Τις τελευταίες το πανελλήνιο παρακολουθεί με αγωνία την υπόθεση θανάτου των τριών αδερφών στην Πάτρα. Μάλιστα, όπως αποδείχθηκε χθες Τετάρτη, η 9χρονη Τζωρτζίνα δολοφονήθηκε, με τη χρήση κεταμίνης, σοκάροντας τη κοινή γνώμη.

Ωστόσο, ανά τα χρόνια έχουν σημειωθεί παιδοκτονίες που συγκλόνισαν την Ελλάδα και οι σοκαριστικές λεπτομέρειες των εγκλημάτων κατέλαβαν τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων.

Γράφτηκαν ατελείωτα ρεπορτάζ. Οι πληροφορίες και οι εξελίξεις για τις δολοφονίες «έγραψαν ώρες» τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού χρόνου. Από το 1996 με την υπόθεση Δουρή, έως και τη στυγερή δολοφονία της μικρής Άννυ στη Μιχαήλ Βόδα το 2015, είδαμε γονείς να αναζητούν τα παιδιά τους κλαίγοντας στις τηλεοπτικές μας οθόνες.

Παιδοκτονίες στην Ελλάδα: Νίτα Μπέικερ – «Η Μήδεια του Καλαμακίου»

Μία από τις σοκαριστικότερες παιδοκτονίες που καταγράφηκαν στην Ελλάδα ήταν εκείνη που διέπραξε η «Μήδεια του Καλαμακίου», η 28χρονη Νίτα Μπέικερ, που σκότωσε τα τρία της παιδιά για να εκδικηθεί τον άνδρα της, Τζόελ Μπέικερ, για τις πληροφορίες που έφτασαν στα αυτιά της ότι την απατούσε.  Το έγκλημα καταγράφηκε στις 27 Μαΐου 1961 στο διαμέρισμα της οικογένειας του Αμερικανού λοχία στο Καλαμάκι.

Ο Τζόελ Μπέικερ έφτασε στο σπίτι το βράδυ του Σαββάτου και εντόπισε στο πάτωμα της κουζίνας τη σύζυγό του. Το σώμα της γυναίκας βρισκόταν σε λίμνη αίματος και πάνω στο τραπέζι μία Βίβλος στην οποία υπήρχαν υπογραμμισμένα χωρία για τη μοιχεία.

Ο μικρός του γιος, Τζο, βρισκόταν μπρούμυτα στο κρεβάτι του. «Τον αναποδογύρισα και με τρόμο είδα τα αίματα». Αμέσως μετά εντόπισε νεκρές τη Σουζάνα και την Κίτυ.

Το γράμμα της Νίτα Μπέικερ εξηγούσε γιατί σκότωσε τα παιδιά τους

Λίγο πριν επιχειρήσει να δώσει τέλος στη ζωή της, η Νίτα Μπέικερ, με ένα γράμμα, εξηγούσε στον άνδρα της τι την οδήγησε στο να σκοτώσει τα παιδιά τους. «Ελπίζω τώρα να είσαι ευχαριστημένος με αυτό που έγινε. Στα παιδιά μας εξασφάλισα ένα ήσυχο και χριστιανικό καταφύγιο, ώστε να μείνουν μακριά από το βούρκο μέσα στον οποίο είχε κυλιστεί ο πατέρας τους. Βαρέθηκα, φίλε, να ζω σε αυτό το σπίτι με τον εφιάλτη των καθημερινών οργίων του. Είναι βέβαια τρομερό αυτό που έκανα και μεγάλη ντροπή για μένα να αναγκάζομαι να αφαιρέσω τη ζωή από αυτά τα τόσο όμορφα και καλά παιδιά, για τα οποία ξέρεις πόσο υπέφερα και υποφέρω στον άλλο κόσμο, γιατί με έσπρωξες να τους κόψω το νήμα της ζωής τους για να μην τα αφήσω να μεγαλώσουν και μάθουν τι έκανες (…). Έκανα υπομονή χρόνια ολόκληρα. Πίστευα στα λόγια σου πως δεν ήταν τίποτα και ότι εξακολουθούσες να μου είσαι πιστός. Με γελούσες με τα γλυκόλογα σου, τώρα όμως, πάνε τα ψέματα. Είναι καιρός που τα ξέρω όλα, δεν με γελάς. Ξέρω τι έκανες κάθε βράδυ με εκείνη ή εκείνες. Τώρα που δεν έχεις κανέναν να ασχοληθείς μπορείς χα! χα! να συνεχίσεις τα όργια σου. Κανείς δεν θα σε γκρινιάζει. Γλέντα όσο θέλεις και όπως θέλεις. Εγώ και τα παιδιά θα είμαστε μακριά και δεν θα βλέπουμε το κατάντημα σου».

Η Νίτα είχε πνίξει τα παιδιά της με ένα κορδόνι, την ώρα που κοιμούνταν. Μόνο ο γιος της προσπάθησε να αντισταθεί και την γρατζούνισε στο χέρι.

Τι είπε στην απολογία της η Νίτα Μπέικερ – Η απιστία και η αδιάφορη οικογενειακή ζωή

Το ζευγάρι έμοιαζε να ζει ιδανικά με την οικογένειά του. Η Νίτα Μπέικερ όταν παντρεύτηκε ήταν μόλις 18 ετών. «Το αίσθημα μας ήταν δυνατό και σχεδόν αμέσως παντρευτήκαμε», περιέγραψε ο Μπέικερ στους αστυνομικούς. Όμως, όπως ισχυρίστηκε αργότερα ο λοχίας, η καθημερινότητα τους ήταν, μάλλον, αδιάφορη… «Η διασκέδαση της γυναίκα μου δεν ήταν άλλη από το να διαβάζει θρησκευτικά βιβλία. Μας χώριζε ένα μεγάλο και αγεφύρωτο ψυχικό χάσμα. Περνούσαμε μια ζωή ήσυχη και αδιάφορη, χωρίς να υπάρχει η απαιτούμενη ανταπόκριση εκ μέρους της γυναίκας μου. Αν δεν υπήρχαν τα παιδιά θα είχαμε χωρίσει. Εκείνη ήταν κλεισμένη στον εαυτό της και εγώ την αντιμετώπιζα με αδιαφορία (…) Οι συζυγικές μας υποχρεώσεις ήταν απόλυτα ομαλές, αλλά δεν συναντούσα ανταπόκριση εκ μέρους της. Πάντως, από αρκετά χρόνια κοιμόμασταν χωριστά».

Η Νίτα Μπέικερ δήλωνε ευτυχισμένη μέχρι τη στιγμή που έμαθε πως ο σύζυγος της διατηρούσε παράνομο δεσμό με μια Ελληνίδα, η οποία εργαζόταν μαζί του στην αμερικάνικη βάση και του μάθαινε την ελληνική γλώσσα. «Πριν έξι μήνες ήμουν η πιο ευτυχισμένη μητέρα του κόσμου. Μετά έμαθα ότι ο άντρας μου με απατούσε με μια άλλη γυναίκα. Δεν έπρεπε να ζήσουμε πια ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου» είπε η 28χρονη στην απολογία της ενώπιον της δικαιοσύνης. Η ίδια περιέγραψε ότι τους τελευταίους μήνες η ζωή της είχε αρχίσει να αλλάζει «να γίνεται μια κόλαση». Ο άντρας της, ισχυρίστηκε, της φερόταν «σκληρά και ψυχρά» και όταν εκείνη παραπονιόταν, την απειλούσε πως θα ζητήσει μετάθεση για να επιστρέψουν στην Αμερική. «Τα βιβλία μου με έκαναν να ηρεμώ και να σκέφτομαι λογικά».

Το δικαστήριο, δέχτηκε την άποψη των ψυχιάτρων πως η γυναίκα διέπραξε το τριπλό φονικό σε πλήρη σύγχυση και διέταξε τον εγκλεισμό της στο ψυχιατρείο. Η Νίτα Μπέικερ δεν έδειξε ποτέ μεταμέλεια. Την Άνοιξη του 1962 η Νίτα Μπέικερ βρέθηκε και πάλι στο δικαστήριο. Στην απολογία της ισχυρίστηκε πως ο σύζυγος της ήταν βίαιος μαζί της και ότι ήθελε να επιστρέψει στην Αμερική με τα παιδιά της, αλλά εκείνος δεν την άφηνε. «Σκότωσα τα παιδιά μου γιατί ήθελα να αναγκάσω τον άντρα μου να μην με χτυπά» είπε η γυναίκα στο δικαστήριο.

Η Νίτα Μπέικερ καταδικάστηκε σε 16 χρόνια κάθειρξη, αλλά πήρε χάρη το 1963 και επέστρεψε στην Αμερική.

Παιδοκτονίες στην Ελλάδα – Υπόθεση Βασίλη Λυμπέρη: Σκότωσε την οικογένεια

Ο Βασίλης Λυμπέρης ήταν ο τελευταίος πολίτης που εκτελέστηκε μετά την καταδίκη του για τις άγριες δολοφονίες μελών της οικογένειάς του. Ο 27χρονος, Βασίλης Λυμπέρης, καταδικάστηκε σε θάνατο, καθώς κρίθηκε από το Πενταμελές Εφετείο της Αθήνας ένοχος με την κατηγορία ότι έκαψε ζωντανούς την εν διαστάσει σύζυγό του Βασιλική Λυμπέρη (24 ετών), την πεθερά του Αντιγόνη Μάρκου (55 ετών), την κόρη του Παναγιώτα Λυμπέρη (2½ ετών) και τον γιο του, Γιώργο Λυμπέρη, ενός έτους.

Το στυγερό έγκλημα καταγράφηκε το βράδυ της 4ης Ιανουαρίου 1972 και τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Ιανουαρίου στο σπίτι των θυμάτων στο Χαλάνδρι, ενώ ο δράστης είχε και τρεις φίλους του συνεργούς στο έγκλημα. Η πεθερά και τα παιδιά ξεψύχησαν ακαριαία, αλλά η σύζυγός του έζησε μέχρι το μεσημέρι της 5ης Ιανουαρίου και ήταν αυτή που κατήγγειλε το περιστατικό από το νοσοκομείο.

Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας ο Λυμπέρης καταδικάστηκε τετράκις «εις θάνατον», όπως και ένας από τους συνεργούς του, ο 18χρονος Παύλος Αγγελόπουλος), ενώ οι υπόλοιποι δύο καταδικάστηκαν σε μικρότερες ποινές.

Η εκτέλεση του Λυμπέρη έγινε τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου 1972 στο πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (ΣΕΑΠ), στην περιοχή Δύο Αοράκια του Ηρακλείου Κρήτης. Τον Λυμπέρη φόνευσε 12μελές εκτελεστικό απόσπασμα, κι ενώ ως τότε ήταν κρατούμενος στις φυλακές Αλικαρνασσού. Στον μελλοθάνατο λίγη ώρα πριν την εκτέλεση είχε επιτραπεί να συντάξει επιστολή προς την μητέρα του. Νωρίτερα είχε κατατεθεί αίτηση από τους συνηγόρους του προς το Συμβούλιο Χαρίτων, ώστε να του αποδοθεί χάρη, ωστόσο η αίτηση απορρίφθηκε παμψηφεί.

Η «Υπόθεση Λυμπέρη» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο την ίδια κιόλας χρονιά με τίτλο «Οι Σατανάδες της Νύχτας», σε σκηνοθεσία του Μάριου Ρετσίλα και παραγωγή του Τζέιμς Πάρις. Ο Γιάννης Κατράνης ήταν αυτός ο οποίος ενσάρκωσε τον Βασίλη Λυμπέρη.

">

Παιδοκτονίες στην Ελλάδα – Υπόθεση Δουρή: Βίασε και σκότωσε τον 6χρονο γιο του

Μία από τις σοκαριστικότερες παιδοκτονίες είναι εκείνη του 6χρονου Νικόλα Δουρή. Ο Μανώλης Δουρής σκότωσε τον γιο του στις 30 Δεκεμβρίου 1993 και σε δηλώσεις του στις κάμερες, όσο αρχές και εθελοντές αναζητούν το παιδί, φαινόταν απαρηγόρητος.

Ήταν Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 1993. Ο 6χρονος Νίκος είχε πάει στο γήπεδο και έπαιζε με άλλα παιδάκια. Όταν στις 18:00 το απόγευμα επέστρεψε σπίτι, μαζί με έναν συνομήλικο εξάδελφο του, τον συνάντησε ο πατέρας του και τον ρώτησε πού ήταν γιατί είχε αργήσει να γυρίσει στο σπίτι. Ο μικρός Νικόλας εξήγησε στον πατέρα του ότι βρισκόταν στο γήπεδο και τότε ο Δουρής άρχισε να τον χτυπά. Τον οδήγησε σε μία αποθήκη όπου συνέχισε να τον χτυπά. Το έβαλε πάνω σε έναν πάγκο, του έβγαλε τα ρούχα και αφού το φίμωσε για να μην φωνάζει το βίασε. Του έφραξε το στόμα και τη μύτη με συνέπεια το παιδί να πεθαίνει. Όταν το αντιλήφθηκε θέλησε να μεταφέρει το παιδί σε άλλο σημείο, το σημείο όπου βρέθηκε αργότερα. Μάλιστα, όταν και άλλα μέλη της οικογένειας αναζήτησαν το παιδί, ο ίδιος συμμετείχε στις έρευνες και δήλωνε στους δημοσιογράφους: «Μου σκότωσαν το παιδί και δεν πρόκειται να το βρούμε. Δεν είναι ζωντανό».

Ενώ οι έρευνες βρίσκονταν σε εξέλιξη, ο Δουρής βρέθηκε μαζί με ένα από τα άλλα παιδιά του στο σημείο όπου είχε αφήσει το πτώμα του 6χρονου. Έκανε ότι το εντόπισε τάχα τυχαία και άρχισε να κλαίει και να καταριέται τον δολοφόνο. Κατά την ανάκριση ο Μανώλης Δουρής ομολόγησε, αν και αργότερα δήλωνε αθώος. Σε αποκλειστική συνέντευξη στο Mega είχε πει: «Δεν καταλάβαινα ούτε τι είχα κάνει, αλλά ούτε πώς το είχα κάνει. Γιατί αυτό που είχα ήταν σαν να ήμουν σε ένα όνειρο, σε έναν εφιάλτη. Εκεί (εννοεί στην αποθήκη), δεν ξέρω τι έγινε. Σας είπα αυτή η αρρώστια, η κρίση αυτή με οδήγησε σε αυτές τις απάνθρωπες πράξεις. Τα νεύρα μου είναι τόσα πολλά, όταν με πιάνουν κρίσεις. Δεν γνωρίζω. Δεν βλέπω μπροστά μου. Μπορεί να το βίασα, μπορεί να έκανα κάτι άλλο, αλλά ήμουν εκτός χρόνου και τόπου». 

Καταδικάστηκε τον Νοέμβριο του 1994. Του επιβλήθηκε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κάθειρξη 20 ετών για βιασμό, φυλάκιση ενός έτους για ασέλγεια και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για 10 χρόνια.