Η εικόνα μιας νεαρής γυναίκας με πορτοκαλί κελεμπία, να κείτεται μέρα μεσημέρι στη μέση της οδού Τενέδου στην Κυψέλη κατακρεουργημένη, δεν σόκαρε μόνο τους περαστικούς αλλά και τους έμπειρους αξιωματικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αθηνών, αλλά έφερε στην επιφάνεια και μια τραγική ιστορία. Ένα «ερωτικό τρίγωνο» που ξεκίνησε από το Μπαγκλαντές, πέρασε από την Τουρκία και την Κεφαλλονιά και έριξε αυλαία στο κέντρο της Αθήνας.
Ο δολοφόνος, ομολόγησε στους αστυνομικούς ότι σχεδίαζε για 15 ημέρες το έγκλημα με ένα μαχαίρι με κόκκινη λαβή που αγόρασε από την Ομόνοια ζητώντας να «κόβει κρέας» και το κυριότερο με σταθερή φωνή, στο τέλος της κατάθεσης του, όχι μόνο δεν δήλωσε μετάνοια για την πράξη του, αλλά τη δικαιολόγησε και την υποστήριξε λέγοντας πως η γυναίκα που κατακρεούργησε του «έφαγε» λεφτά και δεν είχε να στείλει στη σύζυγο και τα παιδιά του στο Μπαγκλαντές. Η δικογραφία ξεδιπλώνει το χρονικό του τρόμου που εμπνεύστηκε και σκηνοθέτησε ο «χασάπης της οδού Τενέδου».
«Ζήτησα μαχαίρι που να κόβει κρέας»
Κυνικός και αμετανόητος εμφανίστηκε σε όλα όσα είπε τόσο προανακριτικά στους αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αθηνών που κατάφεραν μέσα σε λίγα λεπτά να τον εντοπίσουν, «χτενίζοντας» τα στενά του κέντρου της πρωτεύουσας και να του περάσουν χειροπέδες, όσο και στην απολογία του στον ανακριτή, ο Μπαγκλαντεσιανός σφαγέας της Κυψέλης.
«Ήρθα στην Ελλάδα πριν από τρία χρόνια. Εμένα στην Αθήνα και πριν από δύο χρόνια με την Ρούνα να δουλεύαμε μαζί σε τρία ραφτάδικα στην Αθήνα, δεν θυμάμαι οδούς αλλά ήταν κοντά στην πλατεία Αμερικής. Η Ρούνα, πριν δύο χρόνια περίπου ενώ ήταν παντρεμένη, μου είπε ότι θέλει να χωρίσει τον άντρα της, για να είναι μαζί μου και ότι εκείνος θα φύγει στην Ιταλία. Άρχισε να μου ζητάει χρήματα λέγοντας ότι με αγαπάει και ότι τα χρειάζεται για να μπορέσει να διώξει τον άντρα της και να έρθει να μείνει μαζί μου. Πριν από κάποιους μήνες, πήγαμε οι τρεις μας στην Κεφαλλονιά, όπου δουλεύαμε όλοι μαζί στην καθαριότητα ενός ξενοδοχείου και εκεί μου ζητούσε χρήματα και μου έλεγε ότι με αγαπάει. Εγώ της έδινα περίπου 1000 ευρώ κάθε μήνα, τα τελευταία δύο χρόνια, συνολικά δηλαδή της έχω δώσει 20.000 ευρώ. Δεν έδινα χρήματα στα παιδιά μου, για να τα δίνω στη Ρούνα. Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου είναι στο Μπαγκλαντές».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που ο δολοφόνος παραδέχεται το έγκλημα του και δικαιολογεί την πράξη του. Είναι αμετανόητος και δέχεται να τιμωρηθεί. Το δεύτερο μέρος της κατάθεσης ξεκινάει με ερώτηση των αστυνομικών: «Είχατε ερωτική σχέση με την Ρούνα».
Απόκριση: Όχι, ούτε σεξ, ούτε φιλιά, ούτε αγκαλιές. Περίμενα να χωρίσει τον άντρα της και μετά να τα κάνουμε αυτά. Όσο βρισκόμασταν στην Κεφαλλονιά, κατάλαβα ότι η Ρούνα να μου έλεγε ψέματα τόσο καιρό και άρχισα να της ζητάω λίγα – λίγα να μου επιστρέψει τα λεφτά που της είχα δώσει. Εκείνη όμως δεν μου τα έδωσε και πριν 25 μέρες ήρθαμε στην Αθήνα και εγώ τα ζήτησα και πάλι, αλλά δεν μου τα έδωσε.
Σχεδόν κάθε ημέρα της ζητούσα τα χρήματα και κατάλαβα πλέον ότι έχω χάσει τα λεφτά μου. Σκέφτηκα να πάω στην αστυνομία να της κάνω μήνυση, αλλά επειδή δεν είχα αποδείξεις, δεν θα τα έπαιρνα πίσω. Τότε νευρίασα και αποφάσισα να σκοτώσω την Ρούνα. Αυτό έγινε πριν δύο εβδομάδες περίπου. Με την Ρούνα μιλούσαμε κυρίως μέσω του WhatsApp. Τότε πήγα στην περιοχή της Ομόνοιας και αγόρασα σε ένα μαγαζί ένα μαχαίρι με κόκκινη λάβή που είχε πλαστική κόκκινη θήκη, ζητώντας αυτό να κόβει κρέας. Το αγόρασα δωδεκάμισι ευρώ. Σήμερα και ώρα 14:15 περίπου, με πήρε τηλέφωνο στο WhatsApp η Ρούνα και μου ζήτησε να βρεθούμε από κοντά, για να μην μιλάμε στο τηλέφωνο συνέχεια και ακούει ο άντρας της.
Εγώ βρισκόμουν στην Ομόνοια όταν με πήρε τηλέφωνο. Έβαλα το μαχαίρι μέσα από το παντελόνι και με τα πόδια έφτασα στην Κυψέλη, κάτω από το σπίτι της στην οδό Τενέδου και εκείνη με περίμενε ήδη στο πεζοδρόμιο, λίγα μέτρα πιο πάνω από την πολυκατοικία της. Την πλησίασα, της ζήτησα τα λεφτά μου και εκείνη μου είπε «δεν σου χρωστάω τίποτα. Δεν έχεις αποδείξεις και μάρτυρες» με φωνές. Εγώ τότε τρελάθηκα, έβγαλα το μαχαίρι και την μαχαίρωσα μια φορά στην κοιλιά, μετά μια φορά στη μέση του χεριού αλλά δεν θυμάμαι σε ποιο χέρι και εκείνη έπεσε κάτω. Δεν θυμάμαι πόσες φορές την μαχαίρωσα ξανά γιατί είχα θολώσει.
Αυτή δεν πρόλαβε να φωνάξει ούτε βοήθεια, ούτε να βγάλει κραυγή όταν την μαχαίρωσα και όταν έπεσε στο έδαφος κοίταξα γύρω μου και δεν είδα κάποιον να μας βλέπει, οπότε άρχισα να τρέχω προς την ανηφόρα του δρόμου και στο επόμενο στενό στα δεξιά είδα ένα κάδο σκουπιδιών. Τρέχοντας πήγα εκεί με το μαχαίρι στο χέρι, άνοιξα τον κάδο, πέταξα το μαχαίρι το οποίο είχε αίμα μέσα και έκλεισα τον κάδο. Μετά γυρνούσα στην περιοχή περπατώντας, προσπαθώντας να διαφύγω αλλά χάθηκα. Με σταμάτησαν οι αστυνομικοί και χωρίς αντίσταση τους ακολούθησα στο τμήμα όπως μου είπαν και τους παραδέχτηκα ότι σκότωσα την Ρούνα επειδή μου χρωστούσε χρήματα.
Ερώτηση: Έχεις μετανιώσει γι’ αυτό που έκανες;
Απόκριση: Όχι, γιατί δύο χρόνια με κορόιδευε μου έφαγε λεφτά και δεν είχα να στείλω στη γυναίκα και τα παιδιά μου. Τίποτα άλλο δεν έχω να προσθέσω».
Ο σύζυγος
Ο σύζυγος του θύματος, ο 34χρονος Φαρούκ, που όπως αναφέρεται στη δικογραφία είναι φιλοξενούμενος σε σπίτι ομοεθνούς του στην οδό Τενέδου και δεν έφερε ταξιδιωτικά έγγραφα και έγγραφα νόμιμης διαμονής, κατέθεσε πως «είμαι παντρεμένος με την Ρούνα εδώ και εννέα χρόνια. Πριν δυόμισι περίπου χρόνια, μπήκαμε παράνομα στην Ελλάδα από την Τουρκία περπατώντας. Μείναμε λίγα χρόνια στην Αθήνα όπου η Ρούνα δούλευε σε ραφτάδικο και πριν κάποιους μήνες πήγαμε στην Κεφαλλονιά όπου μείναμε εκεί και δουλεύαμε σαν καθαριστές.
Με την Ρούνα στην Αθήνα, δούλευε κι ένας φίλος της ο Τζακίρ οποίος είχε έρθει μαζί μας και στην Κεφαλλονιά και δούλευε με εμάς αλλά δεν έμενε μαζί μας. Πριν από 25 μέρες αποφασίσαμε να φύγουμε από την Κεφαλλονιά και ήρθαμε ξανά στην Αθήνα και ζήτησα από ένα γνωστό μου από το Μπαγκλαντές αν μπορεί να με φιλοξενήσει εμένα και τη Ρούνα, μέχρι να νοικιάσουμε δικό μας σπίτι. Αυτός δέχτηκε κι εμείς από τότε μένουμε μαζί του και με άλλους τρεις φίλους του που δεν θυμάμαι πως τους λένε σε διαμέρισμα του πρώτου ορόφου στην οδό Τενέδου στην Αθήνα. Εγώ κράτησα τυπικές επαφές με τον Τζακίρ και μιλούσαμε μια στο τόσο, αλλά δεν είμαστε φίλοι».
Στη συνέχεια, ο 34χρονος περιγράφει τι συνέβη την ημέρα της δολοφονίας: «Σήμερα περίπου στις 2:30 πήρε τηλέφωνο ο Τζακίρ τη Ρούνα και της είπε ότι θέλει να την συνάντησει έξω από το σπίτι μας αυτή με ρώτησε αν μπορεί να πάει να τον συναντήσει γιατί δεν ήξερε τι θέλει και εγώ της είπα ναι. Τότε η Ρούνα που φορούσε μια πορτοκαλί κελεμπία και ένα μαύρο παντελόνι, κατέβηκε κάτω από την πολυκατοικία για να συναντήσει τον Τζακίρ. Πριν φύγει μου είπε ότι δεν θα αργήσει και ότι σε 5 λεπτά θα γυρίσει. Δεν ξέρω το λόγο που την ήθελε ο Τζακίρ.
Πέρασε περίπου μισή ώρα και η Ρούνα δεν είχε επιστρέψει. Τότε ανησύχησα αλλά δε βγήκα να την ψάξω και λίγα λεπτά αργότερα χτύπησα το κουδούνι και η αστυνομία μας ρώτησε αν γνωρίζουμε μία γυναίκα που φορούσε πορτοκάλι κελεμπία και μαύρο παντελόνι του. Εγώ τους είπα ότι είναι η γυναίκα μου, που ονομάζεται Ρούνα και φορούσε τέτοια ρούχα και τους έδειξα το διαβατήριο της για να δουν τη φωτογραφία της. Η αστυνομία την αναγνώρισε και μας είπε ότι λίγο πριν είχαν βρει τη Ρούνα με αίματα στο πεζοδρόμιο λίγο πιο πέρα από το σπίτι και την μετέφερε ασθενοφόρο στο νοσοκομείο. Μας ρώτησαν αν ξέρουμε κάτι για τον τραυματισμό της Ρούνα και αφού τους απαντήσαμε ότι απ’ αυτούς τα μαθαίνουμε, μας ζήτησαν να κατεβούμε μαζί τους για να καταθέσουμε ότι γνωρίζαμε, όπως και κάναμε. Στη συνέχεια προσήγαγαν στην υπηρεσία σας τον Τζακίρ οποίος δήλωσε προφορικά στους αστυνομικούς ότι αυτός μαχαίρωσε την σύζυγό μου γιατί αυτή του χρωστούσε χρήματα».
Ερώτηση: Γνωρίζεις κάτι γι’αυτό;
Απόκριση: Η γυναίκα μου δεν χρωστάει τίποτα σε κανέναν γιατί δουλεύει και βγάζει χρήματα. Ποτέ δεν μου έχει αναφέρει για χρέη πόσο μάλιστα για τον Τζακίρ. Εγώ όμως τόσο καιρό έχω καταλάβει οτι ο Τζακίρ αγαπάει τη Ρούνα και ήθελε να μας χωρίσει για να την παντρευτεί αυτός. Πιστεύω ότι μας ζήλευε. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο λόγο για να της κάνει τέτοιο κακό. Επίσης δεν ξέρω να υπάρχει άλλος που να θέλει να κάνει κακό στην Ρούνα. Μου έλεγε τα πάντα. Δεν είχε εχθρούς.