαφών της Μακεδονίας και της Θράκης, στο πλαίσιο των σχεδίων για ίδρυση Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ΒΚΟ).

Η Υπηρεσία Ειδικής Ασφαλείας (ΥΕΑ) ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1925 και απετέλεσε την πρώτη ελληνική υπηρεσία πληροφοριών με αρμοδιότητα σε ολόκληρη την επικράτεια.

Η ΥΕΑ ιδρύθηκε βάσει του Νομοθετικού Διατάγματος 19 της 23ης Σεπτεμβρίου 1925 («Περί συστάσεως Υπηρεσίας Ειδικής Ασφαλείας») και είχε  αποστολή «την παρακολούθηση πάσης υπόπτου εις την Ασφάλεια του Κράτους οργανώσεως, την καταδίωξιν της κατασκοπείας και την αστυνομία επί των ξένων»(άρθρο 1). Παράλληλα, στην ΥΕΑ ανήκε -βάσει του  ιδρυτικού της νόμου- και «η αρμοδιότητα της θεωρήσεως των διαβατηρίων των τε ημεδαπών και αλλοδαπών, ως και ο έλεγχος των ξενοδοχείων ύπνου και οικοτροφείων» (άρθρο 5). Η Υπηρεσία Ειδικής Ασφαλείας υπαγόταν στο Υπουργείο Εσωτερικών.

Τέσσερις μόλις μήνες αργότερα, και συγκεκριμένως τον Ιανουάριο του 1926, η Υπηρεσία Ειδικής Ασφαλείας καταργήθηκε και την θέση της πήρε η Υπηρεσία Γενικής Ασφαλείας του Κράτους (ΥΓΑΚ), η οποία ιδρύθηκε με το Νομοθετικό Διάταγμα 22 της 29ης Ιανουαρίου 1926 («Περί συστάσεως Υπηρεσίας Γενικής Ασφαλείας του Κράτους») και εισήγαγε το στοιχείο της υπαγωγής της -απευθείας- στον πρόεδρο της κυβερνήσεως (άρθρο 3, Ν.Δ. 22/1926). Κατά μία περίεργη σύμπτωση, το ίδιο έτος (1926), αποκτά την πρώτη της υπηρεσία πληροφοριών και η Τουρκία, η οποία ίδρυσε τότε την ΜΕΗ.

Βάσει του άρθρου 2 του ανωτέρω διατάγματος, η αποστολή της ΥΓΑΚ ήταν «η παρακολούθησις των πάσης φύσεως προπαγανδών των ενεργούμενων εναντίον της Ασφαλείας του Κράτους και η υπόδειξις μέτρων προς εξουδετέρωσιν αυτών», ενώ με βάση το άρθρο 23 καταργείτο η Υπηρεσία Ειδικής Ασφαλείας. Διοικητής και αυτής της υπηρεσίας υπήρξε ο συνταγματάρχης Γ. Φεσσόπουλος.

Έναν περίπου χρόνο μετά την ίδρυσή της, η ΥΓΑΚ περιήλθε σε αδράνεια, με ζωτικούς τομείς των αρμοδιοτήτων της, όπως η παρακολούθηση των αλλοδαπών, να περιέρχονται στην Κεντρική Υπηρεσία Αλλοδαπών του Υπουργείου Εσωτερικών, η παρακολούθηση των ξένων προπαγανδών στην Ειδική Ασφάλεια του Κράτους κ.λπ. και τελικώς καταργήθηκε.

Αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η κατάσταση αυτή, διήρκεσε επί μία   περίπου δεκαετία, όταν κατά την περίοδο αυτή όλες σχεδόν οι χώρες του κόσμου όχι μόνο διέθεταν από αρκετών ετών πλήρως οργανωμένες «κεντρικές» υπηρεσίες πληροφοριών, αλλά τα επιτεύγματα και η φήμη αρκετών εξ αυτών (αγγλική Ιντέλλιτζενς Σέρβις, η γερμανική Αμπβέρ, το γαλλικό «Δεύτερο Γραφείο» κ.ά.) ήταν ευρύτατα γνωστή και είχε εμπνεύσει πλήθος  συγγραφέων.

Το γεγονός αυτό, το οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί στον «επαρχιωτισμό» των ελληνικών κυβερνήσεων της εποχής και την γνωστή αλαζονεία των Ελλήνων πολιτικών, οι οποίοι ανέκαθεν διεκδικούσαν το αλάθητο περί τα πάντα και δεν είχαν, κατά την άποψή τους,  ανάγκη από ειδικευμένες υπηρεσίες να τους διευκολύνουν στην άσκηση των καθηκόντων τους.

Σε τούτο συνετέλεσε φυσικά και η αντίδραση των τότε υφισταμένων υπηρεσιών (Αστυνομία, Χωροφυλακή, Υπηρεσία Αλλοδαπών κ.λπ.) Τούτο δε, όταν σε ολόκληρη αυτή την περίοδο, η Ελλάδα αντιμετώπιζε πλήθος  εσωτερικών και εξωτερικών απειλών, με την αλβανική, βουλγαρική, ρουμανική, σερβική, τουρκική, ιταλική κ.ά. προπαγάνδες να οργιάζουν, την δράση των ξένων πρακτόρων να εντείνεται λόγω του διαγραφομένου νέου πολέμου από την άνοδο του φασιστικού και ναζιστικού κινήματος  κ.λπ.

Τελικώς, η προαναφερθείσα κατάσταση έλαβε τέτοιες διαστάσεις ώστε κατέστη έκδηλη πλέον η ανάγκη δημιουργίας μίας ειδικής υπηρεσίας.

Έτσι, τον Ιανουάριο του 1936 δημιουργείται  η Υπηρεσία Αμύνης του Κράτους (ΥΑΚ), η ίδρυση της οποίας κατά έναν τρόπο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως επανασύσταση της ΥΓΑΚ, αλλά στην πραγματικότητα εισάγει τα στοιχεία μίας κανονικής «γενικής» υπηρεσίας πληροφοριών, αρκετά των οποίων θα δούμε να επιβιώνουν και στις μετέπειτα ΚΥΠΕ και ΚΥΠ.

Η ΥΑΚ ιδρύθηκε με τον Αναγκαστικό Νόμο 25 της 25ης Ιανουαρίου 1936 ο οποίος καθόριζε ως αποστολή της «την παρακολούθησιν των εις βάρος του Κράτους ενεργουμένων ξένων προπαγανδών, την παρακολούθησιν  της κινήσεως  και εγκαταστάσεως των αλλοδαπών εν τη Χώρα, την συλλογήν πληροφοριών σχετικών με την ασφάλειαν του Κράτους, και την υπόδειξιν των σχετικών ληπτέων μέτρων». Είναι χαρακτηριστικό ότι στο άρθρο 2 του ως άνω ιδρυτικού της νόμου, διατυπώνεται ρητώς ότι η νέα Υπηρεσία «Επ’ ουδενί λόγω αναμειγνύεται εις ζητήματα πολιτικής μορφής και παρακολουθήσεως πολιτικών προσώπων», αλλά προστίθεται (στο ίδιο άρθρο) και μία παράγραφος η οποία αναφέρει ότι «Είναι δυνατόν να ανατεθή εις ταύτην, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου, και η παρακολούθησις και της κομμουνιστικής, ως και πάσης άλλης προπαγάνδας».

Στο αμέσως επόμενο άρθρο (3) προσδιορίζεται ότι η υπηρεσία αυτή είναι αυτοτελής και ότι προς επίτευξιν της διατηρήσεως του καθαρώς εθνικού και απολιτικού της χαρακτήρα, υπάγεται στο Υπουργείο Στρατιωτικών (στην ουσία στο ΓΕΣ).

Με βάση το άρθρο 4 του ίδιου νόμου, η ΥΑΚ είχε έδρα την Αθήνα και προς εκπλήρωση της αποστολής της  μπορούσε να οργανώνει ειδικά τμήματα στην Αθήνα και άλλες πόλεις (παρ. α). Στην αμέσως επόμενη παράγραφο (άρθρο 4β) υπήρχε πρόβλεψη κατά την οποία σε όσες πόλεις ή άλλα αστικά κέντρα δεν υπήρχαν τμήματα της Υπηρεσίας, οι υπηρεσίες της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων έπρεπε να εκτελούν «απροφασίστως τας εντολάς της ΥΑΚ». Σε ότι αφορά στο προσωπικό της ΥΑΚ αυτό ορίσθηκε (άρθρο 4δ) ότι θα αποτελείται από αξιωματικούς του Στρατού Ξηράς, του Ναυτικού, της Αεροπορίας, της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων, όλοι των οποίων θα τοποθετούνται σε αυτήν με απόσπαση από τις αντίστοιχες υπηρεσίες τους.

Οργανωτής και επικεφαλής της ΥΑΚ υπήρξε, όπως και σε όλες τις προηγηθείσες υπηρεσίες, ο συνταγματάρχης (και μετέπειτα αντιστράτηγος) Γ. Φεσσόπουλος. Από την αρχή της ιδρύσεώς της, η ΥΑΚ υπήρξε στόχος και του ΚΚΕ το οποίο επεδίωξε την διάλυσή της.

Τούτο προκύπτει σαφώς και από το περίφημο τότε Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα (συνεργασία μεταξύ του Κόμματος των Φιλελευθέρων και του Παλλαϊκού Μετώπου), το οποίο σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη της 3ης Απριλίου 1936, προέβλεπε την στήριξη του Κόμματος των Φιλελευθέρων (ψήφος ανοχής στην κυβέρνησή του, ψήφιση του ψηφοδελτίου του Κ.Φ. για την εκλογή Προέδρου της Βουλής κ.λπ. εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του Παλλαϊκού Μετώπου) υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις, μία των οποίων και συγκεκριμένως η πέμπτη (ε΄) ήταν η κατάργηση της ΥΑΚ. Το σύμφωνο αυτό υπεγράφη από τον Θεμ. Σοφούλη, από την πλευρά του Κ.Φ. και από τον Στυλ. Σκλάβαινα, από την  πλευρά του Παλλαϊκού Μετώπου.

Με τον αιφνίδιο θάνατο του τότε υπηρεσιακού πρωθυπουργού Κωνστ. Δεμερτζή τον Απρίλιο του 1936 (στην κυβέρνηση του οποίου μετείχε ως Υπουργός Στρατιωτικών ο Ιωάννης Μεταξάς) τα πράγματα άλλαξαν άρδην.

Με αφορμή την προεξαγγελθείσα μεγάλη πανελλαδική απεργία της 5ης Αυγούστου, ο Ιωάννης Μεταξάς, με την έγκριση του Βασιλέως Γεωργίου του Β΄, ανέστειλε στις 4 Αυγούστου (1936) τα περισσότερα άρθρα του Συντάγματος, διέλυσε την Βουλή και εγκαθίδρυσε την γνωστή δικτατορία Μεταξά, με την οποία η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο. Τρεις μήνες αργότερα, η ΥΑΚ μετονομάσθηκε σε Υπηρεσία Αλλοδαπών και υπήχθη, ως ειδική διεύθυνση,  στο υφυπουργείο Δημοσίας Ασφαλείας, του οποίου προίστατο ο περιβόητος Κωνσταντίνος Μανιαδάκης.

Αυτό έγινε με τον Αναγκαστικό Νόμο 320 της 5ης Νοεμβρίου 1936 («Περί οργανικών τίνων διατάξεων του Υφυπουργείου Δημοσίας Ασφαλείας»), με το άρθρο 1(α) του οποίου συνεστήθη  Γενική Διεύθυνση στο εν λόγω Υφυπουργείο και η Υπηρεσία Αλλοδαπών υπήχθη σε αυτήν (άρθρο 2).

Έτσι, με υφυπουργό Δημοσίας Ασφαλείας τον Μανιαδάκη και επικεφαλής της Υπηρεσίας Αλλοδαπών τον ικανότατο συνταγματάρχη του πυροβολικού Δημήτριο Ξένο, η υπηρεσία αυτή αναλαμβάνει από το 1936 έως και το 1941 (μέχρι την κατάρρευση του μετώπου και την γερμανική κατοχή) τα καθήκοντα της κατασκοπείας και αντικατασκοπείας.

Η υπηρεσία του Μανιαδάκη λειτούργησε εξαιρετικά και η Υπηρεσία Αλλοδαπών απεδείχθη επαρκέστατη στα καθήκοντα της συλλογής πληροφοριών και κυρίως στον τομέα της αντικατασκοπείας. Η επάρκειά της στον τελευταίο τομέα  προκύπτει από πλήθος περιστατικών, ακόμη δε και από τα  εγκωμιαστικά σχόλια αρκετών από τους πρώην αντιπάλους της (μεταξύ άλλων και βιβλίο του γνωστού Γερμανού αρχικατάσκοπου Χανς Ρήγκλερ που έδρασε στην Ελλάδα την προπολεμική περίοδο).

Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής οι ελληνικές δραστηριότητες στον τομέα αυτό εντοπίζονται πλέον στην Μέση Ανατολή όπου είχε καταφύγει η ελληνική κυβέρνηση από τον Απρίλιο του 1941. Στην περίοδο αυτή και μέχρι της ιδρύσεως της ΚΥΠ (1953) οι δραστηριότητες αυτές περιορίζονται κυρίως εντός του στρατεύματος, τις ελληνικές δηλαδή στρατιωτικές δυνάμεις που ήταν στην Μέση Ανατολή και πολεμούσαν στο πλευρό των Συμμάχων.

Η πρώτη υπηρεσία πληροφοριών στην Μέση Ανατολή, ήταν  η Υπηρεσία Προστασίας Στρατεύματος (ΥΠΣ),  μία καθαρά στρατιωτική υπηρεσία. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της ΕΥΠ, η υπηρεσία αυτή ιδρύθηκε το 1946, όπερ σημαίνει ότι η ίδρυσή της έγινε δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, άρα στην Ελλάδα. Κατά τις δικές μας πληροφορίες, η ΥΠΣ ιδρύθηκε στην Μ. Ανατολή το 1944, με πρωτοβουλία του Σοφοκλή Βενιζέλου και ασχολείτο αποκλειστικά με την συλλογή στρατιωτικών πληροφοριών.

Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από προσωπικές μαρτυρίες του πρώτου διοικητού της ΚΥΠ αντιστράτηγου Αλ. Νάτσινα προς τον γράφοντα και από το γνωστό γεγονός της σημειωθείσης ανταρσίας στις ελληνικές δυνάμεις της Μ. Ανατολής, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την επιτακτική  ανάγκη δημιουργίας μίας υπηρεσίας εσωτερικής ασφαλείας του στρατεύματος.

Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς (1944) και την επάνοδο στην Ελλάδα των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων της Μ. Ανατολής, ιδρύθηκε  μία υποτυπώδης υπηρεσία πληροφοριών, η ΔΥΠΛ (Διεύθυνση Υπηρεσίας Πληροφοριών). Κατά την ιστοσελίδα της ΕΥΠ η σύσταση της εν λόγω υπηρεσίας τοποθετείται το 1949, μετά την ανάληψη της αρχιστρατηγίας από τον Αλ. Παπάγο, και προήλθε από μετονομασία της ΥΠΣ (σε ΔΥΠΛ).

Σύμφωνα με δύο έρευνες (του Γιάννη Λάμψα, συνεργάτη της εφημερίδας Ελεύθερος Κόσμος, λίγο πριν την δικτατορία του 1967 και του  Σόλωνα Γρηγοριάδη, στον Ταχυδρόμο της 14.7.1977) καθώς και μαρτυρίες στον γράφοντα του στρατηγού Νάτσινα, η ΔΥΠΛ ιδρύθηκε το 1945, αμέσως μετά την επάνοδο στην Ελλάδα των ελληνικών δυνάμεων και τον σχηματισμό κυβερνήσεως, γεγονός μάλλον εύλογο εν όψει των προηγηθέντων «Δεκεμβριανών».

Ακολούθησε, τον Φεβρουάριο του 1949 (κατά άλλους το 1951), η ίδρυση της ΚΥΠΕ, (Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών και Ερευνών), η οποία ορθώς χαρακτηρίζεται ως ο πρόδρομος της μετέπειτα ΚΥΠ και της εν συνεχεία ΕΥΠ. Πρώτος διευθυντής της ΚΥΠΕ ήταν ο  ταξίαρχος (Ιππικού) Πέτρος Νικολόπουλος, με υποδιευθυντή  τον αντισυνταγματάρχη Αλέξανδρο Νάτσινα, τον μετέπειτα ιδρυτή και επί ένδεκα συναπτά έτη (1953-1964) διευθυντή της ΚΥΠ.

Κατά την ιστοσελίδα της ΕΥΠ η  ΚΥΠΕ προέκυψε μετά από μία ακόμη μετονομασία της  ΔΥΠΛ (σε ΚΥΠΕ), γεγονός που τοποθετεί το 1952 και αποδίδει  σε σχετική απόφαση του τότε (1952) εκλεγέντος πρωθυπουργού στρατάρχη Αλ. Παπάγου. Τούτο δεν φαίνεται να είναι ακριβές διότι από άλλες πηγές (μαρτυρία Νάτσινα και άλλες), προκύπτει ότι πρώτος αρχηγός της ΚΥΠΕ ήταν ο προαναφερθείς ταξίαρχος Πέτρος Νικολόπουλος (αρχηγός του  ΓΕΣ  το 1956) τον οποίον η κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα τον αντικατέστησε τον Ιούνιο του 1952 με τον ταξίαρχο Χρ.Γερογιάννη.

Ήδη, δηλαδή, πριν ο Παπάγος αναλάβει την πρωθυπουργία το ίδιο έτος (1952), η ΚΥΠΕ είχε δύο αρχηγούς. Αυτό που αποτελεί βεβαιωμένο γεγονός είναι ότι  μετά την θριαμβευτική νίκη του Ελληνικού Συναγερμού στις εκλογές του 1952, ο αρχηγός του κόμματος και πρωθυπουργός  στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος τοποθέτησε ως επικεφαλής της ΚΥΠΕ τον Αλέξανδρο Νάτσινα, με την εντολή να μελετήσει και εισηγηθεί την ίδρυση μία νέας υπηρεσίας, η οποία θα ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις των καιρών.

Αυτό τελικά έγινε με την ίδρυση, βάσει του Νομοθετικού Διατάγματος 2421 της 9ης Μαίου 1953,  της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ).

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Έτσι, η Ελλάδα, 29 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη προσπάθεια (Κέντρο Πληροφοριών Κέρκυρας) και με καθυστέρηση αρκετών δεκαετιών  σε σχέση με άλλες χώρες, αποκτά  την πρώτη σύγχρονη -από απόψεως συλλήψεως, δομής και οργανώσεως- υπηρεσία πληροφοριών.