Μετά από έξι ολόκληρα χρόνια που οι αρχές τον αναζητούσαν παντού, εντοπίστηκε το πρωί της Τρίτης να κυκλοφορεί σαν… κύριος στην περιοχή της Κασσιόπης στην Κέρκυρα ένας Αλβανός, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης τεσσάρων ετών και έξι μηνών για ανθρωποκτονία από πρόθεση στην οποία συμμετείχε στην Αθήνα!
Ο αλλοδαπός είχε καταδικαστεί τελεσίδικα με απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών για την δολοφονία ενός 30χρονου Αφγανού στην πλατεία Αττικής, στις 11 Δεκεμβρίου 2016. Το θύμα διασκέδαζε σε νυχτερινό κέντρο της περιοχής και ενώ ήταν μεθυσμένος διαπληκτίστηκε με τρεις Αλβανούς. Την στιγμή που έμπαινε μαζί με την παρέα του στο Ι.Χ. αυτοκίνητό τους, ένας 29χρονος από την αντίπαλη παρέα τον πυροβόλησε εν ψυχρώ στο κεφάλι και εξαφανίστηκε μαζί με τους δυο 27χρονους φίλους του.
Ένα χρόνο μετά, η δολοφονία εξιχνιάστηκε από το τμήμα Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής και συνελήφθη στο Περιστέρι ο ένας 27χρονος, ενώ ο συνομήλικός του ήταν ήδη έγκλειστος για άλλα αδικήματα και ο 29χρονος είχε προλάβει να διαφύγει στο εξωτερικό. Όπως είχε γίνει γνωστό τότε, είχε ηγετικό ρόλο σε εγκληματική οργάνωση που διακινούσε ναρκωτικά και μη νόμιμους μετανάστες, ενώ είχε κατηγορηθεί και για κυκλοφορία παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων.
Παρά τις αναζητήσεις που δεν σταμάτησαν ποτέ, ο δολοφόνος φαίνεται ότι κατάφερε να επιστρέψει στην Ελλάδα και να εγκατασταθεί στην περιοχή της Κασσιόπης όπου, κατοικεί μόνιμα τα τελευταία χρόνια και η μητέρα του. Μετά από πληροφορίες, εντοπίστηκε από αστυνομικούς του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης και οδηγήθηκε στον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κέρκυρας, ο οποίος διέταξε τον εγκλεισμό του σε σωφρονιστικό κατάστημα.
Στην φυλακή γυναίκα φοροφυγάς με δυο καταδίκες
Δυο καταδικαστικές αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς για φοροδιαφυγή εκκρεμούσαν σε βάρος μίας Ελληνίδας η οποία συνελήφθη το πρωί της Τρίτης στα Τρίκαλα από αστυνομικούς της Ασφάλειας. Η φυγόποινη οδηγήθηκε στον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Τρικάλων, ο οποίος έδωσε εντολή να οδηγηθεί στις φυλακές για να εκτίσει τις ποινές φυλάκισης τριών και τριών ετών που της είχαν επιβληθεί αντίστοιχα.