Η Κούλα Ρ. ήταν η πρώτη βιτριολίστρια που απασχόλησε την κοινή γνώμη της χώρας. Τις επόμενες δεκαετίες το φαινόμενο του «βιτριολισμού» θα αναδεικνυόταν σε μείζον κοινωνικό ζήτημα.
Το 1934, όταν η Κούλα Ρ. διέπραξε την επίθεση με βιτριόλι ήταν κάτι πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα. Ο έμπορος Ασημάκης Κ. είχε μόλις επιστρέψει στο κατάστημά του στην οδό Σταδίου, μετά από μία σύντομη επίσκεψη στον συμβολαιογράφο.
Με το που μπήκε μέσα, η υπάλληλός του τον ειδοποίησε ότι κάποιος τον ζητούσε στο τηλέφωνο. Ο έμπορος πήρε στα χέρια του το ακουστικό, όμως δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη.
Σύμφωνα με τη mixanitouxronou.gr, η υπάλληλος τον περιέλουσε με ένα καυστικό υγρό και τράπηκε σε φυγή. «Για να σας δείξω εγώ!», αναφώνησε προτού βγει από το κατάστημα και επιβιβαστεί σε ένα ταξί. Κατευθύνθηκε προς το συμβολαιογραφείο. Όρμησε μέσα και επιτέθηκε στη δακτυλογράφο, την οποία υποψιαζόταν ότι διατηρούσε δεσμό με τον έμπορο. Ωστόσο, το γραφείο είχε κόσμο και οι παρευρισκόμενοι την πρόφτασαν πριν προλάβει να την πνίξει.
Ο Ασημάκης μεταφέρθηκε άμεσα στο νοσοκομείο. Παρότι το πρόσωπό του δεν είχε παραμορφωθεί, η ζημιά στα μάτια του ήταν ανεπανόρθωτη. Ο άντρας είχε τυφλωθεί. Την ίδια ώρα, η αστυνομία δεν άργησε να φτάσει στα ίχνη της δράστιδας και να τη συλλάβει.
Το παρασκήνιο
Η Κούλα παρά το νεαρό της ηλικίας της, ήταν η μακροβιότερη και πιο πιστή εργαζόμενη της επιχείρησης του Ασημάκη. Είχε ξεκινήσει από πωλήτρια και σύντομα προήχθη σε ταμίας, με τις μηνιαίες της αποδοχές να φτάνουν τις 2.400 δραχμές. Οι καλοπροαίρετοι έλεγαν ότι επιδείκνυε τέτοιο ζήλο για τη δουλειά, που κάποιος θα πίστευε ότι το κατάστημα ήταν δικό της.
Οι κακοπροαίρετοι διέδιδαν τη φήμη ότι διατηρούσε δεσμό με το αφεντικό της. Εργαζόμενοι κατέθεσαν ότι η Κούλα έμενε πάντα τελευταία στο κατάστημα μαζί με τον ιδιοκτήτη. Φίλος της γυναίκας υποστήριξε ότι ο επιχειρηματίας της είχε τάξει γάμο. Ο συνέταιρος του από την άλλη, ισχυρίστηκε ότι οι σχέσεις τους ήταν μόνο εφήμερα ερωτικές.
Η δίκη
Η φύση της σχέσης μεταξύ θύματος και κατηγορούμενης αναδείχθηκε σε βασικό σημείο της αντιπαράθεσης των δύο πλευρών κατά τη διάρκεια της δίκης, που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1935. Συνήγοροι υπεράσπισης, πολιτική αγωγή και ένορκοι θεώρησαν ότι αυτό ήταν το σημείο κλειδί της υπόθεσης.
Αν ο έμπορος πράγματι είχε τάξει γάμο στην υπάλληλό του, ενδέχετο να της αναγνωριστούν πολλά ελαφρυντικά. Η πλευρά του επιχειρηματία υποστήριζε μία διαφορετική εκδοχή. Η υπερασπιστική γραμμή ήταν σκληρή και στόχο είχε την ηθική αποδόμηση της δράστιδος. Όπως κατέθεσε ο έμπορος, ο οποίος καθόλη τη διάρκεια της δίκης φορούσε μαύρα γυαλιά για να μην φαίνονται τα μάτια του, πλήρωνε την Κούλα για τις ερωτικές συνευρέσεις, που συνήθως γίνονταν σε ξενοδοχεία. Ανέφερε μάλιστα ότι πλήρωνε από 300 έως 500 δραχμές.
Ο δικηγόρος της γυναίκας επιχείρησε να αντικρούσει τα λεγόμενα του θύματος προσκομίζοντας γράμματα που αντάλλασσαν μεταξύ τους. Προσφωνούσαν ο ένας τον άλλον «my baby». «Σε μια γυναίκα που πληρώνουν, δεν γράφουν τρυφερά γράμματα», είπε προς το δικαστήριο ο συνήγορος υπεράσπισης.
Η ετυμηγορία
Η δίκη, αν και διήρκεσε τέσσερις μέρες, πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις. Το Κακουργιοδικείο Πειραιά μετατράπηκε σε σκηνή που κάθε μέρα ήταν sold out. Ο κόσμος που παρακολουθούσε ανελλιπώς την ακροαματική διαδικασία, προσερχόταν στην αίθουσα από νωρίς προκειμένου να εξασφαλίσει θέση. Όσοι δεν κατάφερναν να μπουν, συνωστίζονταν απ’ έξω. Είχαν δημιουργηθεί δύο στρατόπεδα με φανατικούς υποστηρικτές. Από τη μία ήταν εκείνοι που απαιτούσαν την υποδειγματική τιμωρία της βιτριολίστριας. Στην πλειονότητά τους ήταν άντρες. Από την άλλη, πολλές γυναίκες είχαν ταχθεί στο πλευρό της.
Το ρεπορτάζ του συντάκτη της «Ακρόπολης» έγραφε χαρακτηριστικά: «Εις τους υπέρ αυτής έχουν συνταχθεί όλα τα πτωχοκόριτσα που βλέπουν συχνά πυκνά να καταρρέουν τα όνειρά των, αφού δώσουν όλην την θέρμην της καρδιάς και του κορμιού των, εις τον σκληροτράχηλον εραστήν. Μαζί τους έχουν συμφωνήσει και οι προστάται των εργαζόμενων κοριτσιών, που έτυχε να ιδούν τας προστατευόμενας να παίρνουν τον κακόν δρόμον, εξαιτίας ερωτικών λεοντιδέων εργοδοτών ή άλλων παραλήδων, με τους οποίους συνεδέθησαν».