Η Ιωάννα Γατοπούλου, μια γυναίκα που επέζησε της πυρκαγιάς στο Μάτι, μίλησε σε τηλεοπτικό σταθμό για όσα συγκλονιστικά έζησε την ημέρα της τραγωδίας αλλά και το γεγονός ότι τα σωματικά και ψυχικά σημάδια παραμένουν.
Ξεκινώντας την περιγραφή για την αποφράδα εκείνη ημέρα η κυρία Γατοπούλου είπε ότι «ο καιρός το πρωί ήταν πολύ καλός μέχρι το απόγευμα.
Στις 16:45 άρχισα να βλέπω καπνούς αλλά αυτό ήταν σύνηθες φαινόμενο γιατί πολλές φορές έπαιρνε φωτιά σε Κάλαμο και Γραμματικό και γι’ αυτό δεν μας ανησύχησε.
Άνοιξα ένα κρατικό κανάλι και έλεγαν μόνο για την Κινέτα και τίποτα για το Μάτι. Οι καπνοί, όμως, έγιναν πολύ έντονοι και 18:20 που κόπηκε το ρεύμα αποφάσισα να φύγω με το αυτοκίνητό μου».
«Καθώς άνοιξα την πόρτα είδα το αυτοκίνητό μου που ήταν κάτω από το δέντρο που είχε πάρει φωτιά. Αποφάσισα να πάω στη θάλασσα που ήταν σε απόσταση 150 μέτρων.
Στην διαδρομή από πίσω καιγόμουν χωρίς να το καταλάβω καθώς πίστευα ότι έπεφταν πάνω μου πετραδάκια. Για να περάσω τον δρόμο, στην παραλιακή οδό Ποσειδώνος, και να πάω στο μονοπάτι έκανα πολύ ώρα γιατί στον στενό αυτό δρόμο ήταν τέσσερις σειρές αυτοκινήτων» συνέχισε την περιγραφή της.
Όπως εξήγησε «μπήκα στη θάλασσα, κολυμπούσα με τους υπολοίπους για περίπου τρεις ώρες μέχρι που κάηκαν όλα τα πεύκα και τα σκοίνα που κατέβαιναν μέχρι τη θάλασσα. Όταν κάηκαν αποφασίσαμε να βγούμε έξω. Εκεί κατάλαβα ότι είχα καεί πολύ σε πλάτη χέρια και πόδια. Έχω εγκαύματα στο 20% του σώματός μου».
Η ίδια εξιστόρησε ότι «βγήκαμε έξω και κάποιος πήρε τηλέφωνο το λιμεναρχείο Ραφήνας για να έρθουν να μας περισυλλέξουν. Μετά από μια ώρα ήρθε ένα σκάφος του λιμενικού, μας είδε και απήλθε χωρίς να κάνει τίποτα. Υπήρχαν πολλά βράχια για να πλησιάσει.
Κάποια στιγμή ήρθε ένα φουσκωτό με ιδιώτες, πήραν εμένα και μια άλλη κυρία που είχε καεί και μας πήγαν στη Νέα Μάκρη στο λιμάνι. Αφού περιμέναμε περίπου 45 λεπτά μας πήρε ένα ζευγάρι και μας πήγε στο κέντρο υγείας. Μετά μας πήγαν στον Ευαγγελισμό».
Η κυρία Γατοπούλου εξομολογήθηκε ότι «έχω τους ήχους στα αυτιά μου όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και των αυτοκινήτων που καίγονταν και έσκαγαν.
Ο αέρας ήταν πολύ δυνατός, δεν μπορούσες να πάρεις ανάσα από τον καπνό και ευτυχώς που ήμουν στη θάλασσα και έβαζα το κεφάλι μου στο νερό. Εκείνη την ώρα έλεγα θα περάσει, κάνε υπομονή.
Όσο ήμουν στο νερό δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα, όταν όμως βγήκα έξω και με χτυπούσε ο καυτός αέρας υπέφερα και έτρεμα από τον πόνο».
Η γυναίκα έμεινε δύο μήνες στο νοσοκομείο και άλλους επτά μήνες κατάκοιτη ενώ για την ψυχολογία της απάντησε ότι «είπα μόνο αφού σώθηκα, γιατί έμαθα πόσοι έφυγαν φίλοι και συγγενείς, ζω με τα σημάδια που δεν φεύγουν ποτέ όχι μόνο τα σωματικά αλλά και τα ψυχικά».