Συγκλόνισε με την κατάθεσή της στο δικαστήριο η Μαρία Αβραμίδου, η οποία στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι έχασε τη μητέρα της, την αδελφή της, τον γαμπρό και τον ανιψιό της.
«Δεν θέλω να κατηγορηθεί κάποιος αθώος, αλλά θα ήταν μια δικαίωση κάποιος που δεν έκανε καλά τη δουλειά τους, να του αποδοθούν οι κατηγορίες. Δεν είναι δυνατόν μέσα στην Αττική και να έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Κι εμείς οι εκατοντάδες συγγενείς αυτών των ανθρώπων είμαστε ζωντανοί νεκροί. Αυτός ο πόνος και η απώλεια δεν θα περάσει ποτέ. Δεν θα μπορώ να δεχτώ. Ότι έφυγαν μόνοι τους, αβοήθητοι κι εγώ με την κόρη μου κατά τύχη ζούμε», κατέθεσε η κα Αβραμίδου.
Η μάρτυρας ξεκίνησε να περιγράφει τα γεγονότα του μοιραίου απογεύματος της 23ης Ιουλίου 2018. Βρισκόταν στο Μάτι και ετοιμαζόταν να φύγει για μια εκδήλωση στην Αθήνα. Οι συγγενείς της την ειδοποίησαν ότι υπάρχει φωτιά στην περιοχή τους.
«Φεύγοντας, στην πρώτη είσοδο του Βουτζά, είδα αρκετό καπνό. Είπα στην κόρη μου, “πάρε τη γιαγιά τηλέφωνο να της πεις να φύγουν”. Στη Μαραθώνος δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Ήταν σαν να φεύγαμε μόνοι μας. Δεν άκουσα σειρήνες, ούτε πυροσβεστικά», ανέφερε.
Στη συνέχεια, πήγε στο σπίτι της στον Περισσό και τότε περίπου στις 18.15 μίλησε ξανά με τους συγγενείς της. «Ήταν σε απόλυτο πανικό η μητέρα μου, έκλαιγε. Φοβόταν ότι θα καεί το σπίτι μας. Ξαναμίλησα με τη μητέρα μου, μου είπε ότι έχουν πάρει τα αυτοκίνητα. Βρίσκονταν Λεωφόρο Δημοκρατίας. Είχαν εγκλωβιστεί. Στο τελευταίο τηλεφώνημα μαζί της μου λέει “βλέπω μπροστά μου φωτιές”. Νόμιζα ότι ήταν υπερβολή. Δεν πίστευα ότι ήταν σε τόσο άμεσο κίνδυνο. Μου κλείνει το τηλέφωνο. Το τηλέφωνό της μετά ήταν νεκρό. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με κανέναν», κατέθεσε η κα Αβραμίδου.
Όπως περιέγραψε, έπαιρνε τηλέφωνα την πυροσβεστική, συγγενείς, φίλους μήπως κάποιος γνώριζε κάτι για την τύχη τους: «Ακούσαμε ότι κάποιους τους πάνε σε νοσοκομεία. Αποφασίσαμε να σκορπιστούμε. Ήμουν σίγουρη ότι θα τους βρω στο λιμάνι της Ραφήνας. Έρχονταν σε δύο αποβάθρες καΐκια με κόσμο. Έτρεχα από τη μια στην άλλη. Βλέπω έναν γνωστό μου και μου λέει είναι πολλοί νεκροί πίσω. Τα γόνατά μου κόπηκαν. Παρακάλεσα κάποιον να μπω σε μια βάρκα για να τους βρω. Μου είπαν όχι».
Στη συνέχεια η μάρτυρας κατέθεσε πως τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 2018 δήλωσε τους συγγενείς της ως αγνοούμενους και μαζί με τον άλλον γιο της αδελφής της πήγαν προς το σπίτι της οικογένειας. Εκεί όπως είπε είδε ένα «βομβαρδισμένο τοπίο».
Όπως είπε «ήταν ασύλληπτο αυτό που είδα. Το σπίτι μου ολοσχερώς καμένο. Μια μάζα από αυτοκίνητα καμένα. Προχωρήσαμε και βρήκανε αυτοκίνητα των δικών μας άθικτα. Πήγαμε με την αδελφή του γαμπρού μου να δώσουμε dna. Ζούσαμε αυτή την αναμονή λεπτό προς λεπτό ώρα με την ώρα περιμένοντας να έχουμε κάποιο νέο τους. Κάποια στιγμή βρισκόμασταν στο σαλόνι και ο ανιψιός μου πήρε αναπτήρα και πήγε να κάψει το πόδι του. “Τι κάνεις;” του είπα, “τίποτα, ήθελα να δω τι θα νιώσω”, μου απάντησε».
Η μάρτυρας συνέχισε την κατάθεσή της λέγοντας ότι στις 29 Ιουλίου ταυτοποιήθηκαν οι συγγενείς της. Τραγική σύμπτωση, όπως είπε, η κηδεία τους έγινε την ημέρα των γενεθλίων του ανηψιού της Δημήτρη, ο οποίος όταν ξέσπασε η φωτιά βρισκόταν στην Κρήτη.
«Από τη μια στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε χωρίς την οικογένειά μας. Έμεινε ένα παιδί ορφανό. “Εγώ τώρα τι θα γίνω;”, μου είπε ο ανιψιός μου. “Θα μείνεις εδώ πάνω μαζί μου”, του απάντησα. Βρεθήκαμε μπροστά σε τέσσερα φέρετρα, του Πάρη ήταν λευκό…», κατέθεσε η μάρτυρας.
Κλείνοντας την κατάθεσή της η κα Αβραμίδου είπε πως ρώτησε να μάθει πώς τα αγαπημένα της πρόσωπα χάθηκαν στις φλόγες, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να μάθει: «Εκείνη την ημέρα μαζί με την αδελφή ήταν και μια άλλη κυρία, η οποία επέζησε. Μου είπε ότι κανείς δεν τους βοήθησε. Άλλοι έτρεχαν πανικόβλητοι, άλλοι έκαναν αναστροφή. Εκείνη σώθηκε γιατί κάποιος της είπε “τι περιμένεις; Θα κάνουμε ζωντανοί” και κατέβηκε ένα δρομάκι προς τη θάλασσα. Έκτοτε δεν τους ξαναείδε ποτέ».
Ο ανιψιός της Δημήτρης Κατσουλάκης, ο οποίος έχασε γονείς, αδελφό και γιαγιά είπε στο δικαστήριο πως απο τύχη ζει, καθώς βρισκόταν στην Κρήτη, διαφορετικά θα ήταν μαζί με την οικογένειά του.
“Με πήρε ο αδελφός μου και μου λέει ότι είναι μια χαρά και όλα είναι υπό έλεγχο. Κατά τις 18.00 πήρα τους γονείς μου, καμία απάντηση. Γύρισα στο σπίτι μου στο Ρέθυμνο. Κατά τις 5 το πρί με πήρε η θεία μου και μου λέει ότι η οικογένειά μου αγνοείται. Μπήκα στην πρώτη πτήση και γύρισα πίσω”, ανέφερε ο μάρτυρας στο δικαστήριο και άρχισε να περιγράφει την αγωνιώση αναζήτηση των συγγενών του μαζί με άλλους συγγενείς και φίλους.
“Φτάνουμε στο Μάτι. Μπαίνω με τα πόδια με έναν θείο μου και ένα φίλο και ξεκινήσαμε να ψάχνουμε. Μετά από πολύ ώρα βρίσκω τα αυτοκίνητά τους που δεν είχαν καεί, ήταν άθικτα. Σκέφτηκα ότι ίσως υπήρχε μια ελπίδα να τους βρούμε. Χωριστήκαμε σε ομάδες φίλοι και συγγενείς και ψάχναμε στα νοσοκομεία.
Μετα από δυο-τρεις μέρες μου είπε η θεία μου να δώσουμε dna. Την Κυριακή μαθαίνω ότι ταυτοποιήθηκαν. Μου ήρθε ένα χαρτί σπίτι που έγραφε ότι η αιτία ήταν η απανθράκωση. Δεν ήξερα τίποτε άλλο. Κάναμε την κηδεία μετά από δυο μέρες και έπρεπε απλά να αποδεχτώ το γεγονός… Ρωτούσα μετά ανθρώπους που ήταν εκεί τι έγινε. Δεν υπήρχε καμια βοήθεια από κανέναν, ήταν εντελώς μόνοι οι άνθρωποι…”, κατέθεσε ο μάρτυρας.
Άλλη συγγενής της ίδιας οικογένειας που ξεκληρίστηκε, η Μαρία Βενέτη περιέγραψε και αυτή τις δραματικές ώρες που μαζί με τον ανιψιό της και άλλους συγγενείς έψαχναν τους δικούς τους:
«Κατά τις 18.30 πήρα τον αδελφό μου, μου είπε ότι έχουν φύγει από το σπίτι και ότι έχουν εγκλωβιστεί. Του είπα “φύγετε μακριά και να προσέχετε”. Σε μισή ώρα τον ξαναπαίρνω, το τηλέφωνο νεκρό. Το ίδιο και της νύφης μου, της πεθεράς της και του ανεψιού μου. Μετά από 20 λεπτά παίρνω τηλέφωνο ένα φιλικό ζευγάρι και το τηλέφωνο καλούσε. Όταν μου απάντησε η γυναίκα μου μιλούσε με μισόλογα, προφανώς κάτι ήξερε. Τρόμαξα. Μαζί με την αδελφή της νύφης μου αρχίσαμε να ψάχνουμε στα νοσοκομεία. Έβλεπα φορεία με μαύρους ανθρώπους επάνω, καμένους. Κατά τις 12 το βράδυ ακούσαμε για τις βάρκες που έβγαζαν κόσμο στη Ραφήνα. Τους δηλώσαμε αγνοούμενους».
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά μετα από λίγες ημέρες παρέλαβε τέσσερις φακέλους. «Έναν για τον καθένα τους, καθολικά ή θερμικά εγκαύματα έλεγαν. Υπήρχε ένας καμένος σταυρός και ένα καμένο δαχτυλίδι…», είπε στο δικαστήριο.
Στο δικαστήριο κατέθεσε και η Ανδριανή Καλεγιαννάκου, η οποία έχασε το γιο της, τους γονείς της και τον αδελφό της, η οποία καταλόγισε δόλο στους αρμόδιους φορείς για το τραγικό αποτέλεσμα.
«Πιστεύω ότι δεν ήταν θέμα ανικανότητας και κακού συντονισμού, πιστεύω ότι υπήρχε και δόλος. Το πιστεύω ακράδαντα», είπε στην κατάθεσή της και συνέχισε κλαίγοντας: «Θεωρώ ότι εκτός από ανικανότητα και κακό συντονισμό υπήρξε και ανυπαρξία των ανθρώπων αυτών που είναι επαγγελματίες επιφορτισμένοι για την προστασία των ανθρωπίνων ζωών και παρόλα αυτά φέρθηκαν με τόσο απάνθρωπο τρόπο και άφησαν συμπολίτες τους στο έλεος του Θεού. Στο βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών έκαψαν το παιδί μου ,τους γονείς μου και τον αδερφό μου. Ένα οκτάχρονο παιδί να είχαν βάλει να το διαχειριστεί θα το είχε κάνει πολύ καλύτερα ,όχι όλοι αυτοί…».
Όπως είπε στο δικαστήριο η φωτιά έπιασε στον ύπνο τους δικούς της και η ίδια δεν έμαθε ποτέ πώς έφυγαν από το σπίτι. «Ο γείτονας φώναξε στον αδερφό μου “φωτιά”. Υπήρχαν άνθρωποι που έφυγαν με τα εσώρουχα. …Έκτοτε δεν είχα καμία επικοινωνία. Δεν μπορούσα να βρω τον αδερφό μου. Μετά είχαν κλείσει το δρόμο και δεν μπορούσα να περάσω.
Με τα χίλια ζόρια με άφησαν να περάσω από τη διασταύρωση της Ραφήνας στις έντεκα και μισή τη νύχτα. Αρχίσαμε και τρέχαμε…Πηγαίναμε στα ξενοδοχεία, στο λιμάνι της Ραφήνας. Και την επόμενη μέρα ακούω ότι βρέθηκαν είκοσι έξι άτομα σε ένα οικόπεδο που δεν το είχα ξανακούσει. Ούτε μου πήγε το μυαλό μου ότι θα ήταν εκεί οι δικοί μου. Είχε έρθει ο Ερυθρός Σταυρός στη Ραφήνα έδωσα τα ονόματα .Ο πατέρας του παιδιού έδωσε για το παιδί και εγώ για τους γονείς μου δείγμα DNA».
Η μάρτυρας ξέσπασε για ακόμα μια φορά, κάνοντας λόγο για «κυνισμό» των κρατικών φορέων: «Στην Κινέττα εκκενώθηκαν τρία χωριά και δεν έγινε το ίδιο στο Μάτι. Θα είχε γίνει μια μεγάλη οικολογική καταστροφή, αλλά δεν θα είχαν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Τους κατηύθυνε ο πανικός. Ακούσαμε από τη Δούρου ότι η στραβή έγινε στην βάρδια της. Το ακούσαμε και αυτό! Κυνικοί μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή τουλάχιστον ας μην μιλάνε…».
Στο δικαστήριο κατέθεσε και ο πατέρας του παιδιού, Αναστάσιος Αλεξόπουλος, ο οποίος είπε ότι δεν μπορούσε να φανταστεί τη συμφορά που θα έβρισκε την οικογένειά του: «Πολιτισμένη χώρα είμαστε και θα έχουν αναλάβει υπηρεσίες σκέφτηκα όταν άκουσα για την πυρκαγιά. Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι άλλο. Είχαν δύο ώρες καιρό και δεν έκαναν τίποτα. Πού ζούμε, σκέφτηκα…».
Ο μάρτυρας περιέγραψε ένα «σεληνιακό τοπίο» στο Μάτι.
«Παντού τέφρες. Και μια μυρωδιά θανάτου παντού. Όλα λιωμένα. Τα μέταλλα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι συνέβαινε αυτό . Πέρασαν τρεις μέρες έψαχνα να βρω το πτώμα. Πήγαμε στο Σχιστό…Ήταν εκατόν πενήντα πτώματα σε κίτρινες σακούλες. Τραβάτε να δείτε αν είναι κάποιος δικός σας. Μετά άλλαξαν γνώμη και μας έστειλαν στο Γουδή. Μετα μας είπαν για να δώσουμε dna και τελικά με ειδοποίησαν ότι αναγνωρίστηκε το παιδί και με ρώτησαν αν θέλω ψυχολογική στήριξη…»είπε ο μάρτυρας και ξέσπασε: «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί σαν τα ποντίκια…Γιατί τους εγκλώβισαν και τους οδήγησαν μέσα στις φωτιές; Γιατί άφησαν τον κόσμο να καεί; Γιατί; Γιατί; Γιατί;».
Την ίδια ώρα, το διοικητικό πρωτοδικείο της Αθήνας επιδίκασε το ποσό των 300 χιλιάδων ευρώ ως αποζημίωση για ψυχική οδύνη σε πέντε συγγενείς μίας 77χρονης γυναίκας που χάθηκε στο Νέο Βουτζά. Οι δικαστές με την απόφασή τους επιρρίπτουν ευθύνες στην Πυροσβεστική Υπηρεσία επειδή δεν εισηγήθηκε την εκκένωση της περιοχής.