Ήταν Οκτώβριος του 1983, μια μέρα σαν τη σημερινή, όταν η ΕΛ.ΑΣ. έστησε ολόκληρη επιχείρηση για να πιάσει τον «Δράκο με το σχοινί» ή αλλιώς τον «Δράκο με το autobianchi», που αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο των γυναικών στην Αττική. Η αστυνομία είχε βάλει «δολώματα» κάποιες γυναίκες και τις παρακολουθούσε.
Ο δράστης συνήθιζε να επιτίθεται σε γυναίκες και σφίγγοντάς τες από τον λαιμό τις αναισθητοποιούσε. Όσο ήταν αναίσθητες τις βίαζε. Όσες κατάφεραν να αντισταθούν, βρήκαν τραγικό θάνατο. Η αστυνομία είχε ταυτοποιήσει τον 37χρονο φυσικοθεραπευτής Σπύρο Μπέσκο, ο οποίος ήταν παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού. Διατηρούσε μάλιστα το προφίλ του άψογου οικογενειάρχη, του παραδείγματος!
Όπως αναφέρει η Μηχανή του Χρόνου, μέσα από τις καταγγελίες των θυμάτων που είχε επιτεθεί και βιάσει, είχε γίνει γνωστός ο τρόπος με τον οποίο δρούσε. «Χτυπούσε» από Παρασκευή βράδυ έως Κυριακή ξημερώματα και τα περισσότερα θύματά του ήταν ιερόδουλες.
Της έκλεισε το στόμα με κουκουνάρι και κορδόνι
Τις έβαζε στο αυτοκίνητό του, ένα μπλε autobianchi, με το πρόσχημα ότι ήταν πελάτης και τις οδηγούσε σε ερημικές περιοχές. Εκεί με τη χρήση ενός σχοινιού, τις βίαζε ενώ ήταν αναίσθητες. Όταν ξυπνούσαν, ήταν δεμένες με τα χέρια πίσω από την πλάτη.
Το πρώτο του θύμα ήταν 19χρονη ιερόδουλη Χρυσάνθη Μπατζίκα, η οποία δολοφονήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1981. Ο Μπέσκος την είχε πλησιάσει κοντά στο νυχτερινό κέντρο «Δειλινά» και αφού είχαν συμφωνήσει την αμοιβή της, επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του για να πάνε κάπου, που δεν θα τους έβλεπε ο κόσμος. Αμέσως μόλις σταμάτησε το αυτοκίνητο, ο Μπέσκος πήρε το σκοινί και άρχισε να σφίγγει το λαιμό της κοπέλας, αλλά εκείνη αντιστάθηκε. Για να μην ακουστούν οι φωνές της, τη φίμωσε με λευκοπλάστ, αλλά η κοπέλα κατάφερε να τον βγάλει και τότε ο βιαστής άρπαξε ένα κουκουνάρι που βρισκόταν στο έδαφος, της το έβαλε στο στόμα και το έδεσε με ένα κορδόνι, που τύλιξε γύρω από το στόμα της και την εγκατέλειψε. Η άτυχη κοπέλα πέθανε από ασφυξία και το πτώμα της ανακάλυψε τυχαία ένας κηπουρός.
Τη φίμωσε με το σουτιέν της
Η δεύτερη δολοφονία του Σπύρου Μπέσκου έγινε τον Ιούνιο του 1983 στο Καλαμάκι. Θύμα εκείνη τη φορά ήταν η 20χρονη Χαρίκλεια Κολιοπούλου, η οποία βρέθηκε στο αυτοκίνητο του δράστη για άγνωστο λόγο. Ο ίδιος αργότερα, ισχυρίστηκε ότι η κοπέλα έκανε οτοστόπ, αλλά η αστυνομία πίστευε ότι ο «δράκος» την άρπαξε και την έβαλε με τη βία στο αυτοκίνητό του. Χρησιμοποιώντας το σχοινί γύρω από το λαιμό της, προσπάθησε να την αναισθητοποιήσει, αλλά αυτή αντιστάθηκε. Της έβγαλε το σουτιέν της και με αυτό τη φίμωσε. Η κοπέλα πέθανε στα χέρια του, οπότε έπρεπε να εγκαταλείψει το πτώμα της.
Τη μετέφερε σε μια αλάνα και την πέταξε, ωστόσο από το άψυχο σώμα της έλειπαν η μπότα και η ζακέτα της. Δύο πράγματα που είχαν μείνει στο αυτοκίνητο του βιαστή-δολοφόνου, που φρόντισε μόλις τα ανακάλυψε να τα κρύψει επιμελώς.
Έβαλαν «δολώματα» γυναίκες αξιωματικούς
Μετά τη δεύτερη δολοφονία του «δράκου με το σχοινί» χτύπησε συναγερμός στην αστυνομία, που κατάλαβε πως είχε να κάνει με serial killer. Για να καταφέρουν οι αρχές να συλλάβουν τον Μπέσκο έστησαν ολόκληρη επιχείρηση, βάζοντας «δολώματα» γυναίκες αξιωματικούς, οι οποίες ντύνονταν με πολιτικά ρούχα και περίμεναν σε γνωστές «πιάτσες» των ιερόδουλων μήπως τις πλησιάσει ο «δράκος με το σχοινί» και το autobianchi.
Στις αστυνομικούς- «δολώματα», είχαν πει να είναι χαμογελαστές, πρόθυμες, αλλά σε καμία περίπτωση να μην μπουν στο αυτοκίνητο του καταζητούμενου. Τις κοπέλες, κάλυπταν άντρες αστυνομικοί που ήταν οπλισμένοι.
Η επιχείρηση είχε άμεσα αποτελέσματα. Ο Μπέσκος πλησίασε την αστυνομικό Τζένη Ταμπάκη: «Όταν εκείνος πλησίασε εγώ του χαμογέλασα. Έφυγε, έκανε μια στροφή και ξαναγύρισε, ενώ εγώ είχα πάρει τον αριθμό κυκλοφορίας και τον έδωσα αμέσως στο κέντρο. Μόλις με πλησιάζει για δεύτερη φορά, επεμβαίνουν οι συνάδελφοι».
Ο δράστης όμως προσπάθησε να ξεφύγει και ακολούθησε καταδίωξη, ωστόσο οι αστυνομικοί τον έπιασαν κοντά στο σημείο που βρισκόταν παλιά ο τροχονόμος της Κηφισιάς. Στην ασφάλεια του Περισσού, όπου οδηγήθηκε, ο Μπέσκος επέμενε ότι δεν ήταν αυτός ο «δράκος» που αναζητούσαν οι αρχές και πως τον είχαν συλλάβει άδικα. Όμως βρέθηκε το σχοινί με γυναικείες τρίχες στο αυτοκίνητό του.
Ακόμα και μετά από πολλές ώρες, ο Μπέσκος συνέχισε να υποστηρίζει την αθωότητα του, μέχρι που οι αστυνομικοί τον έφεραν πρόσωπο με πρόσωπο με ένα από τα θύματα του. Η κοπέλα την οποία είχε βιάσει στο παρελθόν, τον αναγνώρισε με βεβαιότητα, ενώ όπως ταράχτηκε και αυτή, έτσι το ίδιο ταράχτηκε και αυτός και εν τέλει ομολόγησε, τις δύο δολοφονίες, αλλά και άλλες 14 απόπειρες ανθρωποκτονίας και βιασμούς. Στο σπίτι του βρέθηκαν κοσμήματα των θυμάτων, τα οποία η αστυνομία πίστευε ότι είχε κλέψει σκοπίμως, ενώ ο ίδιος έλεγε πως τα μάζευε μετά από τις κοπέλες που έπεφταν στη μάχη για να μην αποκαλυφθεί.
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο άντρας μου είναι ο δράκος. Είμαστε μαζί 15 χρόνια και όπως αντιλαμβάνεστε τον ξέρω πολύ καλά. Δεν κοίταζε τίποτα άλλο εκτός από μένα και το νεογέννητο παιδάκι μας, στο οποίο είχε μεγάλη αδυναμία», είχε δηλώσει η σύζυγός του, ενώ το ίδιο κατηγορηματικός ήταν και ο πατέρας του: «Το παιδί μου δεν μπορεί να είναι ο δολοφόνος. Σίγουρα τον πίεσαν και ομολόγησε. Ο Σπύρος είναι ανίκανος να σκοτώσει», έλεγε.
Το πλήθος ήθελε να τον λιντσάρει
Μετά την ομολογία, ακολούθησε αναπαράσταση των δύο εγκλημάτων στα σημεία που είχαν πραγματοποιηθεί. Ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί, απειλούσε να λιντσάρει τον Μπέσκο και τον έβριζε, με τον ίδιο να λέει πως δεν ήθελε να σκοτώσει τις κοπέλες, αλλά θόλωσε.
Η δίκη έγινε τον Φεβρουάριο του 1985 και στην απολογία του, ο Σπύρος Μπέσκος είπε μόνο: «Δεν έχω να πω τίποτα». Καταδικάστηκε δις εις θάνατο για τις δολοφονίες και 25 χρόνια κάθειρξη για τους βιασμούς και τις επιθέσεις.
Τον Αύγουστο του 2008, μετά από τρεις αποτυχημένες αιτήσεις, κατάφερε τελικά να αποφυλακιστεί. Ξαναπαντρεύτηκε, ζει στην ίδια γειτονιά και διατηρεί φυσικοθεραπευτήριο.