Τον Ιούνιο του 1995 ξεκινάει η πολύκροτη δίκη των Ασημάκη Κατσούλα, Μάνου Δημητροκάλη και Δήμητρας Μαργέτη, της ομάδας νεαρών σατανιστών που δρούσε στην περιοχή της Παλλήνης και άφησε στο πέρασμα της δύο νεκρές γυναίκες, κατονομάζοντας οι ίδιοι τα ειδεχθή εγκλήματά τους “ανθρωποθυσίες” προς τον σατανά.

Η αποκάλυψη της φρικτής υπόθεσης πραγματοποιήθηκε δύο χρόνια νωρίτερα, προκαλώντας σοκ στην κοινή γνώμη, η οποία ερχόταν για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τόσο ανατριχιαστικά εγκλήματα. Βέβαια, ο κιτρινισμός του Τύπου αλλά και των καναλιών της εποχής συνέβαλε σημαντικά στην διασκόρπιση του φόβου και τις απέχθειας, περιγράφοντας αναλυτικά κομμάτια από τις ήδη τρομακτικές για τον ανθρώπινο νου απολογίες των τριών εγκληματιών, εμπλουτισμένα με υποβλητική μουσική επένδυση, εφέ αλλά και φωτογραφικό υλικό.

Πέραν των ρεπορτάζ – θρίλερ επρόκειτο, ωστόσο, για μια αληθινά ιδιάζουσα υπόθεση στην ιστορία του ελληνικού εγκλήματος. Τρεις νεαροί, ηλικίας 21, 19 και 18 ετών, θανάτωσαν στις 27 Αυγούστου του 1992 βάναυσα ένα 14χρονο κορίτσι, την Δώρα Σπυροπούλου σε ερημική τοποθεσία στη Σέσι Κορωπίου για να την προσφέρουν θυσία στον σατανά. Αφού την έγδυσαν, την βασάνισαν προστάζοντας την να κρατάει συνεχώς ένα αναμμένο κερί στα χέρια, την χτύπησαν με μια σανίδα στο κεφάλι ώστε να την αποτελειώσουν. Παρά την προσπάθεια τους, το μικρό κορίτσι παρέμεινε ζωντανό, δίνοντας της ένα φρικτό τέλος με τα ίδια τους τα χέρια, στραγγαλίζοντας της. Νεκρή πλέον ασελγούν στο άψυχο σώμα της, βάζοντας στο τέλος φωτά για να “εξαφανίσουν” κάθε αποδεικτικό του εγκλήματός τους.

Λίγους μήνες αργότερα, στοχεύουν στο επόμενο θύμα τους, μιας και ο αρχηγός της συμμορίας, ο Ασημάκης Κατσούλας, πίστευε πως λάμβανε περισσότερη δύναμη από τα δαιμόνια κάθε φορά που διατελούσε ένα κακό. Ο Δημητροκάλης και η Μαργέτη είχαν ήδη ορκιστεί να ακολουθούν πιστά τις υποδείξεις του “ανωτέρου” τους, μυημένοι πλέον στον αποκρυφισμό.

Αυτή την φορά, στα χέρια των αδίστακτων εγκληματιών έπεσε η 28χρονη Γαρυφαλλιά Γιούργα, μια καμαριέρα γνωστού ξενοδοχείου της Αθήνας και μητέρα δύο παιδιών. Η γυναίκα επιστρέφοντας στο σπίτι της στα Γλυκά Νερά, παρασύρθηκε από τους δύο άνδρες, οι οποίοι της εμφανίστηκαν ως αστυνομικοί, με ταυτότητες που είχαν κλέψει. Οδηγώντας την σε μια ερημία στην περιοχή του Κορωπίου, αφού την έγδυσαν, την βίασαν και την βασάνισαν, την σκότωσαν με μια πέτρα, αλλοιώνοντας το πρόσωπο της από τα χτυπήματα προκειμένου να μην αναγνωστεί.

Οι κατηγορίες με τις οποίες βρέθηκαν αντιμέτωποι ήταν η κατά συναυτουργία τέλεση δύο ανθρωποκτονιών, η αντιποίηση δημόσιας εξουσίας, παράνομη κατακράτηση, αρπαγή ανηλίκου, καθύβριση του θρησκεύματος και σύσταση συμμορίας προς διάπραξη κακουργημάτων.

Οι αστυνομικές αρχές αναζητούν ήδη τον δράστη της πρώτης δολοφονίας, με την ανακάλυψη του δεύτερου πτώματος να εντατικοποιεί τις έρευνες. Δεν πέρασε πολύς καιρός με την αστυνομία να φτάνει γρήγορα στα ίχνη των δραστών, συλλαμβάνοντας τους και οδηγώντας τους στην καταδίκη. Οι κατηγορίες με τις οποίες βρέθηκαν αντιμέτωποι ήταν η κατά συναυτουργία τέλεση δύο ανθρωποκτονιών, η αντιποίηση δημόσιας εξουσίας, παράνομη κατακράτηση, αρπαγή ανηλίκου, καθύβριση του θρησκεύματος και σύσταση συμμορίας προς διάπραξη κακουργημάτων. Οι μακροσκελείς απολογίες τους γέμισαν τα πρωτοσέλιδα του Τύπου, με τους κατηγορούμενους, ωστόσο, να εμφανίζονται λιγομίλητοι σε περαιτέρω δηλώσεις.

Ο Δημητροκάλης και η Μαργέτη γρήγορα ομολόγησαν τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει, ρίχνοντας το μεγαλύτερο μέρος των ευθυνών στον Κατσούλα, υποστηρίζοντας πως ασκούσε μεγάλη επιρροή πάνω τους.

Ο Ασημάκης Κατσούλας παρουσιάστηκε από τις αστυνομικές αρχές και την ομάδα των ψυχιάτρων ως ένα άτομο με έντονες ανησυχίες, αναπτυγμένη νοημοσύνη και δίψα για την ηγεσία. Μπορούσε να επιβάλλει την άποψη του αλλά και τις επιθυμίες του με αυταρχικό τρόπο, ενώ ήταν “καλός” στην πειθώ. Ο τελευταίος αναδείχθηκε και ένας από τους λόγους για τους οποίους κατάφερε να διαλύσει τον ερωτικό δεσμό του Δημητροκάλη και της Μαργέτης, με την δικαιολογία πως αυτό είναι το “θέλημα του σατανά”. Αργότερα, ωστόσο, εκείνος ανέπτυξε ερωτικές σχέσεις μαζί της, κάνοντας της πλύση εγκεφάλου. Στην απολογία του δήλωσε ότι “απλώς εκτελούσε εντολές”, χωρίς βέβαια να γίνει ξεκάθαρο από ποιόν και γιατί.

Την 1η Ιουλίου του 1995, το δικαστήριο καταδίκασε τον Κατσούλα σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη και πρόσκαιρη κάθειρξη 12 ετών και 10 μηνών, τον Μάνο Δημητροκάλη σε δύο φορές ισόβια και πρόσκαιρη κάθειρξη 9 ετών και 10 μηνών και τέλος την Δήμητρα Μαργέτη σε κάθειρξη 17 ετών και 4 μηνών για απλή συνέργεια στις ανθρωποκτονίες και αρπαγή ανηλίκου. Είκοσι οκτώ χρόνια μετά την απόφαση του δικαστηρίου, οι τρεις δράστες έχουν πλέον αποφυλακιστεί.

Συγκεκριμένα, η Μαργέτη μετά την αποφυλάκιση της το 2001, έφτιαξε την ζωή της, καθώς παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά, διαλύοντας, ωστόσο, αργότερα τον γάμο της. Περιστασιακά εργαζόταν ως κομμώτρια και να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Από την άλλη, ο Δημητροκάλης εκτίοντας μέρος της ποινής του, σπούδασε στις φυλακές πληροφορική και με την αποφυλάκιση του απομακρύνθηκε τόσο από τα φώτα της δημοσιότητας, όσο και από τους οικείους του, η οποία δεν πίστεψαν ούτε μια στιγμή την μεταμέλεια του. Τελευταίος αποφυλακίζεται ο Κατσούλας, ο οποίος κατά την παραμονή του στις αγροτικές φυλακές των Χανίων, εντοπίστηκε να παρενοχλεί ανήλικα μέσω καρτοτηλεφώνου, κάτι που ανησύχησε ιδιαίτερα τις αρχές. Τα ίχνη του έχουν χαθεί εντελώς από το 2016.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!